Κε Διοικητά της ΤτΕ,
Δια της παρούσης σας καλώ να μου εξηγήσετε για ποιο λόγο θα πρέπει να γίνω συνεργάσιμος και ποιο θα είναι το όφελος που θα αποκομίσω, τη στιγμή που, δηλώνοντας Συνεργάσιμος Δανειολήπτης, θα νομιμοποιήσω στην πράξη τις παράνομες, ανήθικες, αισχροκερδείς, καταχρηστικές και προδήλως άκυρες πιστωτικές μου συμβάσεις, αντικαθιστώντας τες μάλιστα με τις νέες των προτεινομένων ρυθμίσεων, παραιτούμενος έτσι των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μου, που δεν μπορούν να ανατραπούν ή να περιοριστούν από κανένα Μνημόνιο και, τέλος, θα αναγνωρίσω τα υπόλοιπα των πιστωτικών μου συμβάσεων ως δήθεν βέβαια και εκκαθαρισμένα, ενώ σήμερα αυτά κρίνονται ως ανεκκαθάριστα, σύμφωνα την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία και τη νομολογία των δικαστηρίων όλης της χώρας.
Κε Διοικητά της ΤτΕ,
Γνωρίζετε καλώς ότι, ο θεσμός του Συνεργάσιμου Δανειολήπτη και o Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών, θεσπίστηκαν παρά φύση, αυθαίρετα και μονομερώς από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να έχει αντίστοιχα θεσπιστεί ο θεσμός του Συνεργάσιμου Τραπεζίτη και ένας, έστω και στοιχειώδης, Κώδικας Αξιοπρέπειας των Δανειοληπτών. Αντιθέτως, με το ΦΕΚ 2219/15-10-2015 και την απόφαση 148/10/5.10.2015 της ΕΠΑΘ, ο Συνεργάσιμος Δανειολήπτης συνιστά κάτι ανάλογο του συνεργάσιμου με τους Γερμανούς Έλληνα της Κατοχής ενώ, το «Πιστοποιητικό Τραπεζικών Φρονημάτων» που θα του χορηγείται για την πολύτιμη συνεργασία του με το τραπεζικό σύστημα, θα είναι ανάλογο του πάλαι ποτέ πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων της μεταπολεμικής περιόδου και της Χούντας.
Γνωρίζετε επίσης καλώς ότι οι πιστωτικές μας συμβάσεις και οι δι’ αυτών χορηγηθείσες πιστώσειςμας, συνήφθησαν και συνομολογήθηκαν ως εξής :
· Αντίθετα με τις αρχές και το πλαίσο του Παραρτήματος II, ΠΔ/ΤΕ 2560/01.04.2005.
· Αντίθετα με την παρ. 2, ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002 και με τις διατάξεις του άρθρου 4, ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών».
· Αντίθετα με την αρχή του Υπεύθυνου Δανεισμού και την ΚΥΑ Ζ1-699/ΦΕΚ Β΄ 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23/04/ 2008.
· Αντίθετα με τις θεμελιώδεις αρχές της Ρευστότητας και της Ασφάλειας.
· Αντίθετα με το εποπτικό πλαίσιο του Συμφώνου της Βασιλείας του 1988.
· Αντίθετα με το εποπτικό πλαίσιο και τις υποχρεώσεις κεφαλαιακής επάρκειας του άρθρου 28, ν. 3601/2007, της ΠΔ/ΤΕ 2595/20.8.2007 και του άρθρου 27, ν. 3601/2007, καθώς και αντίθετα με τις ΠΔ/ΤΕ 2630/2010, 2588/2007, 2589/2007, 2590/2007, 2646/2011, 2655/19.03.2012, 2645/2011, 2594/2007, 2595/2007, 2635/2010 και ΠΔ/ΤΕ 2620/28.08.2009, με τις οποίες ολοκληρώθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3601/2007, η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των εξειδικευμένων διατάξεων των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτριών τραπεζών μου, γνωστό κατά τα ανωτέρω και ως ΒΑΣΙΛΕΙΑ II (26/06/2004) και, ειδικότερα, αντίθετα με τους ΠΥΛΩΝΕΣ 1, 2 και 3 αυτής.
Κε Διοικητά της ΤτΕ,
Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, ασκώντας τα εκ του Νόμου και του Συντάγματοςκατοχυρωμένα δικονομικά μας δικαιώματα, μπορούμε με αγωγή κατά των πιστωτριών τραπεζώνμας, να ζητήσουμε να αναγνωρισθεί :
· Ότι, οι πιστώτριές μας τράπεζες άσκησαν καταχρηστικά το δικαίωμά τους ως προς την σύναψη πιστωτικών συμβάσεων και συγκεκριμένα προέβησαν στην σύναψη των πιστωτικών μας συμβάσεων κατά παράβαση του άρθρου (281 ΑΚ), ήτοι καθ΄υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
· Ότι, οι πιστωτικές μας συμβάσεις είναι αντίθετες στα χρηστά ήθη κατ΄ άρθρον (178 ΑΚ), ειδικότερα αισχροκερδείς κατ΄ άρθρον (179 ΑΚ), και συνεπώς άκυρες κατ΄ άρθρον (180ΑΚ).
· Ότι, οι πιστωτικές μας συμβάσεις έχουν συναφθεί παράνομα, και ως εκ τούτου είναι άκυρες σε συνδυασμό με το άρθρο (174 ΑΚ).
· Ότι, κατά την σύναψη των πιστωτικών μας συμβάσεων, οι τράπεζες παραβίασαν την διάταξη του άρθρου (288 ΑΚ), σε ότι αφορά τις παρεπόμενες υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από την σχέση εμπιστοσύνης με τον δανειολήπτη.
· Ότι, δυνάμει της Επίσημης Εφημερίδας των ΕΚ, αριθμ. L 296 της 15.11.2011, σελ. 35 και της Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12), επειδή το ΣΕΠΕ (Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο) πρέπει να υπολογίζεται μόνο με τον προβλεπόμενο σε αυτή, σύνθετο μαθηματικό τύπο, οι απαιτήσεις των πιστωτριών τραπεζών μας που δεν έχουν υπολογισθεί κατά τα ανωτέρω (α) δεν είναι ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ, (β) δεν είναι ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΜΕΝΕΣ και (γ) δεν δύνανται να εκκαθαριστούν με απλές αριθμητικές πράξεις, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, επί της έδρας του δικαστηρίου, ενώ οι δικαστές, σύμφωνα και με την από 05/09/2015 Γνωμοδότηση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν διαθέτουν τις απαραίτητες, εξειδικευμένες μαθηματικές γνώσεις για να εφαρμόσουν τον σύνθετο μαθηματικό τύπο της Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12).
· Ότι, οι πιστώτριές μας τράπεζες, κατά την έννοια του άρθρου (300 ΑΚ), συντέλεσαν εξ οικείου πταίσματος στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας πιστωτικού κινδύνου ως προς τις απαιτήσεις τους από τις επισφαλείς και ανεπίδεκτες είσπραξης πιστώσεις μας και, έτσι, έχουν συνευθύνη και συνυπαιτιότητα στην υπερχρέωσή μας και στην αντικειμενική αδυναμία μας να εξυπηρετήσουμε τις κατά τα ανωτέρω συναφθείσες πιστωτικές μας συμβάσεις.
· Ότι, κατά τα ανωτέρω, (α) είναι άκυρη η οφειλή τόκου δυνάμει των πιστωτικών μας συμβάσεων, άλλως (β) πρέπει να απαλλαγούμε από το κόστος της χορηγηθείσας πίστωσης, περιλαμβανομένων των τόκων και (γ) άλλως, δια των πιστωτικών μας συμβάσεων έχουν συνομολογηθεί και ληφθεί υπέρμετροι (τοκογλυφικοί) τόκοι.
· Ότι, η κατ’ άρθρο 106, παρ. 2 του Συντάγματος ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας των πιστωτριών τραπεζών μας, έγινε εκ προθέσεως παράνομα και προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.
· Ότι, κατά τη συμβατική μας σχέση με τις πιστώτριές μας τράπεζες, παραβιάστηκε και πρέπει να αποκατασταθεί η Συνταγματική αρχή του Κοινωνικού Κράτους δικαίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 25, παρ.1 του Συντάγματος (αρχές τριτενέργειας και αναλογικότητας).
· Ότι, συντρέχουν οι προϋποθέσεις να μειωθούν οι απαιτήσεις των πιστωτριών μας τραπεζών και αυτές να απομειωθούν, ήτοι κατά τη σύγχρονη τραπεζική ορολογία να «κουρευτούν», κατά ποσό ανάλογο της ανακεφαλαιοποίησης που έλαβε από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) εκάστη εξ' αυτών για την απόσβεση της ζημίας του πιστωτικού τους κινδύνου, επειδή αυτή είχε ως αποτέλεσμα, δια της οριστικής πλέον εγγραφής της στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας, την αναγκαστική χρέωση όλων ημών, των φορολογουμένων στην Ελλάδα φυσικών και νομικών προσώπων, προς βλάβη της περιουσίας μας.
· Ότι, άλλως, εφόσον καταβάλλουμε το σύνολο των απαιτήσεων όλων των πιστωτικών μας συμβάσεων, θα έχουμε αξίωση κατά των πιστωτριών μας τραπεζών με βάση την έννομη σχέση του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ΄ άρθρον (904 ΑΚ), σε συνδυασμό με το άρθρο (69 Κ.Πολ.δ.), για το ως ποσό της ανακεφαλαιοποίησης, επειδή η κατά τα ανωτέρω αναλογική μας χρέωση ως φορολογούμενοι έγινε προς βλάβη της περιουσίας μας και, έτσι, συνιστά πλουτισμό τους από την περιουσία μας και επί ζημία μας.
· Ότι, κατά τα ανωτέρω, όλες οι απαιτήσεις των πιστωτριών τραπεζών μας δεν είναι ορισμένες και εκκαθαρισμένες, κατά την έννοια του άρθρου (916 του Κ.Πολ.Δ).
Κε Διοικητά της ΤτΕ,
Κατόπιν όλων αυτών, σας καλώ να μας εξηγήσετε για ποιο λόγο θα πρέπει να γίνουμε Συνεργάσιμοι Δανειολήπτες και ποιο θα είναι το όφελος που θα αποκομίσουμε, νομιμοποιώντας στην πράξη τις παράνομες, ανήθικες, αισχροκερδείς, καταχρηστικές και προδήλως άκυρες πιστωτικές μας συμβάσεις, αντικαθιστώντας τες μάλιστα με τις νέες των προτεινομένων ρυθμίσεων, παραιτούμενοι έτσι των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μας, που δεν μπορούν να ανατραπούν ή να περιοριστούν από κανένα Μνημόνιο και αναγνωρίζοντας τα υπόλοιπα των πιστωτικών μας συμβάσεων ως δήθεν βέβαια και εκκαθαρισμένα.
Κυριάκος Τόμπρας
Πρόεδρος Κινήματος ΥΠΕΡΒΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου