Γράφει ο Δικηγόρος
Χαράλαμπος Θεοχ. Δήμου
ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΤΡΕΠΟΥΝ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ - ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ
Τα τελευταία δύο έτη, τόσο σε Ελλάδα, όσο και σε Ευρώπη, τα εθνικά δικαστήρια δικαιώνουν τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο !!!
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο κυριαρχεί η τάση τα χορηγούμενα σε ελβετικό φράγκο δάνεια να χαρακτηρίζονται ως επενδυτικά προϊόντα υψηλού κινδύνου και ως εκ τούτου η υποχρέωση για ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τη φύση αυτή του προϊόντος ενυπήρχε αυξημένη κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων του δανείου. Στην Ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο, οι τελευταίες αποφάσεις, μολονότι καταλήγουν στην ίδια υποχρέωση από την πλευρά της τράπεζας προς ενημέρωση των καταναλωτών για τους επερχόμενους κινδύνους, ωστόσο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το δάνειο ως μία αμφοτεροβαρή σύμβαση και εξετάζει την εγκυρότητα της ρήτρας πληρωμής σε ελβετικό φράγκο υπό το πρίσμα της υπέρμετρης ζημίας που αυτή μπορεί να προκαλέσει στον καταναλωτή (άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών»).
Ο τελευταίος όρος αποτελεί μια ειδικότερη εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 288 ΑΚ, η οποία θα πρέπει να διαπνέει κάθε αμφοτεροβαρή, ενοχική δικαιοπραξία, εν προκειμένω μια δανειακή σύμβαση.
Η Ευρωπαϊκή νομολογία επί του θέματος
Α. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η οδηγία 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτέςείναι πως, κατ’ αρχήν, όλοι οι όροι μιας σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή δύνανται να ελεγχθούν ώστε να διαπιστωθεί εάν αυτοί είναι καταχρηστικοί και ενδεχομένως να ακυρωθούν.Καθώς, όμως, η επέμβαση του νομοθέτη στο κύρος μιας συμφωνίας συνιστά ρωγμή στην αρχή της συμβατικής αυτονομίας και της ελευθερίας της βούλησης των συμβαλλομένων, θεσπίστηκαν ορισμένες εξαιρέσεις τόσο στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όσο και στην έκταση του ελέγχου των όρων της σύμβασης. Μία από τις εξαιρέσεις του πεδίου εφαρμογής συνιστά η πρόβλεψη ότι ελέγχονται μόνο οι ρήτρες που δεν απετέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης (άρθρο 3§1 της οδηγίας). Στα πλαίσια αυτής της εξαίρεσης, εξετάζεται από το ΔΕΕ, η ρήτρα αποπληρωμής σε ελβετικό φράγκο στην απόφασή τουμε αφορμή την αντιδικία των Ούγγρων δανειοληπτών Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai με τη δανείστρια Τράπεζα OTP JelzálogbankZrt.
Το εναγόμενο ουγγρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ζήτησε ο όρος της εξάρτησης της αποπληρωμής του δανείου από την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου, να εξαιρεθεί από τον έλεγχο καταχρηστικότητας εκ μέρους του εθνικού δικαστή. Εξετάστηκε, γενικά, πώς ερμηνεύονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ένας συμβατικός όρος να εκφεύγει του ελέγχου του εθνικού δικαστή και, ειδικά, α) τι συνιστά κύριο αντικείμενο της σύμβασης και τι αφορά η αναλογικότητα παροχής – αντιπαροχής και β)πότε μια ρήτρα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.Συνοπτικά, το Δικαστήριο με την απάντησή του σταερωτήματα, αφενός παρέσχε στον εθνικό δικαστή τα κριτήρια για να κρίνει εάν η ρήτρα αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης, αφετέρου απέρριψε την υπαγωγή της ρήτρας στην κατηγορία των όρων της σύμβασης που αφορούν τη δυσαναλογία παροχής / αντιπαροχής. Ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε επομένως να καταλήξει εναλλακτικά σε δύο κρίσεις για την επίδικη ρήτρα: είτε ότι αυτή δεν συνιστά ουσιώδη όρο της σύμβασης και επομένως να την ελέγξει για τον καταχρηστικό της χαρακτήρα, είτε ότι αυτή συνιστά ουσιώδη όρο της σύμβασης και επομένως να εξετάσει εάν η ρήτρα είχε διατυπωθεί με τρόπο σαφή και κατανοητό. Επιπλέον, αποφάσισε το ΔΕΕ ότι ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει αν ο καταναλωτής μπορούσε όχι μόνο να πληροφορηθεί την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος, αλλά και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η εφαρμογή της ρήτρας συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον υπολογισμό των δόσεων των οποίων θα είναι ο τελικός υπόχρεος και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψους του δανείου του. Προς το σκοπό αυτό το Δικαστήριο υποδεικνύει ως κριτήριο για το εάν η ρήτρα ήταν διατυπωμένη με τρόπο σαφή και εύληπτο, τόσο στο πλαίσιο της διαφήμισης όσο και στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης του δανείου, την πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής προς τον μέσο καταναλωτή. Μέσος καταναλωτής εν πάση περιπτώσει θεωρείται αυτός που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.
Τέλος, το Δικαστήριο απαντά στο ερωτών ουγγρικό δικαστήριο ότι η ρήτρα συμβάσεως δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα και συναφθέντος μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, η οποία δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και η οποία προβλέπει ότι το ποσό των δόσεων αποπληρωμής του δανείου υπολογίζεται στη βάση της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος την ημέρα της αποπληρωμής, μπορεί να εξεταστεί για την καταχρηστικότητά της ως μη απτόμενη της αναλογικότητας της αμοιβής της παρεχόμενης υπηρεσίας. Το εάν αυτή αφορά το ουσιαστικό αντικείμενο της σύμβασης και το εάν έχει διατυπωθεί με σαφήνεια, ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή να το κρίνει. Εφόσον ο εθνικός δικαστής κρίνει ότι η ρήτρα δεν υπάγεται στην εξαίρεση μπορεί να εξεταστεί για την καταχρηστικότητά της, το ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην αντικατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας με διάταξη ενδοτικού δικαίου που επιτρέπει την αποκατάσταση της ουσιαστικής ισότητας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.
Β. Εσωτερικές Ευρωπαϊκές Νομοθεσίες
Το εναγόμενο ουγγρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ζήτησε ο όρος της εξάρτησης της αποπληρωμής του δανείου από την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου, να εξαιρεθεί από τον έλεγχο καταχρηστικότητας εκ μέρους του εθνικού δικαστή. Εξετάστηκε, γενικά, πώς ερμηνεύονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ένας συμβατικός όρος να εκφεύγει του ελέγχου του εθνικού δικαστή και, ειδικά, α) τι συνιστά κύριο αντικείμενο της σύμβασης και τι αφορά η αναλογικότητα παροχής – αντιπαροχής και β)πότε μια ρήτρα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.Συνοπτικά, το Δικαστήριο με την απάντησή του σταερωτήματα, αφενός παρέσχε στον εθνικό δικαστή τα κριτήρια για να κρίνει εάν η ρήτρα αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης, αφετέρου απέρριψε την υπαγωγή της ρήτρας στην κατηγορία των όρων της σύμβασης που αφορούν τη δυσαναλογία παροχής / αντιπαροχής. Ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε επομένως να καταλήξει εναλλακτικά σε δύο κρίσεις για την επίδικη ρήτρα: είτε ότι αυτή δεν συνιστά ουσιώδη όρο της σύμβασης και επομένως να την ελέγξει για τον καταχρηστικό της χαρακτήρα, είτε ότι αυτή συνιστά ουσιώδη όρο της σύμβασης και επομένως να εξετάσει εάν η ρήτρα είχε διατυπωθεί με τρόπο σαφή και κατανοητό. Επιπλέον, αποφάσισε το ΔΕΕ ότι ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει αν ο καταναλωτής μπορούσε όχι μόνο να πληροφορηθεί την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος, αλλά και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η εφαρμογή της ρήτρας συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον υπολογισμό των δόσεων των οποίων θα είναι ο τελικός υπόχρεος και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψους του δανείου του. Προς το σκοπό αυτό το Δικαστήριο υποδεικνύει ως κριτήριο για το εάν η ρήτρα ήταν διατυπωμένη με τρόπο σαφή και εύληπτο, τόσο στο πλαίσιο της διαφήμισης όσο και στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης του δανείου, την πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής προς τον μέσο καταναλωτή. Μέσος καταναλωτής εν πάση περιπτώσει θεωρείται αυτός που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.
Τέλος, το Δικαστήριο απαντά στο ερωτών ουγγρικό δικαστήριο ότι η ρήτρα συμβάσεως δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα και συναφθέντος μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, η οποία δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και η οποία προβλέπει ότι το ποσό των δόσεων αποπληρωμής του δανείου υπολογίζεται στη βάση της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος την ημέρα της αποπληρωμής, μπορεί να εξεταστεί για την καταχρηστικότητά της ως μη απτόμενη της αναλογικότητας της αμοιβής της παρεχόμενης υπηρεσίας. Το εάν αυτή αφορά το ουσιαστικό αντικείμενο της σύμβασης και το εάν έχει διατυπωθεί με σαφήνεια, ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή να το κρίνει. Εφόσον ο εθνικός δικαστής κρίνει ότι η ρήτρα δεν υπάγεται στην εξαίρεση μπορεί να εξεταστεί για την καταχρηστικότητά της, το ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην αντικατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας με διάταξη ενδοτικού δικαίου που επιτρέπει την αποκατάσταση της ουσιαστικής ισότητας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.
Β. Εσωτερικές Ευρωπαϊκές Νομοθεσίες
Κατ’ εφαρμογή του παραπάνω άξονα από το ΔΕΕ, οι εθνικές έννομες τάξεις των Ευρωπαϊκών κρατών προσέγγισαν το ζήτημα των δανειακών συμβάσεων με ρήτρα ελβετικού φράγκου με ασυνήθιστα πρωτοποριακό τρόπο και πάντα σε σχέση με την καταχρηστικότητα ή μη της ρήτρας σε σχέση με το γενικότερο δικαίωμα πληροφόρησης του καταναλωτή και την υπέρμετρη ζημία που η ισχύς της ρήτρας προκαλεί στον καταναλωτή ως αποτέλεσμα. Μία τέτοια προσέγγιση δόθηκε από το Δικαστήριο της Ρουμανίας τον Ιούνιο του 2015 οπότε και το Δικαστήριο διέταξε την αποπληρωμή δανείου σε ελβετικά φράγκα με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης του δανείου και ομοίως αποφασίστηκε από το Ανώτατο Ισπανικό Δικαστήριο σε υπόθεση του Οκτωβρίου 2015. Πιο συγκεκριμένα, το Ισπανικό Δικαστήριο πάει τη σκέψη αυτή ένα βήμα παρακάτω καθώς καταλήγει στο σκεπτικό της απόφασής του ότι το δάνειο σε ξένο νόμισμα είναι ένα παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο που σχετίζεται με συνάλλαγμα.
Ειδικότερα το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας στο σκεπτικό της απόφασής του σχετικά με τη φύση της εν λόγω δικαιοπραξίας, αναφέρει ότι οι κίνδυνοι αυτοί του χρηματοδοτικού μέσου υπερβαίνουν εκείνες του μεταβλητού επιτοκίου των στεγαστικών δανείων σε ευρώ που ζητείται καθώς, εκτός από τον κίνδυνο μεταβολής των επιτοκίωνυπάρχει και ο κίνδυνος της διακύμανσης του νομίσματος.Επιπροσθέτως αναφέρει ότι η τράπεζα, ως προς την συμπερίληψη της εν λόγω ρήτρας παραβίασε τις υποχρεώσεις της που επιβάλλονται από την οδηγία MiFID, ιδίως εκείνων που αφορούν την ενημέρωση των πελατών, με κατανοητό τρόπο, τη φύση και τους κινδύνους του συγκροτήματος των παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων που υπέγραφαν. Καταλήγει τέλος ότι οι γενικοί και ειδικοί κανόνες επιβάλλουν στην τραπεζική οντότητα να φέρει το βάρος απόδειξης (τεκμήριο) ότι ο πελάτης δεν έχει επαρκή γνώση του προϊόντος για το οποίο συμβάλλεται με το πιστωτικό ίδρυμα και των συναφών κινδύνων, η οποία θα καταστήσει πλημμελή τη συναίνεση.
Περαιτέρω, από την ενδελεχή μελέτη της φύσης των εν λόγω δανειακών συμβάσεων προκύπτει όχι μόνο έλλειμμαενημέρωσης των δανειοληπτών κατά το προσυμβατικό στάδιο το οποίο όφειλαν να παράσχουν τα χρηματοπιστωτικάιδρύματα σχετικά με τους κινδύνους και την ιδιαιτερότητα των χορηγηθέντων δανείων αλλά και μία σειρά παράνομωνκαι καταχρηστικών όρων οι οποίοι έχουν κριθεί παράνομοι και καταχρηστικοί κατά νόμο και νομολογία εδώ και πολλάχρόνια και οι οποίοι όροι ενσωματώθηκαν κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου στις τελικές δανειακές συμβάσεις οιοποίες υπεγράφησαν από τους δανειολήπτες.
Ενδεικτικά αναφέρεται η ασάφεια και η αοριστία του τιμήματος, ηδυσαναλογία παροχής του προμηθευτή (τράπεζα) και αντιπαροχής του καταναλωτή (δανειολήπτης). Ακόμη δηλαδή κι εάν είχε υπάρξει στοιχειωδώς μία προφορική ενημέρωση για το συναλλαγματικόκίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένα τα χορηγηθέντα δάνεια αυτό από τους προστηθέντες υπαλλήλους των πιστωτικών ιδρυμάτων, τούτο από μόνο του δεν αρκεί για να αναιρέσει τη μερική ακυρότητα των εν λόγωσυμβάσεων.
Επομένως βλέπουμε πως η κυρίαρχη τάση στις εθνικές νομοθεσίες είναι η υπαγωγή της ρήτρας στον έλεγχο καταχρηστικότητας και η επιγενόμενη μερική ακύρωση της σύμβασης ως προς τον συγκεκριμένο όρο. Μία από τις χώρες στις οποίες παρατηρείται παρόμοια τάση είναι και η Ελλάδα.
Γ. Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο στην εθνική έννομη τάξη
Στην Ελλάδα ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας γιαανατίμηση του ελβετικού φράγκου τον Ιανουάριο του 2015 κατέστη πλήρως αντιληπτό από τα ελληνικά δικαστήριατο πρόβλημα που ήδη αντιμετωπίζουν από το 2010 οι δανειολήπτες σε ξένο νόμισμα . Αυτό προκύπτει από μία σειράθετικών δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται τόσο σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων, όσο και σε επίπεδο αγωγών σταπρωτοβάθμια δικαστήρια τα οποία υιοθετούν ταπροαναφερθέντα νομικά επιχειρήματα περί παράνομων, καταχρηστικών όρων, αδικοπρακτικής ευθύνης τωνιδρυμάτων και διατάσσουν την αποπληρωμή των δανειακών οφειλών με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ- ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την ημερομηνία της εκταμίευσης των δανείων αυτών μέχρι και την ολοσχερήεξόφληση τους.
Ξεκινώντας από την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης το έτος 2014, παγιώθηκε ότι ο οφειλέτης πλέον αποπλήρωνε τις δόσεις του με βάση την αρχική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, πετυχαίνοντας μια σταθερότητα ως προς το υπολειπόμενο κεφάλαιο και τις δόσεις του. Παρόλα αυτά, δεν γινόταν δεκτό ότι η ύπαρξη της καταχρηστικής ρήτρας θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να επιφέρει ολική ακυρότητα μιας δανειακής σύμβασης.
Η πρωτοφανής αυτή αλλαγή ήρθε από Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, με την υπ' αριθμ. 3789/2015 απόφασή του που ανέτρεψε τα μέχρι σήμερα δεδομένα σε αυτές τις υποθέσεις, κάνοντας ένα τολμηρό βήμα μπροστά και ακυρώνοντας πλήρως την δανειακή σύμβαση σε ελβετικό φράγκο.
Το Δικαστήριο δέχθηκε εν περιλήψει τα εξής:
• Ότι οι δανειολήπτες σύναψαν σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο διότι βασίστηκαν στα λεγόμενα της τράπεζας περί σταθερής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν με προσδοκία να παραμένει στα ίδια επίπεδα και στο μέλλον σε συνδυασμό με το χαμηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο που προσέφερε σε σχέση με τα δάνεια σε ευρώ.
• Ότι οι δανειολήπτες σύναψαν σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο διότι βασίστηκαν στα λεγόμενα της τράπεζας περί σταθερής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν με προσδοκία να παραμένει στα ίδια επίπεδα και στο μέλλον σε συνδυασμό με το χαμηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο που προσέφερε σε σχέση με τα δάνεια σε ευρώ.
• Ότι οι δανειολήπτες δεν αντιλήφθηκαν την επίρριψη σε αυτούς από την τράπεζα του συναλλαγματικού κινδύνου αλλά και ότι ακόμη κι αν τον αντιλήφθηκαν δε αντιλήφθηκαν τις συνέπειες που θα είχε σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού εξ υπαιτιότητας της τράπεζας, η οποία παραβίασε εμφανώς την υποχρέωση της για εξειδικευμένες πληροφορίες με παραδείγματα ώστε να αντιληφθούν εμπράκτως την πορεία του δανείου τους σε βάθος χρόνου και να αποφασίσουν αν τους συμφέρει ή όχι.
• Ότι η τράπεζα αφ' ενός παρέλειψε να ενημερώσει αυτούς επαρκώς για τον αντίκτυπο της αλλαγής της ισοτιμίας ως προς το ποσό του κεφαλαίου του δανείου και ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη μπορεί να εξαφανίσει τα οφέλη του μικρότερου επιτοκίου αφ' ετέρου δε τους καλλιέργησε την προσδοκία σταθερότητας της ισοτιμίας, υπερτονίζοντας το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να μην αντιληφθούν τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν όσον αφορά την σχέση παροχής-αντιπαροχής.
• Ότι οι προδιατυπωμένοι από την τράπεζα δανειακοί όροι με τους οποίους επιρρίφθηκε στους δανειολήπτες ο συναλλαγματικός κίνδυνος είναι αόριστοι και ασαφείς, ανήκουν στους Γ.Ο.Σ. και ως εκ τούτου καταχρηστικοί και άκυροι. Και τούτο διότι δεν παρουσιάζουν με τρόπο σαφή και ορισμένο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στην σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες μηχανισμού της μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να διαγνώσουν εκ των προτέρων τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου σε περίπτωση διαφοροποίησης της ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου.
• Ότι ο όρος της επίρριψης του συναλλαγματικού κινδύνου στον δανειολήπτη συνδέεται άρρηκτα με το χαμηλότερο επιτόκιο, διαφορετικά θα υπήρχε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη ωφέλεια της μιας πλευράς ήτοι των δανειοληπτών σε σχέση με τα δάνεια σε ευρώ.
• Ότι η ακυρότητα των ανωτέρω όρων συμπαρασύρει σε ακυρότητα όλη την σύμβαση διότι αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άκυροι όροι τα δύο μέρη δεν θα επιχειρούσαν την συγκεκριμένη δικαιοπραξία αλλά απέβλεπαν σε αυτήν ως ενιαίο σύνολο.
Μια πρόσφατη απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιώς ( 619/2016), τελικώς, επανέρχεται στην αρχική τάση της ελληνικής νομολογία ως προς τη μερική ακυρότητα της δανειακής σύμβασης αιτία καταχρηστικής ρήτρας, φαίνεται όμως πως το σκεπτικό της απόφασης αυτής ακολουθεί περισσότερο το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 3789/2015, δείχνοντας πως ο έλεγχος καταχρηστικότητας της ρήτρας γίνεται σταδιακά περισσότερο ενδελεχής και προσανατολισμένος στην επαρκή προστασία του δανειολήπτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου