Καμπάνα σε τράπεζα για παραπλάνηση πελάτη της σχετικά με την τοποθέτηση των καταθέσεων του σε επενδυτικά προϊόντα «έριξε» το Μονομελές Εφετείο της Λαμίας. Με την απόφασή του όχι μόνον δικαίωσε τον πελάτη, αλλά επέβαλε και στην τράπεζα να του επιστρέψει τα χρήματα, που είχε χάσει λόγω των συμβουλών της καθώς έκρινε πως ο ίδιος δεν μπορούσε να γνωρίζει τους πιθανούς κινδύνους.
Ειδικότερα, την επιστροφή σε τραπεζικό καταθέτη – επενδυτή, του χαμένου κεφαλαίου από την επένδυση σε ομόλογα λόγω υπαιτιότητας των υπαλλήλων της τράπεζας που δεν παρείχαν στον ενάγοντα ορθές και πλήρεις συμβουλές για τους επερχόμενους επενδυτικούς κινδύνους, αποφάσισε το Μονομελές Εφετείο της Λαμίας δικαιώνοντας συνταξιούχο ναυτικό ο οποίος έχασε τις αποταμιεύσεις μιας ζωής εμπιστευόμενος τα ομολογιακά προϊόντα της εναγόμενης τράπεζας και της θυγατρικής της.
Στην εν λόγω απόφαση του το Εφετείο απορρίπτει την έφεση της εναγόμενης τράπεζας και επικυρώνει την πρωτόδικη απόφαση που έχει εκδοθεί υπέρ του ενάγοντα ναυτικού, αφού έκρινε όλους τους ισχυρισμούς της τράπεζας ως αβάσιμους.
Η απόφαση υπογραμμίζει την υποχρέωση των τραπεζών κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, εντοπίζει ότι οι υπάλληλοι της υπέπεσαν σε παράβαση των υποχρεώσεων του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Η απόφαση δίνει πρωτίστως προτεραιότητα στην προστασία καταναλωτών, διευκρινίζοντας ότι σε αυτό υπάγονται όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και εκείνες που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών.
Η υπόθεση αφορά την υπηρεσία Private Banking της εναγόμενης τράπεζας και σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου “δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε οποιαδήποτε προσυμβατική ενημέρωση για την επίμαχη επένδυση και ειδικότερα για τα χαρακτηριστικά, τη φύση και τους κινδύνους που ελλοχεύει η αγορά του προαναφερόμενου επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του συντηρητικού προφίλ του ως καταθέτη. Δηλαδή σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης από την εργασία του ως ναυτικός ο ενάγων είχε σημαντικές απολαβές, εκ των οποίων εξοικονόμησε ένα σημαντικό ποσό, το οποίο λόγω και του συντηρητικού χαρακτήρα του, τοποθετούσε κατά σταθερό και πάγιο τρόπο σε απλούς καταθετικούς και κυρίως σε προθεσμιακούς λογαριασμούς της πρώτης εναγομένης τράπεζας ούτως ώστε αφενός να διατηρεί τα χρήματα του «κλειστά» και να απολαμβάνει σταθερής είσπραξης των τόκων που θα παρήγαγαν για τα επόμενα έτη, αφετέρου να έχει τη δυνατότητα ανάληψης – ρευστοποίησης του προϊόντος τους ανά πάσα στιγμή για την περίπτωση που παρουσιαζόταν κάποια έκτακτη ανάγκη στη ζωή του, γεγονός που αποτελούσε και προαπαιτούμενο για αυτόν. Περαιτέρω η τράπεζα προχώρησε σε πώληση μέρους των ομολόγων του στο διάστημα που ο ίδιος απουσίαζε σε επαγγελματικό υπερατλαντικό ταξίδι χωρίς να τον ενημερώσει. Στη συνέχεια σε ενημερωτικό δελτίο που έλαβε για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του διαπίστωσε ότι η αναγραφόμενη αξία του ένδικου ομολόγου είχε μειωθεί για πρώτη φορά και ήταν κάτω από την αξία του αρχικώς τοποθετημένου κεφαλαίου του.
«Η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, η οποία εκδηλώθηκε έναντι του ενάγοντος, συνιστάμενη στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής ορθής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του ενάγοντος – πελάτη των εναγόμενων, σχετικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου του, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996, φέρνει τις εναγόμενες σε υπαίτια θέση έναντι των πελατών τους, ακριβώς εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους από τη συναφθείσα σύμβαση, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι σε κάθε περίπτωση αθέτησαν τις απορρέουσες από την ένδικη σύμβαση υποχρεώσεις τους, καθόσον προέβησαν στην εν λόγω επένδυση εν αγνοία του ενάγοντος, μολονότι δεν είχαν τη δυνατότητα της εν λευκώ διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του» αποφαίνεται το εφετείο.
Με την δικαστική απόφαση (21/2020) αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν αλληλέγγυα και εις ολόκληρον η καθεμία εξ αυτών στον ενάγοντα το ποσό των (23.600 + 3.000=) 26.600 ευρώ και υποχρεώθηκαν αυτές να καταβάλουν αλληλέγγυα και εις ολόκληρον η καθεμία εξ αυτών στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Ειδικότερα, την επιστροφή σε τραπεζικό καταθέτη – επενδυτή, του χαμένου κεφαλαίου από την επένδυση σε ομόλογα λόγω υπαιτιότητας των υπαλλήλων της τράπεζας που δεν παρείχαν στον ενάγοντα ορθές και πλήρεις συμβουλές για τους επερχόμενους επενδυτικούς κινδύνους, αποφάσισε το Μονομελές Εφετείο της Λαμίας δικαιώνοντας συνταξιούχο ναυτικό ο οποίος έχασε τις αποταμιεύσεις μιας ζωής εμπιστευόμενος τα ομολογιακά προϊόντα της εναγόμενης τράπεζας και της θυγατρικής της.
Στην εν λόγω απόφαση του το Εφετείο απορρίπτει την έφεση της εναγόμενης τράπεζας και επικυρώνει την πρωτόδικη απόφαση που έχει εκδοθεί υπέρ του ενάγοντα ναυτικού, αφού έκρινε όλους τους ισχυρισμούς της τράπεζας ως αβάσιμους.
Η απόφαση υπογραμμίζει την υποχρέωση των τραπεζών κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, εντοπίζει ότι οι υπάλληλοι της υπέπεσαν σε παράβαση των υποχρεώσεων του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Η απόφαση δίνει πρωτίστως προτεραιότητα στην προστασία καταναλωτών, διευκρινίζοντας ότι σε αυτό υπάγονται όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και εκείνες που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών.
Η υπόθεση αφορά την υπηρεσία Private Banking της εναγόμενης τράπεζας και σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου “δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε οποιαδήποτε προσυμβατική ενημέρωση για την επίμαχη επένδυση και ειδικότερα για τα χαρακτηριστικά, τη φύση και τους κινδύνους που ελλοχεύει η αγορά του προαναφερόμενου επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του συντηρητικού προφίλ του ως καταθέτη. Δηλαδή σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης από την εργασία του ως ναυτικός ο ενάγων είχε σημαντικές απολαβές, εκ των οποίων εξοικονόμησε ένα σημαντικό ποσό, το οποίο λόγω και του συντηρητικού χαρακτήρα του, τοποθετούσε κατά σταθερό και πάγιο τρόπο σε απλούς καταθετικούς και κυρίως σε προθεσμιακούς λογαριασμούς της πρώτης εναγομένης τράπεζας ούτως ώστε αφενός να διατηρεί τα χρήματα του «κλειστά» και να απολαμβάνει σταθερής είσπραξης των τόκων που θα παρήγαγαν για τα επόμενα έτη, αφετέρου να έχει τη δυνατότητα ανάληψης – ρευστοποίησης του προϊόντος τους ανά πάσα στιγμή για την περίπτωση που παρουσιαζόταν κάποια έκτακτη ανάγκη στη ζωή του, γεγονός που αποτελούσε και προαπαιτούμενο για αυτόν. Περαιτέρω η τράπεζα προχώρησε σε πώληση μέρους των ομολόγων του στο διάστημα που ο ίδιος απουσίαζε σε επαγγελματικό υπερατλαντικό ταξίδι χωρίς να τον ενημερώσει. Στη συνέχεια σε ενημερωτικό δελτίο που έλαβε για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του διαπίστωσε ότι η αναγραφόμενη αξία του ένδικου ομολόγου είχε μειωθεί για πρώτη φορά και ήταν κάτω από την αξία του αρχικώς τοποθετημένου κεφαλαίου του.
«Η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, η οποία εκδηλώθηκε έναντι του ενάγοντος, συνιστάμενη στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής ορθής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του ενάγοντος – πελάτη των εναγόμενων, σχετικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου του, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996, φέρνει τις εναγόμενες σε υπαίτια θέση έναντι των πελατών τους, ακριβώς εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους από τη συναφθείσα σύμβαση, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι σε κάθε περίπτωση αθέτησαν τις απορρέουσες από την ένδικη σύμβαση υποχρεώσεις τους, καθόσον προέβησαν στην εν λόγω επένδυση εν αγνοία του ενάγοντος, μολονότι δεν είχαν τη δυνατότητα της εν λευκώ διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του» αποφαίνεται το εφετείο.
Με την δικαστική απόφαση (21/2020) αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν αλληλέγγυα και εις ολόκληρον η καθεμία εξ αυτών στον ενάγοντα το ποσό των (23.600 + 3.000=) 26.600 ευρώ και υποχρεώθηκαν αυτές να καταβάλουν αλληλέγγυα και εις ολόκληρον η καθεμία εξ αυτών στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Όπως αποδείχθηκε κατά το έτος 2006 ότι τον ναυτικό προσέγγισαν υπάλληλοι της εναγομένης τράπεζας στο υποκατάστημα της Λαμίας και επικαλούμενοι ότι ανήκε στο «εκλεκτό πελατολόγιο» αυτής λόγω του σημαντικού ύψους των καταθέσεων του, του πρότειναν να μεταφερθεί στο πελατολόγιο του Τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής της (Private Banking), όπου και θα τύγχανε προνομιακής μεταχείρισης και προσοχής. Ειδικότερα, ο υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, με τον οποίο είχε και μακρόχρονη γνωριμία, …, που χειριζόταν τις προθεσμιακές καταθέσεις του ενάγοντος, εκθείαζε τη δυνατότητα άμεσης ενημέρωσης που μπορούσε να είχε ο ενάγων από το Private Banking της πρώτης εναγομένης, το οποίο ήταν στελεχωμένο με έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό, δηλώνοντας του ότι η δεύτερη εναγομένη (σ.σ. Θυγατρική της πρώτης) ανώνυμη εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, υπό την αρμοδιότητα και την ευθύνη της οποίας λειτουργούσε το ανωτέρω Τμήμα, θα αξιοποιούσε με ασφαλή τρόπο τις αποταμιεύσεις του, προσφέροντας του τόσο προθεσμιακές καταθέσεις όσο και άλλα αποταμιευτικά προϊόντα με παρόμοια χαρακτηριστικά σταθερότητας, ασφάλειας, απόδοσης και εγγύησης, όπως αυτά μιας κοινής προθεσμιακής κατάθεσης, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να απολαμβάνει πιο ελκυστικά και ανταγωνιστικά επιτόκια σε σχέση με αυτά που παρείχε το κλασικό δίκτυο τραπεζικής της πρώτης των εναγομένων… Μάλιστα οι υπάλληλοι τον διαβεβαίωσαν ότι το Τμήμα Private Banking διέθετε τέτοιου είδους αποταμιευτικά προϊόντα, απολύτως μηδενικού ρίσκου τόσο ως προς την τύχη του κεφαλαίου όσο και ως προς την σταθερότητα των αποδόσεων τους, ενώ το προς τοποθέτηση κεφάλαιο θα ήταν απόλυτα εγγυημένο από την πρώτη εναγομένη χωρίς την παραμικρή διακινδύνευση, οι ιδιότητες δε των εν λόγω προϊόντων προσιδίαζαν με τις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις. Οι υπάλληλοι των εναγομένων εταιριών διαβεβαίωσαν τον ενάγοντα πως η επένδυση του (ύψους 180.000 ευρώ) στο επίδικο ομόλογο προσομοίαζε με τις προθεσμιακές καταθέσεις και ότι το κεφάλαιο του ήταν εξασφαλισμένο και εγγυημένο, όπως συνέβη και στις προσωπικές τους υποθέσεις.
Με τις ως άνω τοποθετήσεις των χρημάτων του ο ενάγων είχε την εύλογη πεποίθηση ότι αυτά ήταν κεφαλαιακώς εγγυημένα από την πρώτη εναγομένη και διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή κατά τη βούληση του, τα οποία θα του απέφεραν σταθερό εισόδημα, γεγονότα για τα οποία τον είχαν διαβεβαιώσει οι προστηθέντες των εναγομένων εταιρειών, οι οποίοι, σημειωτέον, για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών ελάμβαναν και το ανάλογο bonus…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου