Όταν στις 24 Ιανουαρίου 2022, το newmoney αποκάλυψε ότι δύο μέρες μετά, στις 26 Ιανουαρίου, θα έβγαινε στο σφυρί το σπίτι – μουσείο του αείμνηστου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου κάτω από την Ακρόπολη, δημιουργήθηκε αίσθηση.
Ωστόσο, λόγω των έκτακτων μέτρων που ελήφθησαν για την κακοκαιρία «Ελπίδα» (αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων και των πλειστηριασμών στις 25 και 26 Ιανουαρίου) το προγραμματισμένο σφυρί δεν χτύπησε και μπήκε «σε αναστολή». Ενδεχομένως με αυτόν τον τρόπο να δόθηκε και ο χρόνος ώστε να βρεθεί μια λύση.
Όπως όλα δείχνουν, αυτή η λύση δεν βρέθηκε κι έτσι χθες, Παρασκευή, το μεσημέρι, το εμβληματικό αυτό ακίνητο επανήλθε στην πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, με προγραμματισμό για τις 21 Σεπτεμβρίου 2022.
Για να ξεκινήσουμε από τα τυπικά, επισπεύδουσα είναι η «Vega II NPL Finance DAC», ειδικός διάδοχος της Τράπεζας Πειραιώς, για λογαριασμό της οποίας ενεργεί η Intrum.
Ο πλειστηριασμός στρέφεται κατά της Δροσούλας Έλλιοτ, το γένος Σπυρίδωνος και Αγγελικής Βασιλείου, και η αναγκαστική κατάσχεση που έγινε στις 14 Ιουνίου 2021 αφορά τον πρώτο και δεύτερο όροφο οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου, «στη θέση “Κολωνάκι”, όπισθεν της Ακροπόλεως, πλησίον του Σερπεντζέ και συγκεκριμένα επί της οδού Γουέμπστερ αριθμός 5». Επίσης, η τιμή πρώτης προσφοράς έχει οριστεί στις 533.861 ευρώ, όπως και τον Ιανουάριο.
Η ουσία και το θρυλικό ατελιέ
Πίσω από αυτές τις τυπικές λέξεις, κρύβεται η ουσία που αφορά ένα ζωντανό μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, καθώς το συγκεκριμένο ακίνητο αποτέλεσε για δεκαετίες το σπίτι – ατελιέ του σπουδαίου Σπύρου Βασιλείου, ταυτόχρονα όμως και σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής για την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας.
Ο Σπύρος Βασιλείου, που γεννήθηκε το 1903 στο Γαλαξίδι και έφυγε από τη ζωή το Μάρτιο του 1985, υπήρξε κλασσικός εκπρόσωπος της περίφημης «γενιάς του ‘30», αλλά και ένας από τους πλέον παραγωγικούς -6.000 ζωγραφικά έργα- αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς. Στο πρόσωπό του συνέπιπταν οι ιδιότητες του ζωγράφου, αγιογράφου, χαράκτη, σκηνογράφου, όπως και του συγγραφέα και δασκάλου. Σύμφωνα με τους ειδικούς «την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονών του ρευμάτων».
Σπούδασε από το 1921 ως το 1926 στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Νικόλαο Λύτρα, το 1929 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί Στρατηγοπούλου και το 1930 κέρδισε το Μπενάκειο Βραβείο για τα σχέδια των τοιχογραφιών του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Συμμετείχε σε πολλές διεθνείς διοργανώσεις, όπως στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1964, της Αλεξάνδρειας το 1957 και του Σάο Πάολο το 1959. Το 1955 οι εικόνες που φιλοτέχνησε για τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Detroit παρουσιάστηκαν στο Ινστιτούτο της πόλης, ενώ το 1960 το έργο του «Φώτα και Σκιές» εξετέθη στο Μουσείο Guggenheim και τιμήθηκε με το τοπικό βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA.
Για πολλά χρόνια δίδαξε σε ελεύθερες σχολές και σε σχολές θεάτρου, ενώ ήδη από το 1927 άρχισε να ασχολείται και με τη σκηνογραφία. Έκανε την πρώτη σκηνογραφική του δουλειά για το Εθνικό Θέατρο το 1949 και μεταξύ πολλών άλλων το 1969 σκηνογράφησε την υποψήφια για Όσκαρ κινηματογραφική ταινία «Ηλέκτρα» του Μ. Κακογιάννη.
Ο ζωγραφικός κόσμος του Βασιλείου επικεντρώθηκε σε οικεία πρόσωπα και σε νοσταλγικά αντικείμενα, όπως η παλιά λάμπα με την οπαλίνα κρεμασμένη σαν καντήλι στο μέσον ενός μπλε ουρανού, ο χαρταετός, το στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι, ο παλιός καθρέφτης, ενταγμένα πάντα σε μια εντελώς δική του τοπιογραφία.
ΠΗΓΗ-ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου