Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 221 και 222 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
(ΚΠολΔ), συμμετέχοντας στην Ομαδική Αγωγή του Κινήματος ΥΠΕΡΒΑΣΗ κατά των Τραπεζών, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δίκης, χάσουμε - κερδίσουμε, προστατεύουμε ολόκληρη την περιουσία μας από Διαταγές Πληρωμής και Πλειστηριασμούς, για τουλάχιστον 20 χρόνια !!!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΟΜΑΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΖΗΤΕΙΣΤΕ ΝΑ ΤΗ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΣΑΣ !!!
http://www.scribd.com/doc/193167384/%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%A5%CE%A0%CE%95%CE%A1%CE%92%CE%91%CE%A3%CE%97-%CE%9F%CE%BC%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%91%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%A4%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%B6%CF%8E%CE%BD
Η Κατάθεση της ΟΜΑΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ δημιουργεί εκκρεμοδικία υπέρ των εναγόντων δανειοληπτών, σύμφωνα με τα άρθρα 221 και 222 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ).
Έτσι, όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία (15 τουλάχιστον χρόνια) και μέχρι να τελεσιδικήσει η Ομαδική Αγωγή, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για τα ίδια επίδικα δάνεια και πιστωτικές κάρτες, ανάμεσα στους ίδιους ενάγοντες δανειολήπτες και τις ίδιες εναγόμενες τράπεζες.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η εκκρεμοδικία από την άσκηση της Ομαδικής Αγωγής, να καθιστά απαράδεκτη την εκδίκαση της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής από την Τράπεζα, η δε τυχόν εκδοθείσα διαταγή πληρωμής, να ακυρώνεται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής από τον ενάγοντα δανειολήπτη.
Έτσι, όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία της Ομαδικής Αγωγής, οι εναγόμενες τράπεζες δεν μπορούν να προβούν σε πλειστηριασμούς επί της περιουσίας των εναγόντων δανειοληπτών, επειδή δεν μπορούν να εκδώσουν εναντίον τους διαταγές πληρωμής, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τον πλειστηριασμό ή, αν τυχόν τις εκδώσουν, αυτές ακυρώνονται από τους ενάγοντες δανειολήπτες με άσκηση ανακοπής.
Όμως, η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί μία μόνο φορά για κάθε απαίτηση.
Έτσι, αν οι εναγόμενες με την Ομαδική Αγωγή τράπεζες κάνουν το λάθος και εκδώσουν διαταγές πληρωμής κατά των εναγόντων δανειοληπτών, επειδή αυτές κατά τα ανωτέρω θα ακυρωθούν, οι τράπεζες θα έχουν απωλέσει οριστικά το δικαίωμα της εκτέλεσης, δηλαδή του πλειστηριασμού, με βάση τη διαδικασία της διαταγής πληρωμής και θα πρέπει, μετά την τελεσιδικία της Ομαδικής Αγωγής (10-15 χρόνια) να στραφούν κατά των εναγόντων δανειοληπτών με τακτική αγωγή, προκειμένου να διεκδικήσουν τις απαιτήσεις τους από δάνεια και κάρτες, δηλαδή άλλα 10-15 χρόνια, ήτοι σύνολο τουλάχιστον 20 χρόνια !!
Γι' αυτό φροντίστε να μπείτε στην ΟΜΑΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ, πριν σας βγάλουν οι τράπεζες διαταγές πληρωμής !!!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ !!!
Άρθρο 221 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας :
1. Με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια α) εκκρεμοδικία, β) το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου, γ) την προτίμηση ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, και η επίδοσή της έχει ως συνέπεια τα αποτελέσματα που το ουσιαστικό δίκαιο ορίζει ότι επέρχονται από την έγερση της αγωγής.
2. Εκκρεμοδικία συνεπάγεται και η υποβολή, ενώ διαρκεί η δίκη, αίτησης με την οποία επιδιώκεται καταψήφιση, αναγνώριση ή διάπλαση, καθώς και η πρόταση ένστασης συμψηφισμού.
Άρθρο 222 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας :
Kατά το άρθρο 222 ΚΠολΔ όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα.
Έτσι, κατά το άρθρο 222 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα.
ΠΗΓΕΣ :
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΕιρΑθ 1357/2009 - ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω εκκρεμοδικίας.
Υπαρχούσης εκκρεμοδικίας είναι παράνομη η έγερση
διαταγής πληρωμής και ακυρώθηκε.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός
1357/2009
ΤΟ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΊΟ ΑΘΗΝΩΝ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
221 παρ. 1 εδ. α', 222 και 308 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της αγωγής η
κατάθεση της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία κι όταν αυτή επέλθει κι όσο
διαρκεί δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια
επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια
ιδιότητα.
Προϋποθέσεις της υπάρξεως
εκκρεμοδικίας, η οποία εμποδίζει την έρευνα από το δικαστήριο της
μεταγενέστερης αγωγής, είναι αφενός η ταυτότητα της διαφοράς που εισάγεται προς
εκδίκαση μεταξύ της αγωγής που ασκήθηκε πρώτη και εκείνης που εισάγεται
μεταγενέστερα και αφετέρου η ταυτότητα των διαδίκων στις δύο δίκες. Ταυτότητα
δε της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 222 παρ. 1 του ΚΠολΔ,
σημαίνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, δηλαδή να πρόκειται για
διαφορά η οποία θεμελιώνεται στα ίδια κατά βάση πραγματικά περιστατικά που
υπάγονται στον ίδιο κανόνα δικαίου, ενώ ταυτότητα διαδίκων υπάρχει μόνον όταν
οι διάδικοι παρίστανται και στις δύο δίκες με την ίδια δικονομική ιδιότητα,
αλλά και όταν υπάρχει εναλλαγή της δικονομικής θέσης τους, αρκεί το δεδικασμένο
της πρώτης δίκης να καταλαμβάνει και τους διαδίκους της δεύτερης δίκης και υπό
την προϋπόθεση ότι και οι δύο δίκες έχουν το αυτό αντικείμενο (βλ. ΕιρΦλώρινας 81/2000 ΑρχΝ 2002, 519 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία).
Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω εκκρεμοδικία
από την άσκηση τακτικής αγωγής, καθιστά απαράδεκτη την «εκδίκαση» της αιτήσεως
εκδόσεως διαταγής πληρωμής, η δε τυχόν εκδοθείσα (βάσει της αιτήσεως αυτής)
διαταγή πληρωμής, ακυρώνεται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής (βλ. Κων. Μπέη
Πολιτική Δικονομία κατ' άρθρο ερμηνεία, 222 ΚΠολΔ, σελ. 1008 και 1009).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων με
το δεύτερο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται, ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε απαραδέκτως και είναι άκυρη, λόγω υφισταμένης εκκρεμοδικίας, γιατί η αίτηση με την
οποία ζητήθηκε η έκδοση της υποβλήθηκε μετά την άσκηση από αυτόν της από
23-4-2007 τακτικής (ενοχικής) αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών (με γενικό αριθμό καταθέσεως 94606/2007 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου
4241/2007), εις βάρος της καθ' ης η ανακοπή τράπεζας, που στηρίζεται στην ίδια
πραγματική και νομική αιτία, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί, αφού κατά τη
δικάσιμο της 22ας-5-2008, κατά την οποία είχε αρχικά προσδιοριστεί, αναβλήθηκε
για τις 21-1-210. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις
διατάξεις των άρθρων που προαναφέρθηκαν (221 παρ. 1 εδ. α',
222, 308 του ΚΠολΔ) και πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω.
Αριθμός Απόφασης 3012/2008
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Σύμφωνα με το άρθρο 221 ΚΠολΔ, με την άσκηση της αγωγής επέρχεται
εκκρεμοδικία. Αυτό σημαίνει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 222 παρ. 1 και 2
ΚΠολΔ, ότι, αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή,
αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση της άλλης αγωγής για την ίδια διαφορά
μεταξύ των ιδίων διαδίκων, που παρουσιάζονται με την ίδια ιδιότητα, μέχρι να
περατωθεί η πρώτη δίκη. Ο όρος "επίδικη διαφορά" στο άρθρο 222 ΚΠολΔ
σημαίνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας. Ταυτότητα διαδίκων υπάρχει,
όταν για την ίδια επίδικη διαφορά οι ίδιοι διάδικοι παρίστανται με την ίδια
ιδιότητα και στις δύο εκκρεμείς δίκες. Έτσι, το δεδικασμένο από την απόφαση της
πρώτης δίκης θα πρέπει να καλύπτει και τους διαδίκους της δεύτερης. Για την
ένσταση της εκκρεμοδικίας δεν έχει σημασία το αν η διαφορά αυτή εισάγεται
ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου. Εξάλλου, η υποβολή αίτησης έκδοσης
διαταγής πληρωμής, ως μη επιφέρουσα εκκρεμοδικία, δεν εμποδίζει την άσκηση
τακτικής αγωγής για την ίδια χρηματική αξίωση. Αντίθετα, η εκκρεμοδικία από την
άσκηση τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη την εκδίκαση της αίτησης για την
έκδοση διαταγής πληρωμής και η διαταγή, που εκδόθηκε, ακυρώνεται με ανακοπή
(ΜΠρΑΘ 1607/2006 ΝοΒ 2006.1517). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο λόγο
της υπό κρίση ανακοπής και δη κατά την κύρια βάση αυτού, η ανακόπτουσα εκθέτει,
ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε η ίδια να καταβάλει
στην καθ' ης η ανακοπή το ποσό των 77.748,32 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, βάσει
της από 23/6/1993 σύμβασης στεγαστικού δανείου, πρέπει ν' ακυρωθεί, διότι,
αναφορικά με τον καθορισμό του ύψους του οφειλόμενου από την ανωτέρω σύμβαση
ποσού, έχει ήδη ασκήσει προηγουμένως (η ανακόπτουσα) την από 5/2/2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1450/2007 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι με την αγωγή αυτή ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι η οφειλή της
έναντι της καθ' ης από την ίδια ως άνω σύμβαση, βάσει της οποίας εκδόθηκε η
ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ανέρχεται στο ποσό των 35.359,79 ευρώ. Ότι,
συνεπώς, υφίσταται εκκρεμοδικία από την άσκηση της ανωτέρω αγωγής, που
κατέστησε απαράδεκτη τη μεταγενέστερη εκδίκαση της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής
πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό, ο κρινόμενος λόγος ανακοπής είναι ορισμένος
και νόμιμος κατά τη διάταξη του άρθρου 222 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα
προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει, όμως, ν'
απορριφθεί ως αβάσιμος κατ'
ουσίαν, διότι δεν
αποδείχθηκε, ότι η κατάθεση της
από 22/1/2007 αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στις
27/3/2007 έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από την άσκηση της
ανωτέρω αγωγής, η οποία σημειωτέον επιδόθηκε στην καθ' ης η ανακοπή - εναγομένη
στις 13/2/2007 (βλ. την υπ' αριθμ. 1573β΄/13-2-2007 έκθεση επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημητρίου Α. Λαμπράκη).
Ειδικότερα, δεν προσκομίσθηκε αντίγραφο της εν λόγω αίτησης με σχετική σφραγίδα
κατάθεσης από την αρμόδια γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, από το οποίο να
προκύπτει η ακριβής ημερομηνία κατάθεσης της.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αν η
διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή κατά ένα μέρος από την ύπαρξη ή την
ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, η οποία
είναι εκκρεμής σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, το Δικαστήριο μπορεί
αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της
συζήτησης, μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη
διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, που έχει θεσπισθεί, αφενός για να
αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ορθή διάγνωση
της διαφοράς (ΕφΠειρ 1628/1988 ΝοΒ 28.552), όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί,
διότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 222 ΚΠολΔ (ΑΠ 1628/1988 ΕλλΔνη 1991.807), όπως στην περίπτωση, που το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης
(ΕφΠατρ 1136/1988 ΑρχΝομ 1989.629, ΠΠρΘεσ 20561/1996 ΕλλΔνη 1998.216) και
αφετέρου για να ικανοποιηθεί η αρχή της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 10144/1995
ΝοΒ 44.225), προκύπτει με σαφήνεια, ότι : α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία
του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της
διαφοράς (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635 και ΑΠ 368/1996 ΕλλΔνη 37.1571) και β) η
αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης χωρεί μετά από αίτηση
κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα, όταν υφίσταται εκκρεμές στα πιο
πάνω δικαστήρια προδικαστικό ζήτημα της πιο πάνω δίκης, που απασχολεί το
Δικαστήριο, δηλαδή, αν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η
οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του
επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα, ότι η αυτοτελής στη δεύτερη αυτή
δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ασφαλέστερα και έτσι θα
συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα αναβληθεί (ΕφΑΘ
10774/1987 ΕΔΠ 1988.274). Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η
ανακόπτουσα αμφισβητεί το σύννομο του προσδιορισμού του ύψους της οφειλής της
έναντι της καθ' ης από την προαναφερόμενη σύμβαση στεγαστικού δανείου,
επικαλούμενη την ύπαρξη σε βάρος της μικρότερου χρεωστικού υπολοίπου, ήτοι του
ποσού των 35.359,79 ευρώ, σε σχέση με το ως άνω αναφερόμενο στην ανακοπτόμενη
διαταγή πληρωμής, μετά την ορθή εφαρμογή του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004.
Περαιτέρω, με την ως άνω από 5/2/2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου
1450/2007 αγωγή της ανακόπτουσας - ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, επιδοθείσας στην καθ' ης η ανακοπή - εναγομένη στις
13/2/2007 (βλ. την ως άνω έκθεση επίδοσης), η ανακόπτουσα ζήτησε, εκτός των
άλλων, να αναγνωρισθεί, ότι το σε βάρος της χρεωστικό υπόλοιπο από την
αναφερόμενη στην κρινόμενη ανακοπή σύμβαση στεγαστικού δανείου ανέρχεται,
σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, στο ποσό των
35.359,79 ευρώ, έναντι του αιτούμενου από την καθ' ης ποσού των 64.706,82 ευρώ.
Συνεπώς, ανάμεσα στις δύο αυτές δίκες, ήτοι την εν λόγω αγωγή και την υπό κρίση
ανακοπή, υπάρχει δεσμός νομικής αναγκαιότητας με την έννοια, ότι το αντικείμενο
της δίκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία άλλωστε κατέστη
εκκρεμής χρονικά πριν την
άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, συνέχεται και επηρεάζει άμεσα τη δίκη αυτή,
καθόσον αφορά το σύννομο του προσδιορισμού του ύψους της απαίτησης της καθ' ης
σε βάρος της ανακόπτουσας και αποτελεί συνεπώς προδικαστικό ζήτημα, η εξέταση
του οποίου είναι απαραίτητη για τη δικαστική διάγνωση της εν λόγω διαφοράς.
Επομένως, πρέπει να ανασταλεί η συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής κατά το άρθρο
249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της προαναφερθείσας αγωγής,
κατά παραδοχή και της επικουρικής βάσης του έκτου λόγου της κρινόμενης
ανακοπής. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι
οριστική (ΕφΑθ 623/1994 ΕλλΔνη 37.393).
Διατάξεις: ΚΠολΔ: 221, 222, 632, 633
ΚΥΡΙΑΚΗ(Απόσπασμα)
Αριθμός 1906/2007
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(…) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 221 παρ. 1 και 222 ΚΠολΔ, η άσκηση της αγωγής έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, όμοια κατά περιεχόμενο, δημιουργείται έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης στη νέα δίκη και αναστέλλεται αυτεπάγγελτα η εκδίκασή της μέχρις ότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία προϋποθέτει ταυτότητα διαδίκων που παρίστανται με την αυτή ιδιότητα, και ταυτότητα της νομικής και ιστορικής βάσης των αγωγών, έτσι ώστε να παράγεται δεδικασμένο (άρθρο 321 επ. ΚΠολΔ) από την τελική εκδίκαση της μιας αγωγής ως προς τη διαφορά που εισάγεται με την άλλη αγωγή (βλ. ΑΠ 472/96 ΕλλΔνη 1997.87, ΑΠ 530/96 ΕλλΔνη 1997.88). Εκκρεμοδικία δημιουργείται και ως προς την έκδοση της διαταγής πληρωμής (ΕφΠειρ 403/1988 ΕλλΔνη 33.392, ΠολΠρΒερ 52/1983 ΑρχΝ 1983.539). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη ανακοπή ο ανακόπτων ζητά την ακύρωση της με αριθμό 9775/2005 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, που εκδόθηκε με βάση τιμολόγια - δελτία αποστολής, που εξέδωσε ο καθού για την παροχή υπηρεσιών του προς τον αιτούντα, με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 4.844 ευρώ. Η ανακοπή του αυτή, που ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως φέρεται για συζήτηση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 14 παρ. 1α', 632 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (οφειλή από πώληση και παροχή υπηρεσιών) για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1, 3 του ίδιου κώδικα). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Από τη διαδικασία στο ακροατήριο του δικαστηρίου, τη δέουσα εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που κατέθεσαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά, καθώς και των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και των όσων αυτοί εκθέτουν στις έγγραφες προτάσεις τους αποδείχθηκε ότι ο καθού η ανακοπή Α.Ψ., ισχυριζόμενος ότι έχει απαίτηση κατά του ανακόπτοντος Ι.Λ. από σύμβαση παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει, με τη συμφωνία να πληρωθεί το τίμημα κάθε τιμολογίου σε 30 ημέρες από την παράδοση των εμπορευμάτων, ζήτησε με βάση τα εκδοθέντα Τιμολόγια - Δελτία Αποστολής, το συνολικό ποσό των οποίων ανερχόταν σε 6.844 ευρώ, εκ του οποίου κατεβλήθη το ποσό των 2.000 ευρώ, παραμείναντος ανεξοφλήτου του ποσού των 4.844,00 ευρώ, να εκδοθεί και εκδόθηκε σε βάρος του η ανακοπτόμενη υπ' αριθ. 9775/2005 Διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο ανακόπτων διατάσσεται να καταβάλει στον καθού το ποσόν των 4.844 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Όμως ο καθού, για την ίδια ιστορική και νομική αιτία για την οποία εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχει σε προγενέστερο χρόνο ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την από 23.6.2005 (αρ. εκθ. κατ. 9871/2005) αγωγή του εναντίον του ανακόπτοντος, την οποία επέδωσε στις 8.7.2005 και η οποία είχε προσδιοριστεί για την 16.12.2005 και μετ' αναβολής για την 27.10.2006. Συνεπώς, από της ασκήσεως της άνω αγωγής του καθού είχε επέλθει εκκρεμοδικία και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε απαραδέκτως και για το λόγο τούτον είναι ακυρωτέα. Επομένως ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά τον οποίο η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε ακύρως, λόγω εκκρεμοδικίας από την άσκηση της αγωγής, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). (…)
ΚΥΡΙΑΚΗ(Απόσπασμα)
Αριθμός 1906/2007
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(…) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 221 παρ. 1 και 222 ΚΠολΔ, η άσκηση της αγωγής έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, όμοια κατά περιεχόμενο, δημιουργείται έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης στη νέα δίκη και αναστέλλεται αυτεπάγγελτα η εκδίκασή της μέχρις ότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία προϋποθέτει ταυτότητα διαδίκων που παρίστανται με την αυτή ιδιότητα, και ταυτότητα της νομικής και ιστορικής βάσης των αγωγών, έτσι ώστε να παράγεται δεδικασμένο (άρθρο 321 επ. ΚΠολΔ) από την τελική εκδίκαση της μιας αγωγής ως προς τη διαφορά που εισάγεται με την άλλη αγωγή (βλ. ΑΠ 472/96 ΕλλΔνη 1997.87, ΑΠ 530/96 ΕλλΔνη 1997.88). Εκκρεμοδικία δημιουργείται και ως προς την έκδοση της διαταγής πληρωμής (ΕφΠειρ 403/1988 ΕλλΔνη 33.392, ΠολΠρΒερ 52/1983 ΑρχΝ 1983.539). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη ανακοπή ο ανακόπτων ζητά την ακύρωση της με αριθμό 9775/2005 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, που εκδόθηκε με βάση τιμολόγια - δελτία αποστολής, που εξέδωσε ο καθού για την παροχή υπηρεσιών του προς τον αιτούντα, με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 4.844 ευρώ. Η ανακοπή του αυτή, που ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως φέρεται για συζήτηση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 14 παρ. 1α', 632 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (οφειλή από πώληση και παροχή υπηρεσιών) για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1, 3 του ίδιου κώδικα). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Από τη διαδικασία στο ακροατήριο του δικαστηρίου, τη δέουσα εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που κατέθεσαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά, καθώς και των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και των όσων αυτοί εκθέτουν στις έγγραφες προτάσεις τους αποδείχθηκε ότι ο καθού η ανακοπή Α.Ψ., ισχυριζόμενος ότι έχει απαίτηση κατά του ανακόπτοντος Ι.Λ. από σύμβαση παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει, με τη συμφωνία να πληρωθεί το τίμημα κάθε τιμολογίου σε 30 ημέρες από την παράδοση των εμπορευμάτων, ζήτησε με βάση τα εκδοθέντα Τιμολόγια - Δελτία Αποστολής, το συνολικό ποσό των οποίων ανερχόταν σε 6.844 ευρώ, εκ του οποίου κατεβλήθη το ποσό των 2.000 ευρώ, παραμείναντος ανεξοφλήτου του ποσού των 4.844,00 ευρώ, να εκδοθεί και εκδόθηκε σε βάρος του η ανακοπτόμενη υπ' αριθ. 9775/2005 Διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο ανακόπτων διατάσσεται να καταβάλει στον καθού το ποσόν των 4.844 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Όμως ο καθού, για την ίδια ιστορική και νομική αιτία για την οποία εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχει σε προγενέστερο χρόνο ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την από 23.6.2005 (αρ. εκθ. κατ. 9871/2005) αγωγή του εναντίον του ανακόπτοντος, την οποία επέδωσε στις 8.7.2005 και η οποία είχε προσδιοριστεί για την 16.12.2005 και μετ' αναβολής για την 27.10.2006. Συνεπώς, από της ασκήσεως της άνω αγωγής του καθού είχε επέλθει εκκρεμοδικία και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε απαραδέκτως και για το λόγο τούτον είναι ακυρωτέα. Επομένως ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά τον οποίο η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε ακύρως, λόγω εκκρεμοδικίας από την άσκηση της αγωγής, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου