Toυ Κωνσταντίνου Μίχαλου,
πρόεδρος ΕΒΕΑ
Η αύξηση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους είναι ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, μετά την πανδημία. Η διαχείρισή του θα απαιτήσει κατάλληλες αποφάσεις σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, το μη εξυπηρετούμενο χρέος του ιδιωτικού τομέα έφτασε στο τέλος του 2020 τα 242,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, τα 108 δισ. οφείλονται στην εφορία, 37,5 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Το συνολικό μέγεθος δεν παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το 2019, ωστόσο η επιδείνωση θα φανεί όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών. Ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η κρίση θα δημιουργήσει μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, της τάξης των 8 – 10 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Επίσης, το 2020 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου, αγγίζοντας το 207% του ΑΕΠ τον περασμένο Δεκέμβριο. Από το 2021 ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται ότι θα ακολουθήσει πτωτική τάση, καθώς θα αποσύρονται τα έκτακτα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία και η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει.
Η αύξηση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους είναι ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, μετά την πανδημία. Η διαχείρισή του θα απαιτήσει κατάλληλες αποφάσεις σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, το μη εξυπηρετούμενο χρέος του ιδιωτικού τομέα έφτασε στο τέλος του 2020 τα 242,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, τα 108 δισ. οφείλονται στην εφορία, 37,5 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Το συνολικό μέγεθος δεν παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το 2019, ωστόσο η επιδείνωση θα φανεί όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών. Ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η κρίση θα δημιουργήσει μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, της τάξης των 8 – 10 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Επίσης, το 2020 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου, αγγίζοντας το 207% του ΑΕΠ τον περασμένο Δεκέμβριο. Από το 2021 ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται ότι θα ακολουθήσει πτωτική τάση, καθώς θα αποσύρονται τα έκτακτα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία και η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει.
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η εξυπηρέτηση του χρέους θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Από τα δεδομένα αυτά προκύπτει σαφώς ότι η αύξηση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους είναι ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, μετά την πανδημία. Η διαχείρισή του θα απαιτήσει κατάλληλες αποφάσεις σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η κυβέρνηση έχει λάβει μέχρι τώρα μια σειρά από μέτρα, όπως οι ρυθμίσεις οφειλών και το πρόγραμμα Γέφυρα, τα οποία παρέχουν ανάσα στους οφειλέτες. Η ανακούφιση αυτή, όμως, είναι αναγκαστικά πρόσκαιρη. Οριστική λύση στο θέμα του ιδιωτικού χρέους μπορεί να δοθεί με γενναίες κινήσεις ελάφρυνσης, ενδεχομένως και με «κούρεμα» μέρους των μη εξυπηρετούμενων οφειλών. Αυτό, όμως, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο εφόσον υπάρξει αντίστοιχη κίνηση ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, στο πλαίσιο της ευρωζώνης και ειδικότερα με τη μετατροπή τμήματος του δημοσίου χρέους που κατέχει η ΕΚΤ σε ένα ομόλογο χωρίς τακτή λήξη και χωρίς τοκομερίδιο.
Παράλληλα, θα πρέπει να επιδιωχθεί η αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους, κυρίως όμως μέσα από την επιτάχυνση της ανάπτυξης, δηλαδή τη μεγέθυνση του παρονομαστή, αντί της εφαρμογής πολιτικών λιτότητας που θα προκαλούσαν ασφυξία στην οικονομία. Για τον ίδιο λόγο είναι απαραίτητη η διαμόρφωση ρεαλιστικών στόχων ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα, μετά την άρση της γενικής ρήτρας διαφυγής των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα σε σχέση με το χρέος της, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν μπορούν να αποδοθούν σε κακή διαχείριση. Αποτελούν συνέπειες μιας έκτακτης κατάστασης, η οποία δοκιμάζει τις αντοχές όλων και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων ευρωπαϊκών χωρών. Ανάλογη πρέπει να είναι και η αντιμετώπιση από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο την υπέρβαση τους.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου