Γράφουν
Κυριάκος Τόμπρας * Λεωνίδας Στάμος
Κυριάκος Τόμπρας * Λεωνίδας Στάμος
Αυτό στη νομική επιστήμη ονομάζεται ΑΝΗΘΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ (αρθ. 178 ΑΚ) !!!
Για περισσότερα γράμματα........
ΚΛΙΚ ΕΔΩ :
http://www.scribd.com/doc/193167384/%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%A5%CE%A0%CE%95%CE%A1%CE%92%CE%91%CE%A3%CE%97-%CE%A3%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF-%CE%9F%CE%BC%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%91%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CE%A4%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%B6%CF%8E%CE%BD
ΔΙΑΒΑΣΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΝΑΝ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ Ή ΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΟΥ ΚΑΡΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΗ !!!
Κατά
το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, ήτοι η ΑΝΗΘΙΚΗ
ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ, είναι άκυρη.
Ως κριτήριο των χρηστών
ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου, που κατά την γενική αντίληψη
σκέπτεται και πράττει χρηστά και με σύνεση, η δε αντίθεση προς αυτά, που καθιστά τη
δικαιοπραξία άκυρη, κρίνεται από το περιεχόμενο αυτής, εν όψει και του συνόλου
των περιστάσεων που την συνοδεύουν και πάντως όχι μεμονωμένα με την λήψη δηλαδή
υπ όψιν του αιτίου που την προκάλεσε, ή του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν (ΑΠ 1522/2000, ΕφΘεσ 526/2000).
Κατά
το άρθρο 179 ΑΚ, που αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178 ΑΚ,
ΑΚΥΡΗ, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη
είναι η δικαιοπραξία με την
οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει,
να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή,
περιουσιακά ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή
δυσαναλογία προς την παροχή.
Για
να επέλθει το προβλεπόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή η ακυρότητα της σύμβασης, που είναι απόλυτη και συνεπώς
μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και να ληφθεί υπ όψιν και αυτεπαγγέλτως από
το Δικαστήριο, απαιτούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις :
- η
ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής κατά το
χρόνο κατάρτισης της σύμβασης.
Τέτοια θεωρείται εκείνη, που γίνεται
αντιληπτή από λογικό άνθρωπο, που έχει πείρα των σχετικών συναλλαγών και
υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και εύλογο, να
αποκομίσει όφελος από οικονομικού περιεχομένου σύμβαση με ζημία του άλλου,
- η
συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου, που είναι «αδήριτη» δηλαδή αδιαφορία και αμεριμνησία,
εξ αιτίας της οποίας ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τις
συνέπειες των πράξεων του και απειρία, δηλαδή έλλειψη πείρας γύρω από τη
ζωή και τις συναλλαγές, έστω και για ορισμένη κατηγορία αυτών, λόγω
ηλικίας, ελλειπούς μόρφωσης, διανοητικής κατάστασης κλπ. και
- η
εκμετάλλευση μιας τουλάχιστον των ανωτέρω καταστάσεων που να τη γνωρίζει ο
αντισυμβαλλόμενος.
Μόνη, όμως, η προφανής
δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής δεν καθιστά την σύμβαση ανήθικη, εφ όσον δεν προσδιορίζεται με
συγκεκριμένους παράγοντες, όπως είναι τα ιδιοτελή κίνητρα, ή οι ανήθικοι
σκοποί, σε συνδυασμό και με την συγκεκριμένη σύμβαση, ο ανήθικος χαρακτήρας στο
σύνολό του (Εφ Αθ 6446/90, ΑΠ 958/1988,
ΑΠ 1523/82, ΕφΠατρ 1347/90).
Εν προκειμένω, στις πάσης φύσης τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις, συντρέχουν σωρρευτικά όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις,
με αποτέλεσμα αυτές να αντιβαίνουν στα
χρηστά ήθη εν όψει του συνόλου των
περιστάσεων που τις συνοδεύουν (ΑΠ
1522/2000, ΕφΘεσ 526/2000), δηλαδή υπό του συνόλου των περιστάσεων υπό τις
οποίες αυτές έχουν καταρτιστεί, συνομολογηθεί, υπογραφεί, εκταμιευθεί και
εξυπηρετηθεί, καθιστάμενες έτσι αυτές ΑΚΥΡΕΣ, ως ΑΝΗΘΙΚΕΣ
ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ με τις οποίες οι τράπεζες, ενεργώντας με
ιδιοτελή κίνητρα, εκμεταλλεύονται την
ανάγκη, την κουφότητα και την απειρία των δανειοληπτών και
πετυχαίνουν να συνομολογήσουν και να πάρουν για τον εαυτό τους, δια των παροχών
αυτών, τα περιουσιακά ωφελήματα που
ενσωματώνοται στους τόκους και τα πάσης φύσης έξοδα αυτών, που συνιστούν τα
κύρια λειτουργικά έσοδα τους και διαμορφώνουν
άμεσα και ουσιαστικά τον κύκλο εργασιών τους, την κερδοφορία τους, την αξία της
μετοχής τους στο Χρηματιστήριο, τα μερίσματα των μετόχων τους
και τις πρόσθετες αμοιβές και τα μπόνους των στελεχών, των υπαλλήλων και των μελών των διοικητικών τους
συμβουλίων.
Τα οφελήματα δε αυτά, κατά
τις ως άνω περιστάσεις, βρίσκονται σε
φανερή δυσαναλογία προς τις παροχές, η δε ακυρότητα των τραπεζικών πιστωτικών συμβάσεων, επειδή είναι απόλυτη και συνεπώς μπορεί να
προταθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, πρέπει να λαμβάνεται υπ όψιν, αυτεπαγγέλτως, από το Δικαστήριο.
Ειδικότερα, ως προς την προϋπόθεση της ύπαρξης φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής κατά το χρόνο κατάρτισης των πιστωτικών συμβάσεων, αυτή γίνεται άμεσα αντιληπτή από τον λογικό άνθρωπο που έχει πείρα των τραπεζικών συναλλαγών και της εν γένει λειτουργίας της τραπεζικής των κλασματικών αποθεμάτων, αφού αυτή υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και εύλογο να αποκομίσει όφελος από οικονομικού περιεχομένου σύμβαση με ζημία του άλλου, επειδή οι τράπεζες αναπτύσσουν την κατά το άρθρο 106 του Συντάγματος ιδιωτική οικονομική τους πρωτοβουλία και δραστηρότητα κατά την τραπεζική των κλασματικών αποθεμάτων, στην πράξη πείθουν τους δανειολήπτες, δια της εν τοις πράγμασι τυφλής προσχώρησης αυτών σε πιστωτικές συμβάσεις προσχώρησης, στερημένοι από τις δυνατότητες ελεύθερης δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης ως προς τη διαμόρφωση τους, ήτοι βρισκόμενοι σε άνιση οικονομική και διαπραγματευτική ελευθερία, ΝΑ ΔΑΝΕΙΣΤΟΥΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ-ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΜΟΝΟ ΧΡΗΜΑΤΑ, ήτοι τα πιστωτικά υπόλοιπα μη νομισματοποιημένου χρήματος των λογαριασμών καταθέσεων του παθητικού των τραπεζών, που τηρούνται υπό τον κωδικό αριθμό 51.00 κατά το κλαδικό λογιστικό σχέδιο αυτών και, εν προκειμένω, συγκροτούνται ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ ΤΑ ΔΑΝΕΙΣΜΑΤΑ των πιστωτικών συμβάσεων και όχι από το νομισματοποιημένο, νόμιμο χρήμα της αναγκαστικής κυκλοφορίας που συγκροτείται, κατά το νομισματικό μέγεθος Μ1, μόνον από κέρματα και τραπεζογραμμάτια και, ταυτόχρονα, ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΝΑ ΕΞΟΦΛΗΣΟΥΝ ΤΟ ΔΑΝΕΙΣΜΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΑΥΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΟΝΟ ΧΡΗΜΑΤΑ, ήτοι με το νομισματοποιημένο, νόμιμο χρήμα της αναγκαστικής κυκλοφορίας, δηλαδή, κατά την έννοια του νομισματικού μεγέθους Μ1, μόνο με κέρματα και τραπεζογραμμάτια, ήτοι να εξοφλήσουν το δάνεισμα με ΜΗ ΟΜΟΕΙΔΗ, διαφορετικής ποιότητας και ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΑ της παροχής αυτού πράγματα, ρητά αποκλειομένου από το νόμο και τους ΓΟΣ των πιστωτικών συμβάσεων, κάθε άλλου νομισματικού μέσου ή μεγέθους για την απόδοση του δανείσματος, με αποτέλεσμα, η φανερή αυτή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής κατά το χρόνο συνομολόγησης των πιστωτικών συμβάσεων, να διαταράσσει σημαντικά και σε βάρος των δανειοληπτών - καταναλωτών την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, κυρίως δε λόγω παραβάσεων των υποχρεώσεων σαφήνειας και διαφάνειας ως προς τις επαγόμενες για αυτούς οικονομικές, χρηματικές και νομισματικές επιβαρύνσεις, οι οποίες επιβάλλονται δίχως τον εκ των προτέρων καθορισμό ειδικών και ευλόγων για τον καταναλωτή κριτηρίων (βλ. σχετικά ΑΠ 1219/2001).
