.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΜΟΝΟΝ Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ !!!

Παρά τα εκατομμύρια των τουριστικών αφίξεων, η επίδραση του τουρισμού στην απασχόληση είναι μηδαμινή, καθώς ο τζίρος του παραμείνει 30% χαμηλότερα από το υψηλό του 2008 !!!




















Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι ο παπάς; Κάπως έτσι εναλλάσσονται τα τελευταία χρόνια οι προβλέψεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τους εγχώριους πολιτικούς και νεοφιλελεύθερους-εκσυγχρονιστές ακαδημαϊκούς ταγούς, συμπεριλαμβανομένου του νυν υπουργού Οικονομικών και φυσικά του προκατόχου του και σημερινού διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), οι οποίοι διατυμπάνιζαν από τις αρχές του 2011 ότι το περιβόητο «Grecovery» βρίσκεται καθ' οδόν.

Τρία χρόνια αργότερα, η αισιοδοξία για την ανάκαμψη της οικονομίας από τους λάτρεις των προγραμμάτων λιτότητας έχει εκτοξευθεί στα ύψη, απόρροια της μείωσης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, της επίτευξης ενός «πρωτογενούς πλεονάσματος», της εντυπωσιακής αύξησης των ξένων τουριστών στην Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι και της ελαφριάς πτώσης της ανεργίας. Τι κι αν τα χρέη του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα ξεπερνούν κατά περίπου τρεις φορές το ύψος του λεγόμενου «πρωτογενούς πλεονάσματος», η πορεία των εσόδων από τον τουρισμό δεν φαίνεται να αλλάζει, οι εξαγωγές βρίσκονται σε καταθλιπτική κατάσταση και η ανεργία το Μάιο του 2014 μειώθηκε μόλις κατά το ένα δέκατο της ποσοστιαίας μονάδας σε σχέση με τον Απρίλιο του 2014;
Νέο δημοσιονομικό κενό
Μάλιστα, αν λάβει κανείς υπόψη του και το γεγονός ότι η Ελλάδα κουβαλάει σήμερα πολύ μεγαλύτερο φορτίο χρέους απ' ό,τι το 2009 (αν και μια πρόσφατη έκθεση της Eurobank ισχυρίζεται ότι παρά την αύξηση της αναλογίας χρέους-ΑΕΠ τα τελευταία 4-5 χρόνια, το δημόσιο χρέος της χώρας είναι τώρα πιο βιώσιμο σε σύγκριση με το 2009), ότι βρίσκεται μπροστά σε νέο δημοσιονομικό κενό το 2015 και ότι οι τράπεζες παραμένουν σε εύθραυστη κατάσταση λόγω υποκεφαλαιοποίησης και του συνεχώς διογκωμένου ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που συνεπάγεται ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας δεν πρόκειται να συμβάλλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας, είναι τουλάχιστον αυταπάτη να επιμένει κανείς, όπως ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς, ότι η κρίση έφτασε στο τέλος της.

Το κυβερνητικό κλίμα αισιοδοξίας για την ανάκαμψη της οικονομίας έρχεται να χαλάσει η τελευταία στρατηγική ανάλυση του Levy Economics Institute με τον τίτλο «Θα σώσει ο τουρισμός την Ελλάδα;», η οποία δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες με την υπογραφή του προέδρου του Δημήτρη Β. Παπαδημητρίου και των ερευνητών Μιχάλη Νικηφόρου και Τζενάρο Ζέζα. 
Η έκθεση, όπως αναφέρεται στην περίληψη, διερευνά «τις προοπτικές για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας εάν συνεχιστεί η στρατηγική της δημοσιονομικής λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται από την τρόικα με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και ως εκ τούτου των καθαρών εξαγωγών».


Στην εισαγωγή, οι συγγραφείς της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι δεν συμφωνούν με την αισιοδοξία που εκφράζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην τελευταία του αξιολόγηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και αμφισβητούν τις πολιτικές του Ταμείου που απορρέουν από τις εν λόγω απόψεις, προτείνοντας αντί αυτών την υιοθέτηση ενός μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής με άμεση προτεραιότητα τη μείωση των άμεσων και έμμεσων φόρων και τη δημόσια χρηματοδότηση της απασχόλησης.
Βασιζόμενοι στα αποτελέσματα των προσομοιώσεων του μακροοικονομικού μοντέλου του Levy Institute, που είναι ειδικά διαμορφωμένο για την Ελλάδα, και τα οποία δείχνουν ότι η πολιτική της ακραίας και παρατεταμένης δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, οι συγγραφείς τονίζουν ότι για να υπάρξει ανάπτυξη άνω της τάξης του 2%, όπως προσδοκά το ΔΝΤ, θα πρέπει να σημειωθεί σημαντική αύξηση σε μερικές κρίσιμες συνιστώσες της συνολικής ζήτησης. Συγκεκριμένα, θα απαιτηθεί «μια σημαντική αύξηση στις ιδιωτικές επενδύσεις..., με σύνθεση ευνοϊκή για την επέκταση των εξαγωγών, ενώ οι μισθοί θα αυξάνονται σύμφωνα με την παραγωγικότητα, επιτρέποντας την ανάπτυξη της εγχώριας κατανάλωσης».
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά. Για να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, θα πρέπει να υπάρχουν καλές προοπτικές για αναμενόμενη κερδοφορία. Αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί στην περίπτωση της Ελλάδας εφ' όσον «η εγχώρια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση -και διατηρείται σε μια υφεσιακή κατάσταση λόγω της δημοσιονομικής λιτότητας- ενώ η εξωτερική ζήτηση είναι στάσιμη, δημιουργώντας χαμηλές προσδοκίες για ανάκαμψη της κερδοφορίας».
Με άλλα λόγια, οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα ως μέρος των προγραμμάτων «διάσωσης» της χώρας αποτελούν τροχοπέδη στην επέκταση των ιδιωτικών επενδύσεων και ως εκ τούτου στην ανάκαμψη της οικονομίας μέσω της δυναμικής του ιδιωτικού τομέα και της λεγόμενης «ελεύθερης οικονομίας».
Στοιχεία για του λόγου το αληθές; Γράφουν, λοιπόν, οι υπογράφοντες την έκθεση: «...Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν σε ελεύθερη πτώση, αν και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014 η μείωση ήταν "μόνο" κατά 7,9% έναντι του ίδιου τριμήνου το προηγούμενο έτος. Κατά τη διάρκεια του 2013, οι επενδύσεις μειώθηκαν με ρυθμό ακόμη και άνω του 10% σε ετήσια βάση. Η ανάκαμψη των επενδύσεων σε εξοπλισμό μεταφορών (θετική αύξηση κατά 23,6% σε ετήσια βάση) αντισταθμίστηκε από την τεράστια πτώση επενδύσεων σε κατοικίες (κατά 25% σε ετήσια βάση) και τη μεγάλη πτώση επενδύσεων σε μηχανήματα (κατά 13,6%)».
Μεγάλο εμπόδιο στην ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων αποτελεί φυσικά και η έλλειψη πηγών χρηματοδότησης, καθώς οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας ενώ το 36% του συνολικού χαρτοφυλακίου τους, όπως αναφέρει η έκθεση του, αποτελείται πλέον από μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η κατάσταση των ελληνικών συστημικών τραπεζών ενδεχομένως να είναι στην πραγματικότητα ακόμη πιο καταθλιπτική από την εκτίμηση της ΤτΕ, τονίζουν στην έκθεσή τους οι ερευνητές του Levy Institute. Κι αυτό διότι το σενάριο που έχει χρησιμοποιήσει η ΤτΕ για την αξιολόγηση των αναγκών κεφαλαιοποίησης των ελληνικών συστημικών τραπεζών βασίζεται σε ένα αισιόδοξο, «baseline» σενάριο, τη στιγμή που η συνήθης τακτική για τέτοιου είδους αξιολογήσεις είναι ένα δυσμενές σενάριο, που θεωρεί ότι θα υπάρξει καθυστέρηση στην ανάκαμψη της οικονομίας. Ετσι, η ΤτΕ υπολογίζει ότι «οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν επιπλέον 6,4 δισ. ευρώ σε κεφαλαιακή ενίσχυση, ενώ στην περίπτωση του δυσμενούς σεναρίου το ποσό ανέρχεται στα 9,4 δισ. ευρώ».
Θα πρέπει να είναι ολοφάνερο από τα παραπάνω ότι η ανάκαμψη μιας οικονομίας σε βαθιά ύφεση την τελευταία εξαετία δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στις ιδιωτικές επενδύσεις, ιδίως από τη στιγμή που το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας είναι τρομερά αδύναμο και ως εκ τούτου ανίκανο να συμβάλει στη χρηματοδότηση της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στο πλαίσιο αυτό, οι συγγραφείς της έκθεσης συνιστούν την εφαρμογή μιας «προσεκτικά σχεδιασμένης πολιτικής για την ελάφρυνση του χρέους των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και των ιδιοκτητών κατοικιών που θα περιελάμβανε κάποιο συνδυασμό διαγραφής χρέους που θα αντανακλά τις τιμές της αγοράς ή/και τη διαπραγμάτευση καλύτερων όρων και, ενδεχομένως, την ανάληψη των προβληματικών ενυπόθηκων δανείων από το κράτος». Μάλιστα, αυτό που έχουν κατά νου είναι «την αγορά των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων από το κράτος» στο πρότυπο της πολιτικής που εφάρμοσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες την περίοδο της Μεγάλης Υφεσης με την ίδρυση του «Home Owners' Loan Corporation».
Επιστρέφοντας στους στόχους που έχει θέσει η τρόικα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή στην ανάπτυξη του ΑΕΠ και της απασχόλησης παράλληλα με ένα πρωτογενές πλεόνασμα), οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να καταγράψει ένα υψηλό θετικό μέγεθος. Με βάση την ανάλυση των στοιχείων που διεξάγουν, η αξίωση της στρατηγικής της τρόικας «ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ξεπεράσει το 4% του ΑΕΠ είναι άκρως απίθανη».
Το κόστος εργασίας
Αρχικά, παραδέχονται ότι «κάποιοι δείκτες του τουρισμού έχουν σημειώσει βελτίωση πρόσφατα», αλλά δείχνουν παράλληλα ότι ο «δείκτης εργασιών στον τουριστικό κλάδο παραμένει 30% χαμηλότερα από το υψηλό που άγγιξε το 2008». Η ανάκαμψη του τουρισμού «έχει κάποια επίδραση στο ισοζύγιο εμπορίου και υπηρεσιών», ωστόσο «η βελτίωση αυτή έχει μηδαμινή επίδραση στην απασχόληση». Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία καθαρής απασχόλησης, «ο τομέας του τουρισμού δείχνει σημάδια αναδιάρθρωσης που μπορεί να συνεπάγεται ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας και ένα μικρότερο εν δυνάμει περιθώριο για την απορρόφηση της ανεργίας».
Οπότε, ας μην υπάρχουν προσδοκίες για την αύξηση της απασχόλησης μέσω του τουρισμού, τονίζει η έκθεση του Levy Institute.
Οσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και κατ' επέκταση τις εξαγωγές, οι συγγραφείς της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι «ο αποπληθωρισμός των μισθών στην Ελλάδα έχει πραγματοποιηθεί με ρυθμούς που δεν έχει ποτέ βιώσει ανεπτυγμένη χώρα στη μεταπολεμική εποχή». Σε σχήμα που παρουσιάζουν, δείχνουν ότι «οι ονομαστικοί μισθοί στο πρώτο τρίμηνο του 2014 είναι κατά 24,8% χαμηλότεροι απ' ό,τι στο αποκορύφωμά τους στις αρχές του 2010, ενώ οι πραγματικοί μισθοί είναι κατά 28,7% χαμηλότεροι απ' ό,τι στην προηγούμενη κορυφή τους το 2010».
Κάνοντας χρήση στατιστικών στοιχείων σχετικά με το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, καθώς θεωρούν ότι «οι πραγματικοί μισθοί δεν αποτελούν αξιόπιστο μέτρο της ανταγωνιστικότητας», οι ερευνητές του Levy Institute δείχνουν στη συγκεκριμένη έκθεσή τους ότι «το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε ταχύτερα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης (με την πιθανή εξαίρεση της Ισπανίας) μέχρι τις αρχές του 2010, αλλά έχει μειωθεί έκτοτε κατά 16%, φέρνοντας τη μονάδα του δείκτη κόστους εργασίας στην Ελλάδα πολύ κοντά σε αυτήν της Γερμανίας». Μάλιστα, «όπως μετριέται με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η Ελλάδα έχει ανακτήσει με το παραπάνω την ανταγωνιστικότητά της σε σύγκριση με τις άλλες χώρες..., με μόνη εξαίρεση τη Γερμανία».
Παρά ταύτα, η «εσωτερική υποτίμηση» -δηλαδή η κατακόρυφη πτώση των μισθών και του κόστους εργασίας- είχε και συνεχίζει να έχει «περιορισμένα οφέλη για το διεθνές εμπόριο της χώρας». Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που εμφανίζουν οι συντάκτες της έκθεσης σε σχήμα, «η παραγωγικότητα αυξήθηκε πολύ ταχύτερα στην Ελλάδα από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της ευρωζώνης πριν από την κρίση και μέχρι την έναρξη της παγκόσμιας ύφεσης το 2007». Ωστόσο, «η παραγωγικότητα άρχισε να πέφτει όταν άρχισε να μειώνεται η παραγωγή, και είναι απίθανο να ανακάμψει εάν δεν υπάρξει μια αύξηση της συνολικής ζήτησης που θα τονώσει την αύξηση της παραγωγής».
Εμμένει η ύφεση
Εν κατακλείδι, η έκθεση του Levy Economics Institute για την Ελλάδα αμφισβητεί το κλίμα αισιοδοξίας που επικρατεί στους κυβερνητικούς κύκλους και στο ΔΝΤ σχετικά με τις προοπτικές της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, με τους συντάκτες της να τονίζουν έντονα ότι «η μείωση του επίμονα υψηλού ποσοστού ανεργίας και η αντιστροφή της φθίνουσας κατάστασης των νοικοκυριών» πρέπει να αποτελέσουν «επείγουσες πολιτικές προτεραιότητες». Πιο συγκεκριμένα, υπερτονίζουν το γεγονός ότι «η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της εγχώριας ζήτησης δεν θα προκύψουν από τις δαπάνες του ιδιωτικού τομέα τη στιγμή που ο τομέας των νοικοκυριών επιβαρύνεται συνεχώς με αυξανόμενη φορολογία και συνεχίζει την απομόχλευση ενώ ο επιχειρηματικός τομέας παραμένει χωρίς βιώσιμες επιλογές για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων». Επιπλέον, δείχνουν με στοιχεία ότι «η αύξηση του τουρισμού, παρά τα εκατομμύρια των τουριστικών αφίξεων, είναι απίθανο να οδηγήσει στην αναμενόμενη ανάκαμψη».
Συνεπές στη μέχρι τώρα στάση του απέναντι στις καταστροφικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα από την έναρξη των λεγόμενων προγραμμάτων «διάσωσης», αλλά και με μια σειρά εναλλακτικών προτάσεων για έξοδο από την κρίση, το Levy Economics Institute, με τη στρατηγική ανάλυση που φέρει τον τίτλο «Θα σώσει ο τουρισμός την Ελλάδα;» συμβάλλει σημαντικά στην τεκμηρίωση της πραγματικότητας, αρνούμενο να παίξει το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς». Παρά τις αισιόδοξες εκτιμήσεις των υποστηρικτών της σπαρτιάτικης λιτότητας για την κάλυψη των απαιτήσεων των διεθνών δανειστών, η Ελλάδα παραμένει σε βαθιά ύφεση.
ΠΗΓΗ
http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=444261

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

SSL Certificates