Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
Και για να δημιουργηθεί χρειάζονται νέες, παραγωγικές επενδύσεις, δηλαδή εισαγωγές τεχνολογικού εξοπλισμού, που απαιτούν ισχυρό νόμισμα και αξιόχρεο τραπεζικό σύστημα !!!
Η Ελλάδα εισάγει 1.500.000 αυγά ημερησίως !!!
Η ιστορία μας πάει δύο χρόνια πίσω στο 2013 όπου, με περίπου ένα εκατ. ευρώ επιδότησε η ΕΕ την εξαγωγή αυγών Βουλγαρίας σε Ελλάδα και Ρουμανία για την τριετία 2014-2017.
Συνολικά 22 προγράμματα ενέκρινε τον Απρίλιο του 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο την προώθηση αγροτικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τρίτες χώρες.
Μεταξύ αυτών ήταν και το πρόγραμμα προώθησης αυγών από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα και τη Ρουμανία, σύμφωνα με όσα μετέδωσε το ιδιωτικό πρακτορείο ειδήσεων της Σόφιας «Novinite».
Σύμφωνα με την ειδησεογραφία της ίδια εποχής το 1/3 των αυγών που κυκλοφορούσαν από τότε στην εσωτερική αγορά, αν και χαρακτηρίζονται ως παραγωγή της χώρας μας, ήταν προελεύσεως Τουρκίας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας.
Σύμφωνα με αποκλειστικά στοιχεία του Reporter, από τα 900 εκατ. αυγά που είναι η συνολική εγχώρια παραγωγή, το 1/3 δηλαδή τα 300 εκατ. αυγά έχουν παράνομα ελληνοποιηθεί. Φαινόμενο που όπως τόνιζε τότε μέλος της Ένωσης Αυγοπαραγωγών Ελλάδος, τα τελευταία χρόνια έχει λάβει και λόγω της οικονομικής κρίσης τρομακτικές διαστάσεις.
Κατά την ίδια πηγή, κάποιες μικρές μονάδες διέκοψαν την λειτουργία τους, καθώς δεν διέθεταν τα απαιτούμενα κεφάλαια να προσαρμοστούν στα ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ άλλοι παραγωγοί προκειμένου να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος μείωσαν στο μισό την παραγωγή τους, καλύπτοντας το κενό με παράνομες φθηνές εισαγωγές.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι πριν από μία πενταετία, για την εγχώρια παραγωγή χρησιμοποιούνταν 5,5 εκατ. κότες οι οποίες απέδιδαν 1,5 δις. αυγά, ενώ σήμερα μιλάμε για 3 εκατ. κότες οι οποίες αποδίδουν 900 εκατ. αυγά. Οι ποσότητες αυτές όμως, δεν επαρκούν για την εγχώρια κατανάλωση- άμεση ή έμμεση μέσω των τροφίμων, της ζαχαροπλαστικής κλπ.- που ανέρχεται στα 2 εκατ. αυγά με την κατά κεφαλήν κατανάλωση να διαμορφώνεται στα 140 αυγά.
Σε ρεπορτάζ της Κυριακάτικης Κόντρα News στο πρωτοσέλιδο αναφέρει: Εισάγουμε την ημέρα στην Ελλάδα 1,5 εκατ. Αυγά. Αν είναι δυνατόν.
Και να ήταν μόνο τα αυγά;
Σας παραθέτουμε κι άλλα προϊόντα τα οποία αθρόα εισάγουμε, εμείς σαν μια χώρα που στήριζε την διατροφή της στην ντόπια παραγωγή.
Δείτε λοιπόν:
Φακές. Παράγουμε 7.500 τόνους και εισάγουμε άλλες 10.000 τόνους, για να καλύψουμε τις εγχώριες ανάγκες.
Χοιρινό κρέας. Παράγουμε 111.000 τόνους, αλλά καταναλώνουμε 290.000 τόνους.
Φασόλια. Τρώμε 35.000 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν οι 24.000 είναι εισαγωγής.
Μαλακό σιτάρι. Από το ένα εκατομμύριο τόνους που απαιτείται για τον άρτον τον επιούσιον η Ελλάδα παράγει μόλις 351.000 τόνους.
Βόειο κρέας. Από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως, μόλις 20.000 τόνοι παράγονται στην Ελλάδα.
Ακόμα και τροφές της μεσογειακής διατροφής, όπως τα όσπρια, προέρχονται κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό. Η εγχώρια παραγωγή οσπρίων υπολογίζεται στους 10.000 τόνους, ενώ η κατανάλωση στους 45.000 τόνους.
Συγκεκριμένα, το 90-95% της φακής που καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά προέρχεται από Καναδά, ΗΠΑ και Τουρκία, το 65-70% των ρεβιθιών προέρχεται από το Μεξικό και την Τουρκία, ενώ το 55-60% των φασολιών εισάγεται από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αλβανία και την Αργεντινή.
Κι όλα αυτά σε μια αγορά που έχει να παρουσιάσει όσπρια, όπως η φακή Φαρσάλων, τα φασόλια Πρεσπών, τα ρεβίθια Λισβορίου ή τη φάβα Σαντορίνης.
Η εγκατάλειψη των εν λόγω καλλιεργειών ξεκίνησε στις δεκαετίες ’60-’70, όταν οι αγρότες στράφηκαν σε σιτάρι και βαμβάκι και επιδεινώθηκε από το υψηλό κόστος παραγωγής, τις χαμηλές τιμές παραγωγού, την έλλειψη οικονομικής ενίσχυσης και τις χαμηλές τιμές των εισαγόμενων προϊόντων.
Πηγαίνοντας σε άλλα προϊόντα τι να πει κανείς για εισαγωγές αγελαδινού γάλακτος, πατάτες, ζάχαρη και τυροκομικά.
Η Ελλάδα παραμένει μαζικός εισαγωγέας αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, ενώ η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και να «φρενάρει» τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο.
Αυτό πρέπει να αλλάξει και οι Έλληνες της κρίσης να απαιτήσουν πια από τους λαλίστατους αλλά στατικούς και θεωρητικούς υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης να δώσουν κίνητρα για την αναζωπύρωση της παραγωγής και των δικτύων προμήθειας, έστω και μέσω κοινωνικών δράσεων (παζάρια χωρίς άδειες, πλανόδιοι, κοινωνική αλληλεγγύη) να διοχετεύουν τα ελληνικά προϊόντα στους καταναλωτές, σπάζοντας ουσιαστικά τα κυκλώματα διανομής τα οποία καπελώνουν αβέρτα την κατανάλωση και αποζητούν να την στραγγίζουν με προσφορές (δήθεν), ετικέτες χωρίς αντίκρισμα και δικλείδες ασφαλείας όπου οι μεσάζοντες αντί να μειώνονται και πληθαίνουν.
Συνολικά 22 προγράμματα ενέκρινε τον Απρίλιο του 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο την προώθηση αγροτικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τρίτες χώρες.
Μεταξύ αυτών ήταν και το πρόγραμμα προώθησης αυγών από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα και τη Ρουμανία, σύμφωνα με όσα μετέδωσε το ιδιωτικό πρακτορείο ειδήσεων της Σόφιας «Novinite».
Σύμφωνα με την ειδησεογραφία της ίδια εποχής το 1/3 των αυγών που κυκλοφορούσαν από τότε στην εσωτερική αγορά, αν και χαρακτηρίζονται ως παραγωγή της χώρας μας, ήταν προελεύσεως Τουρκίας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας.
Σύμφωνα με αποκλειστικά στοιχεία του Reporter, από τα 900 εκατ. αυγά που είναι η συνολική εγχώρια παραγωγή, το 1/3 δηλαδή τα 300 εκατ. αυγά έχουν παράνομα ελληνοποιηθεί. Φαινόμενο που όπως τόνιζε τότε μέλος της Ένωσης Αυγοπαραγωγών Ελλάδος, τα τελευταία χρόνια έχει λάβει και λόγω της οικονομικής κρίσης τρομακτικές διαστάσεις.
Κατά την ίδια πηγή, κάποιες μικρές μονάδες διέκοψαν την λειτουργία τους, καθώς δεν διέθεταν τα απαιτούμενα κεφάλαια να προσαρμοστούν στα ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ άλλοι παραγωγοί προκειμένου να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος μείωσαν στο μισό την παραγωγή τους, καλύπτοντας το κενό με παράνομες φθηνές εισαγωγές.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι πριν από μία πενταετία, για την εγχώρια παραγωγή χρησιμοποιούνταν 5,5 εκατ. κότες οι οποίες απέδιδαν 1,5 δις. αυγά, ενώ σήμερα μιλάμε για 3 εκατ. κότες οι οποίες αποδίδουν 900 εκατ. αυγά. Οι ποσότητες αυτές όμως, δεν επαρκούν για την εγχώρια κατανάλωση- άμεση ή έμμεση μέσω των τροφίμων, της ζαχαροπλαστικής κλπ.- που ανέρχεται στα 2 εκατ. αυγά με την κατά κεφαλήν κατανάλωση να διαμορφώνεται στα 140 αυγά.
Σε ρεπορτάζ της Κυριακάτικης Κόντρα News στο πρωτοσέλιδο αναφέρει: Εισάγουμε την ημέρα στην Ελλάδα 1,5 εκατ. Αυγά. Αν είναι δυνατόν.
Και να ήταν μόνο τα αυγά;
Σας παραθέτουμε κι άλλα προϊόντα τα οποία αθρόα εισάγουμε, εμείς σαν μια χώρα που στήριζε την διατροφή της στην ντόπια παραγωγή.
Δείτε λοιπόν:
Φακές. Παράγουμε 7.500 τόνους και εισάγουμε άλλες 10.000 τόνους, για να καλύψουμε τις εγχώριες ανάγκες.
Χοιρινό κρέας. Παράγουμε 111.000 τόνους, αλλά καταναλώνουμε 290.000 τόνους.
Φασόλια. Τρώμε 35.000 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν οι 24.000 είναι εισαγωγής.
Μαλακό σιτάρι. Από το ένα εκατομμύριο τόνους που απαιτείται για τον άρτον τον επιούσιον η Ελλάδα παράγει μόλις 351.000 τόνους.
Βόειο κρέας. Από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως, μόλις 20.000 τόνοι παράγονται στην Ελλάδα.
Ακόμα και τροφές της μεσογειακής διατροφής, όπως τα όσπρια, προέρχονται κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό. Η εγχώρια παραγωγή οσπρίων υπολογίζεται στους 10.000 τόνους, ενώ η κατανάλωση στους 45.000 τόνους.
Συγκεκριμένα, το 90-95% της φακής που καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά προέρχεται από Καναδά, ΗΠΑ και Τουρκία, το 65-70% των ρεβιθιών προέρχεται από το Μεξικό και την Τουρκία, ενώ το 55-60% των φασολιών εισάγεται από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αλβανία και την Αργεντινή.
Κι όλα αυτά σε μια αγορά που έχει να παρουσιάσει όσπρια, όπως η φακή Φαρσάλων, τα φασόλια Πρεσπών, τα ρεβίθια Λισβορίου ή τη φάβα Σαντορίνης.
Η εγκατάλειψη των εν λόγω καλλιεργειών ξεκίνησε στις δεκαετίες ’60-’70, όταν οι αγρότες στράφηκαν σε σιτάρι και βαμβάκι και επιδεινώθηκε από το υψηλό κόστος παραγωγής, τις χαμηλές τιμές παραγωγού, την έλλειψη οικονομικής ενίσχυσης και τις χαμηλές τιμές των εισαγόμενων προϊόντων.
Πηγαίνοντας σε άλλα προϊόντα τι να πει κανείς για εισαγωγές αγελαδινού γάλακτος, πατάτες, ζάχαρη και τυροκομικά.
Η Ελλάδα παραμένει μαζικός εισαγωγέας αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, ενώ η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και να «φρενάρει» τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο.
Αυτό πρέπει να αλλάξει και οι Έλληνες της κρίσης να απαιτήσουν πια από τους λαλίστατους αλλά στατικούς και θεωρητικούς υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης να δώσουν κίνητρα για την αναζωπύρωση της παραγωγής και των δικτύων προμήθειας, έστω και μέσω κοινωνικών δράσεων (παζάρια χωρίς άδειες, πλανόδιοι, κοινωνική αλληλεγγύη) να διοχετεύουν τα ελληνικά προϊόντα στους καταναλωτές, σπάζοντας ουσιαστικά τα κυκλώματα διανομής τα οποία καπελώνουν αβέρτα την κατανάλωση και αποζητούν να την στραγγίζουν με προσφορές (δήθεν), ετικέτες χωρίς αντίκρισμα και δικλείδες ασφαλείας όπου οι μεσάζοντες αντί να μειώνονται και πληθαίνουν.