Ακόμη, ως προς την προϋπόθεση
της συνδρομής της ανάγκης, της
κουφότητας και της απειρίας των αντισυμβαλλομένων στις πιστωτικές συμβάσεις δανειοληπτών, αυτή είναι πρόδηλη και «αδήριτη», δηλαδή αδιαφορία και
αμεριμνησία, εξ αιτίας της οποίας οι δανειολήπτες δεν
μπορούν να εκτιμήσουν τις συνέπειες των πράξεων τους και, απειρία, δηλαδή έλλειψη πείρας γύρω από
τις τραπεζικές συναλλαγές και, ειδικότερα, ως προς τη λειτουργία της τραπεζικής
των κλασματικών αποθεμάτων και της δυνατότητας των τραπεζών να καταστρατηγούν την έννοια του κλασματικού αποθέματος και της ΠΔ/ΤΕ 2560/01.04.2005 και, έτσι, να αντιστρέφουν το μηχανισμό της λειτουργίας του
τραπεζικού συστήματος και του πιστωτικού κύκλου, από ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΔΑΝΕΙΩΝ ΜΕ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΑ, ΣΕ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΑ
ΔΑΝΕΙΑ, με αποτέλεσμα, αντί το χρήμα να παράγει δάνεια, να είναι τα
δάνεια που παράγουν χρήμα, που όμως είναι κατά τα ανωτέρω μόνο λογιστικό, δηλαδή ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟ και, έτσι, να δημιουργούν λογιστικό, πλασματικό μόνο χρήμα, εκπεφρασμένο στο επίσημο νόμισμα της αναγκαστικής νομισματικής κυκλοφορίας, από τις ίδιες τις πιστωτικές συμβάσεις και το δάνεισμα που χορηγούν με αυτές στους δανειολήπτες, με τη δημιουργία ή την πίστωση
λογαριασμών καταθέσεων που τηρούνται υπό τον κωδικό αριθμό 51.00 κατά το κλαδικό λογιστικό σχέδιο αυτών και που
συγκροτούνται από το ίδιο το δάνεισμα των πιστωτικών συμβάσεων
και όχι από το νομισματοποιημένο, νόμιμο χρήμα της αναγκαστικής κυκλοφορίας,
ήτοι από κέρματα και τραπεζογραμμάτια, κατά την έννοια του νομισματικού
μεγέθους Μ1, λόγω της ελλειπούς εξειδικευμένης μόρφωσης, της γνώσης, της απαραίτητης και
αναγκαίας πληροφόρησης, της νηφάλιας, ώριμης σκέψης και της επίγνωσης του
κινδύνου του δανεισμού και της υπερχρέωσής τους, ως προς τις μελλοντικές
αρνητικές επιπτώσεις από τη σύναψη των τραπεζικών πιστωτικών συμβάσεων που αυτοί διαθέτουν ή, σε κάθε περίπτωση, που θα μπορούσαν να
διαθέτουν κατά τη σύναψη και τη συνομολόγηση τους, που είναι όμως
απαραίτητες προκειμένου να γίνουν αντιληπτά και κατανοητά τόσο ευαίσθητα,
ιδιαίτερα και εξειδικευμένα χρηματοοικονομικά και νομισματικά ζητήματα, τα
οποία δεν είναι άλλωστε γνωστά ούτε
σε τραπεζικούς υπαλλήλους και ανώτερα τραπεζικά στελέχη, σε δικηγόρους,
οικονομολόγους, φοροτέχνες, λογιστές, ούτε
ακόμη στους Δικαστές ενώ, αντιθέτως, αυτά είναι γνωστά στις τράπεζες, καθώς επίσης και στους ειδικούς
επιστήμονες και αναλυτές των χρηματοοικονομικών και της τραπεζικής, όπως προκύπτει με ασφάλεια από τις
αναφορές και τις ομολογίες :
· Του Henry Ford, με την ιστορική αναφορά του κατά τη δεκαετία του 1930 ότι : «Εάν
οι άνθρωποι κατανοήσουν πώς λειτουργεί το νομισματικό μας σύστημα, θα ξεσπάσει επανάσταση
και μάλιστα ήδη το επόμενο πρωί».
· Του Sir Josiah Stamp, Διευθυντή
της Τράπεζας της Αγγλίας την περίοδο 1928-1941, με την αναφορά του ότι : «Το
σύγχρονο τραπεζικό σύστημα δημιουργεί χρήματα απ’ το τίποτα. Η όλη διαδικασία
είναι το πιο εκπληκτικό ταχυδακτυλουργικό κόλπο που ανακαλύφθηκε ποτέ».
· Του Marriners Eccles, Πρόεδρου του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού
Συμβουλίου των ΗΠΑ, με την αναφορά του ότι : «Αν δεν υπήρχαν
χρέη στο χρηματικό μας σύστημα, δεν θα υπήρχαν καθόλου χρήματα».
·
Του Robert H. Hemphill, Διευθυντή πιστώσεων της Τράπεζας του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού
Συστήματος των ΗΠΑ στην Ατλάντα της Τζώρτζια, με την αναφορά του ότι : «Είμαστε
πλήρως εξαρτημένοι από τις εμπορικές τράπεζες. Πρέπει να δανειστεί κάποιος κάθε
δολάριο που υπάρχει στην κυκλοφορία, μετρητό ή πιστωτικό. Όσο οι τράπεζες
δημιουργούν άφθονα συνθετικά χρήματα, ευημερούμε. Αν όχι, λιμοκτονούμε».
·
Της
Τράπεζας της Αγγλίας, με την πρόσφατη έκδοση του τετράμηνου
ενημερωτικού της δελτίου μηνός Μαρτίου 2014, υπό τον τίτλο «Money
creation in the modern economy», όπου για πρώτη
φορά ομολογεί δημόσια τη δημιουργία του χρήματος από το πουθενά, αφού ρητά αναφέρει
ότι : «οι βασικές απόψεις των περισσοτέρων ανθρώπων, σε σχέση με το νομισματικό
μας σύστημα, είναι εντελώς εσφαλμένες. Ειδικότερα, τα χρήματα χωρίς αντίκρισμα, τα οποία
χρησιμοποιούμε σήμερα, δεν είναι τίποτα άλλο, από «υποσχετικές πληρωμών»
ενώ οι εμπορικές τράπεζες τα δημιουργούν από το πουθενά, με το πάτημα ενός
κουμπιού, απλά και μόνο με την παροχή δανείων.
Το αντίκρισμα, η κάλυψη καλύτερα αυτών των χρημάτων, εξασφαλίζεται αποκλειστικά και μόνο από την εμπιστοσύνη των Πολιτών, από το ότι γίνονται αποδεκτά από τους ανθρώπους, για την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών».
Το αντίκρισμα, η κάλυψη καλύτερα αυτών των χρημάτων, εξασφαλίζεται αποκλειστικά και μόνο από την εμπιστοσύνη των Πολιτών, από το ότι γίνονται αποδεκτά από τους ανθρώπους, για την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών».
·
Του Νομπελίστα Maurice Allais, με την ιστορική
αναφορά του ότι : «Η σημερινή δημιουργία χρήματος από το τίποτα γίνεται από
το τραπεζικό σύστημα και είναι πανομοιότυπη με τη δημιουργία χρήματος από τους
παραχαράκτες».
·
Του Ηλία Λεκκού,
Διευθυντή Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης και Αγορών της Τράπεζας ΠΕΙΡΑΙΩΣ και Μέλος του
Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ο οποίος στην πρόσφατη,
από Νοέμβριο 2013 μελέτη του υπό τον τίτλο «Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας μετά την κρίση», ρητά αναφέρει ότι η δημιουργία χρήματος από τις
εμπορικές τράπεζες με τη διαδικασία της χορήγησης των δανείων συνιστά «παραγωγή αέρα
κοπανιστού, ο οποίος στη συνέχεια βαφτίζεται χρήμα».
Για το λόγο αυτό άλλωστε, κατά την Αρχή
του Υπεύθυνου Δανεισμού και την υποχρέωση των τραπεζών ως προς την Ενημέρωση των Δανειοληπτών, αυτές υποχρεούνται να τηρούν κατά τη
λειτουργία τους την αρχή που έχει θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της
ΚΥΑ Ζ1-699/ΦΕΚ Β΄ 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία
2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου
2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την Κατάργηση της Οδηγίας
87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ,
αριθμ. L 133 της 22.5.2008» των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας,
Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο, κατά την
οποία και κατά κοινοτική επιταγή, όπως επίσης και κατά την παρ. 2, ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002, καθώς και με το σύνολο
του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 4,
Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση όχι μόνο να εξετάζουν την πιστοληπτική
ικανότητα και το αξιόχρεο εκάστου δανειολήπτη να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις των πιστωτικών συμβάσεων που συνομολογεί και αναλαμβάνει,
αλλά, επιπλέον, εφόσον
διαπίστωσαν και, σε κάθε περίπτωση, αφού όφειλαν να διαπιστώσουν ότι
αυτό δεν συμβαίνει, έχουν την υποχρέωση να
απέχουν από το δανεισμό ακόμη και σε βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων,
ήτοι ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΤΙζΟΥΝ τις πιστωτικές αυτές συμβάσεις, ιδιαίτερα
δε επειδή αυτές γνωρίζουν ότι ακόμη και κατά τις αναφορές της ΒΙΒΛΟΥ «………..Ο ΟΦΕΙΛΕΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΤΗ………….» και ότι,
κατά τον ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ «…………ΟΙ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΟΥΛΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ ΤΟΥΣ…………..»,
Τέλος, ως προς την προϋπόθεση της εκμετάλλευσης
μιας τουλάχιστον των ανωτέρω καταστάσεων που να τη γνωρίζει ο αντισυμβαλλόμενος δαειολήπτης,
από όλα τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα προκύπτει με ασφάλεια ότι οι τράπεζες, με τη σύναψη των πιστωτικών συμβάσεων, εκμεταλλεύονται συνειδητά, με γνώση και πρόθεση ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ εκ των ανωτέρω καταστάσεων, ήτοι γνωρίζουν και με πρόθεση εκμεταλλεύονται:
a)
την ύπαρξη της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και
αντιπαροχής κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών-πιστωτικών συμβάσεων και
b)
τη συνδρομή της ανάγκης, της κουφότητας και της απειρίας
των δανειοληπτών,
με τον ιδιοτελή σκοπό
της πραγμάτωσης ΑΜΕΣΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ΩΦΕΛΗΜΑΤΟΣ που συνίσταται
στην, δια των πιστωτικών συμβάσεων χορήγηση των ανωτέρω δανεισμάτων
και παροχών πίστης στους δανειολήπτες, αύξηση για εκάστη εξ’ αυτών, εκ της
αιτίας των πιστωτικών αυτών συμβάσεων,
του λογιστικού μεγέθους των καταθέσεων τους
και της συνολικής νομισματικής τους βάσης, κατά την έννοια του
νομισματικού μεγέθους Μ3, των λειτουργικών τους εσόδων από τους τόκους και τα λοιπά έσοδα των πιστωτικών συμβάσεων, τα κέρδη χρήσεως, τα ίδια κεφάλαια, τα μερίσματα που διανέμουν στους μετόχους
τους, τις αμοιβές και τα πάσης φύσης μπόνους των στελεχών, των υπαλλήλων τους
και των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων και, ως αποτέλεσμα αυτών, την
αξία και την απότίμηση των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο,
προς όφελος των μετόχων τους, σκοπό τον οποίο ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ δημιουργώντας τη λεγόμενη «φούσκα δανεισμού και καταθέσεων» και αναλαμβάνοντας, εκάστη εξ’ ατυτών, κατά πιστωτική σύμβαση
και δανειολήπτη, τον
αντίστοιχο πιστωτικό κίνδυνο, επειδή κατά τα ανωτέρω γνωρίζουν :
- ότι, αν διατηρήσουν όλες τις καταθέσεις πελατείας τους ως ρευστά διαθέσιμα κατά την έννοια του νομισματικού μεγέθους Μ1, ήτοι σε κέρματα και τραπεζογραμμάτια, δεν θα επηρεάσουν τη συνολική προσφορά χρήματος, ήτοι γνωρίζουν ότι αν δεν χορηγήσουν πιστώσεις (δάνεια), δεν θα μπορέσουν να δημιουργήσουν νέο χρήμα, ήτοι νέες καταθέσεις, ισόποσες του δανείσματος των χορηγούμενων πιστώσεων δια των συνομολογούμενων πιστωτικών συμβάσεων,
- ότι, αν κρατήσουν μόνο ένα μέρος των καταθέσεων πελατείας τους ως ρευστά διαθέσιμα, κατά την έννοια του νομισματικού μεγέθους Μ1, ήτοι σε κέρματα και τραπεζογραμμάτια, ενώ τα υπόλοιπα τα δανείσουν, όπως και πράττουν εν προκειμένω με τις συνομολογούμενες πιστωτικές συμβάσεις, μπορούν να δημιουργήσουν νέες καταθέσεις, με τις οποίες δημιουργούν στη συνέχεια νέο χρήμα, αυξάνοντας έστι την προσφορά χρήματος κατά τον αέναο και ενάρετο τρόπο δημιουργίας δανείων και καταθέσεων, όπως άλλωστε ομολογείται από τον Ηλία Λεκκό, Διευθυντή Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης και Αγορών της Τράπεζας ΠΕΙΡΑΙΩΣ και Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ο οποίος ρητά αναφέρει ότι «……….… Επιπλέον, επειδή οι τράπεζες υποχρεώνονται να κρατούν μόνο ένα τμήμα των καταθέσεων τους ως αποθεματικό, αυτή η νέα κατάθεση μπορεί να δημιουργήσει ένα άλλο δάνειο, το οποίο δημιουργεί μία κατάθεση ...και ούτω καθεξής. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε θέσει σε κίνηση ένα μηχανισμό που δημιουργεί έναν ενάρετο κύκλο δημιουργίας δανείων και καταθέσεων……..…..» και, έτσι, οι τράπεζες γνωρίζουν ότι μόνον αν χορηγήσουν πιστώσεις (δάνεια), μπορούν να δημιουργήσουν νέο χρήμα, ήτοι νέες καταθέσεις, ισόποσες του δανείσματος των πιστωτικών συμβάσεων και
- ότι, ο αέναος αυτός τρόπος δημιουργίας λογιστικού, πλασματικού χρήματος συνεχίζεται κάθε φορά που οποιαδήποτε από τις εμπορικές τράπεζες χορηγήσει μία νέα πίστωση που, στη συνεχεία, μόλις αυτή δημιουργήσει κατά τα ανωτέρω μια νέα κατάθεση, δημιουργεί αυτόματα νέο χρήμα και αυξάνει τη συνολική προσφορά χρήματος, ενώ όσο λιγότερες είναι οι χορηγούμενες πιστώσεις, τόσο μεγαλύτερο είναι το κατά τα ανωτέρω ποσοστό των τραπεζικών διαθεσίμων (r) και, έτσι, τόσο μικρότερος αντίστοιχα ο πολλαπλασιαστής χρήματος και, επομένως, τόσο μικρότερη η συνολική προσφορά χρήματος που εξαρτάται από τη δημιουργία αυτού από τις ίδιες τις εμπορικές τράπεζες, κατά τον αέναο και ενάρετο τρόπο της δημιουργίας νέου χρήματος από τη χορήγηση των πάσης φύσης πιστώσεων και, έτσι, αυτές (οι τράπεζες) γνωρίζουν ότι η αυξημένη ρευστότητα σε χρηματικά διαθέσιμα κατά την έννοια του νομισματικού μεγέθους Μ1, ήτοι σε κέρματα και τραπεζογραμματια, μειώνει σε αυτές τη δυνατότητα δημιουργίας νέου χρήματος ενώ, η αύξηση του ιδιωτικού δανεισμού, με τη σύναψη των πιστωτικών συμβάσεων και τη χορήγηση των παροχών των δανεισμάτων αυτών ανά δανειολήπτη, αυξάνει σε αυτες (τις τράπεζες) τη δυνατότητα δημιουργίας ισόποσου ΝΕΟΥ, ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ-ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ, ήτοι τη δυνατότητα δημιουργίας ΝΕΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ κατά την τραπεζική των κλασματικών αποθεμάτων, που συγκροτούνται από το ίδιο το δάνεισμα των συνομολογούμενων πιστωτικών συμβάσεων, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες ΝΑ ΔΑΝΕΙΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΜΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟ, ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟ ΧΡΗΜΑ ΠΟΥ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ προς όφελος των εσόδων και της εν γένει περιουσίας των εμπορικών τραπεζών και, έτσι, ΟΙ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ ΤΕΛΙΚΑ ΔΑΝΕΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΧΡΗΜΑ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΜΩΣ ΠΙΣΤΗ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΕ ΝΟΜΙΜΟ, ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΧΡΗΜΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΜΟΝΟ ΣΕ ΚΕΡΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΟΓΡΑΜΜΑΤΙΑ.
Έτσι, οι εμπορικές τράπεζες,
με τη σύναψη των πιστωτικών
συμβάσεων, ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ την πραγμάτωση άμεσου περιουσιακού ωφελήματος, που συνίσταται στην αύξηση των καταθέσεων και των λειτουργικών
τους εσόδων, αφού οι τόκοι που εισπράττουν από τις συνομολογούμενες πιστωτικές συμβάσεις είναι μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους τόκους που πλήρωναν για τις καταθέσεις πελατείας τους κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, με
άμεσο αποτέλεσμα να αυξάνουν έτσι τα κέρδη χρήσεως,
τα ίδια κεφάλαια, τα μερίσματα που διανέμουν στους μετόχους
τους, τις αμοιβές και τα πάσης φύσης μπόνους των στελεχών και των υπαλλήλων τους
και των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων και, ως αποτέλεσμα αυτών, την
αξία και την αποτίμηση των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο,
προς όφελος των μετόχων τους, όπως
προκύπτει με ασφάλεια από τις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις και τους
δημοσιευμένους ισολογισμούς τους στα αντίστοιχα ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ, αλλά και από τα επίσημα
στοιχεία, τις εκθέσεις και τις ανωτέρω επιστημονικές μελέτες της Ελληνικής
Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
Από τα ανωτέρω στοιχεία, που έχουν χαρακτήρα πασίδηλου γεγονότος το οποίο το Δικαστήριο
έχει υπηρεσιακό καθήκον να λαμβάνει υπ’ όψη του αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 § 1), αποδεικνύεται ότι οι εμπορικές τράπεζες αναπτύσσουν την ιδιωτική οικονομική τους πρωτοβουλία εκμεταλλευόμενες
κατά τα ανωτέρω την ανάγκη και την απειρία των δανειοληπτών και ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ,
δια των χορηγούμενων πιστώσεων,
να συνομολογήσουν και να πάρουν για τον εαυτό τους, περιουσιακά ωφελήματα κατά κεφάλαιο και τόκους που συγκροτούν τα
λειτουργικά έσοδα και τα κέρδη εκάστης εξ’ αυτών ανά χρήση, τα
οποία βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς τις
παροχές του δανείσματος εκάστης εξ’ αυτών ανά δανειολήπτη και πιστωτική σύμβαση, ήτοι οι
απαιτήσεις κατά κεφάλαιο και τόκους όλων των πιστωτικών συμβάσεων ανά δανειολήπτη βρίσκονται σε ΠΡΟΦΑΝΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΜΕΤΡΗ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΑ ως προς το είδος και την ποιότητα του
νομισματικού μεγέθους του δανείσματος
που οι εμπορικές τράπεζες χορηγούν κατά τη συνομολόγηση
των πιστωτικών συμβάσεων και τη χορήγηση των σχετικών με αυτές δανεισμάτων.