Επιμέλεια: Λεωνίδας Χ. Στάμος
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΒΑΦΤΙΖΕΤΑΙ ΨΑΡΙ, ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΘΕ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΒΑΦΤΙΣΤΕΙ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Ο βασικότερος πυλώνας του
διεθνούς δικαίου προστασίας των Προσφύγων είναι η Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 περί του Καθεστώτος
των Προσφύγων, που τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 και το
σχετικό Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967.Η
σύμβαση αυτή περιλαμβάνει τους ορισμούς του Πρόσφυγα και τα ελάχιστα κριτήρια
μεταχείρισης όσων τους απονέμεται το καθεστώς του Πρόσφυγα.
Παράλληλα, η Οικουμενική
Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 και οι τέσσερις συμβάσεις της
Γενεύης του 1949 για το ανθρωπιστικό δίκαιο (προστασία άμαχου πληθυσμού,
προστασία θυμάτων ένοπλης σύρραξης κλπ.) συμπληρώνουν μαζί με διάφορες περιφερειακές
και διεθνείς διακηρύξεις και συνθήκες τους κανόνες διεθνούς δικαίου που
αντιμετωπίζουν τις ανάγκες προστασίας των προσφύγων στο πλαίσιο των ευρύτερων
μηχανισμών του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Η Σύμβαση του 1951 και το σχετικό
Πρωτόκολλο του 1967 αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού
καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων.
Η Σύμβαση μαζί με το Πρωτόκολλο
ορίζουν ποιοι θεωρούνται πρόσφυγες και τις ρήτρες παύσης και αποκλεισμού του
καθεστώτος του πρόσφυγα. Επίσης, τα διεθνή αυτά θεσμικά κείμενα,
περιέχουν διατάξεις για το νομικό καθεστώς των προσφύγων στις χώρες που τους
παρέχουν άσυλο, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, αλλά και για τις
υποχρεώσεις των χωρών που κυρώνουν τη Σύμβαση και τη λειτουργία της Ύπατης
Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες.
Η παροχή «διεθνούς προστασίας»
περιλαμβάνει την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα και του καθεστώτος της
επικουρικής προστασίας.
Για να θεωρηθεί κάποιος πρόσφυγας
ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία θα πρέπει να του αναγνωριστεί
«καθεστώς πρόσφυγα» ή «καθεστώς επικουρικής προστασίας» αντίστοιχα, αφού πρώτα
υποβληθεί και αξιολογηθεί η «αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας». Από τη
χρονική στιγμή της υποβολής αίτησης και μέχρι την οριστική απόφαση για αναγνώριση
του «καθεστώς πρόσφυγα» ή «καθεστώς επικουρικής προστασίας» το άτομο
χαρακτηρίζεται ως «αιτών άσυλο».
Η Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της
29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και
το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως προσφύγων ή ως προσώπων
που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, έχει ως στόχο να
διασφαλίσει αφενός, ότι τα κράτη µέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον
προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας και, αφετέρου,
ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν πρόσβαση σε ελάχιστο επίπεδο παροχών σε όλα τα
κράτη µέλη.
Πολιτικοί Πρόσφυγες
Σύμφωνα με τον ορισμό της
Σύμβασης της Γενεύης του 1951 «Πρόσφυγας είναι κάθε άτομο που έχει βάσιμο και
δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε
ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, πολιτικών πεποιθήσεων, βρίσκεται εκτός της χώρας
καταγωγής του και δεν μπορεί ή δε θέλει να υπαχθεί στην προστασία της χώρας
αυτής ή να επιστρέψει σε αυτή λόγω φόβου δίωξης».
Ο ίδιος ορισμός υιοθετείται και
στην Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση
ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων
χωρών ή των απατρίδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς
προστασίας για άλλους λόγους, όπου «πρόσφυγας» είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο
οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας,
πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ευρίσκεται
εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου
αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας, ή ο
ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους
διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω
του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν.
Για να θεωρηθεί κάποιος πρόσφυγας
θα πρέπει να του αναγνωριστεί το «καθεστώς πρόσφυγα», αφού πρώτα υποβληθεί και
αξιολογηθεί η «αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας».
Συμπληρωματική Προστασία
Με τη Σύμβαση της Γενεύης του
1951 πέραν του καθεστώτος του πρόσφυγα παραχωρείται κι ένα δεύτερο, αυτό της
συμπληρωματικής προστασίας (ή επικουρικής). Σύμφωνα με το παραπάνω καθεστώς,
ένας άνθρωπος δεν διώκεται προσωπικά αλλά ως μέλος μιας ομάδας-κοινότητας και
έχει ανάγκη προστασίας επειδή, αν επέστρεφε στην πατρίδα του, η ζωή του θα
βρισκόταν σε κίνδυνο, λόγω στρατιωτικής σύρραξης, γενικευμένης βίας ή και
εκτεταμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε αυτήν την κατηγορία,
εντάσσονται συνήθως οι Κούρδοι του Ιράν και Παλαιστίνιοι του Ιράκ.
Κατά τη
διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία ή και σε άλλες περιοχές του κόσμου όπου
συνέβησαν μαζικοί εκτοπισμοί πληθυσμών, ο ΟΗΕ αναγνώρισε σε αυτούς το δικαίωμα
συμπληρωματικής προστασίας.
Ανθρωπιστικό Καθεστώς
Εκτός από τους αναγνωρισμένους
πρόσφυγες, τα τελευταία κυρίως χρόνια στο πλαίσιο μιας διασταλτικής ερμηνείας
των διεθνών κανόνων προστασίας και της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990
αναζήτησης ασφαλούς καταφυγίου στη Δυτική Ευρώπη από χιλιάδες ανθρώπους από την
πρώην Γιουγκοσλαβία, αναγνωρίστηκαν δικαιώματα και σε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων
με τη μορφή της ανθρωπιστικής κάλυψης που συνεπάγεται χορήγηση σε προσωρινή
βάση δικαιωμάτων παραμονής και προστασίας ανάλογα με αυτά των προσφύγων.
Πρόκειται για άτομα, τα οποία δεν καλύπτονται, με τη στενή έννοια του όρου, από
τη Σύμβαση της Γενεύης, αλλά η πραγματική τους κατάσταση τους εντάσσει στην
κατηγορία των προσφύγων.
Συνήθη αίτια είναι οι τοπικοί πόλεμοι, οι οικολογικές
συνθήκες, ο λιμός, δηλαδή αίτια τα οποία συμβαίνουν στη χώρα προέλευσης, αλλά
και η απορριφθείσα αίτηση ή μη υποβληθείσα αίτηση ασύλου, δηλαδή αίτια που
δημιουργούνται στη χώρα υποδοχής. Πολλές χώρες θεσμοθέτησαν γι’ αυτήν την
κατηγορία ένα εναλλακτικό καθεστώς προστασίας, γνωστότερο ως «ανθρωπιστικό
καθεστώς», που διέπεται από το χαρακτηριστικό της προσωρινότητας, το οποίο
μπορεί μεν να προσφέρει γρήγορη επίλυση προβλημάτων σε ορισμένες κατηγορίες
προσφύγων, αλλά ενέχει τον κίνδυνο της αποδυνάμωσης της προσφυγικής ιδιότητας
κατά τη σύμβαση της Γενεύης και του καθορισμού του χρόνου παραμονής από τη χώρα
υποδοχής.
Η προσέγγιση που αναπτύχθηκε και εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα π.χ.
για τους προερχόμενους από το Ιράκ ή την Παλαιστίνη, βασίζεται στην παροχή
προστασίας, αλλά και μιας σειράς δικαιωμάτων στα πρόσωπα αυτά, μέχρις να
γίνει εφικτή η ασφαλής επιστροφή τους στην πατρίδα τους.
Αιτούντες Άσυλο
Ως αιτούντες άσυλο θεωρούνται τα
πρόσωπα των οποίων η αίτησή τους για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα
δεν έχει κριθεί ακόμη, συμπεριλαμβάνοντας και αυτούς που δεν έχουν ακόμη
υποβάλλει αίτηση, αλλά προτίθενται να το κάνουν.
Με την υποβολή αιτήματος ασύλου,
ο αλλοδαπός αποκτά το καθεστώς του αιτητή ασύλου και όχι του πρόσφυγα. Ωστόσο,
ένα πρόσωπο είναι πρόσφυγας σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 από τη στιγμή που
συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του σχετικού ορισμού. Μετά την ολοκλήρωση της
διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος για άσυλο, δεν γίνεται κανείς πρόσφυγας
εξαιτίας της αναγνώρισης, αλλά αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας επειδή είναι.
Περαιτέρω, σε επίπεδο Κοινοτικού Δικαίου, σύμφωνα με την Οδηγία 2003/9/ΕΚ του
Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003, κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο
οποίος έχει υποβάλει αίτηση ασύλου, επί της οποίας δεν έχει ληφθεί οριστική
απόφαση θεωρείται ως «αιτών άσυλο». Το άσυλο αποτελεί μία μορφή προστασίας που
χορηγεί ένα κράτος στην επικράτειά του, η οποία βασίζεται πρώτον στην αρχή της
«μη επαναπροώθησης», σύμφωνα με την οποία ο αιτών άσυλο δεν θα εκδιωχθεί ούτε
θα απελαθεί και δεύτερον στα διεθνώς ή εθνικώς αναγνωρισμένα δικαιώματα των
προσφύγων.
Πρόσφυγας και Μετανάστης. Ποια η διαφορά;
Οι πρόσφυγες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εστία τους επειδή
απειλείται η ζωή ή η ελευθερία τους∙ αν επιστρέψουν στον τόπο τους, πολλές
φορές κινδυνεύει η ίδια τους η ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν δικαίωμα να κάνουν
αίτηση για άσυλο σε μια άλλη χώρα, δηλαδή να ζητήσουν προστασία και να
αναγνωριστούν ως πρόσφυγες. Όσο περιμένουν να εξεταστεί το αίτημά τους
ονομάζονται αιτούντες άσυλο. Η προσφυγική ιδιότητα και κατάσταση δεν είναι
μόνιμες. Όταν εκλείψουν οι λόγοι φόβου δίωξης, αρκετοί πρόσφυγες
επιστρέφουν στην πατρίδα τους, προσπαθώντας να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και
χρόνο. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο εθελοντικός επαναπατρισμός δεν
είναι εφικτός και οι πρόσφυγες καλούνται να κάνουν ένα νέο, πλην δύσκολο,
ξεκίνημα ζωής στη χώρα υποδοχής.
Οι μετανάστες ωθούνται από τη φτώχεια και την ανέχεια να αφήσουν τη
χώρα τους με σκοπό να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους∙ αν αποφασίσουν
να γυρίσουν πίσω, θα συνεχίσουν να έχουν την προστασία της πατρίδας τους.
Ορισμένες φορές γίνεται επίκληση του ασύλου από άτομα που δεν είναι πρόσφυγες
με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η σχετική με το άσυλο διαδικασία.
Η διαφορά του πρόσφυγα με τον παράτυπο μετανάστη είναι ότι
ενώ ο πρόσφυγας μπορεί να βρέθηκε στα σύνορα χωρίς τα απαραίτητα χαρτιά, που
πιστοποιούν την ταυτότητά του, δεν επιδιώκει την παράνομη είσοδο στη χώρα από
αφύλακτες διαβάσεις, αλλά τη νόμιμη είσοδο και την εξασφάλιση του ασύλου.
Αντίθετα,επιδίωξη του παράτυπου μετανάστη είναι να εισέλθει στη χώρα με τρόπο
μη νόμιμο ανεξάρτητα από τους λόγους που τον οδηγούν σε μια τέτοια πράξη.
Πηγή: http://www.asylumaware.eu/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου