Δεκτή έγινε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή υπαλλήλων σε δήμο, με την οποία αιτούνταν να αναγνωριστεί ότι εκάστη εξ αυτών συνδέεται με το εναγόμενο ΝΠΔΔ με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εντασσόμενη στο τακτικό προσωπικό του, κατόπιν αποδοχής από το εναγόμενο ΝΠΔΔ της αγωγής περί ορθού νομικού χαρακτηρισμού των εργασιακών σχέσεων των εναγουσών με αυτό (ΜΠρΑθ 459/2022).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το αποδεικτικό μέσο της ομολογίας διακρίνεται στη δικαστική ομολογία, δηλαδή αυτή που γίνεται προφορικά ή γραπτά ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη, και στην εξώδικη, όπως είναι αυτή που απευθύνεται σε άλλο δικαστήριο από αυτό που δικάζει ή περιέχεται σε έγγραφο που εκδίδεται από διάδικο.
Η δικαστική ομολογία, η οποία έχει υπόσταση ως αποδεικτικό μέσο όταν περιέχει πραγματικό γεγονός επιζήμιο για εκείνον που ομολογεί και ωφέλιμο για τον αντίδικο του, αναφέρεται στα πραγματικά γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και τα οποία αναγνωρίζονται ως αληθινά, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε. Η ομολογία διαφέρει από την αποδοχή της αγωγής, η οποία, κατ' άρθρο 298 του ΚΠολΔ, είναι μονομερής δήλωση του εναγομένου περί του ότι αναγνωρίζει το νομικό ισχυρισμό του ενάγοντος, ήτοι τη διαγνωστέα έννομη συνέπεια, ως βάσιμη.
Συνεπώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αποδοχή διαφέρει από την ομολογία, διότι με την τελευταία αναγνωρίζονται όλα τα πραγματικά γεγονότα της ιστορικής βάσης της αγωγής ως αληθινά, ενώ με την αποδοχή αναγνωρίζεται μόνον το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, στο οποίο αναφέρεται το αίτημα της αγωγής. Αποτέλεσμα τούτου, σε περίπτωση αποδοχής, είναι να εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με αυτή, χωρίς να προηγηθεί έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, ήτοι ακόμα και εάν ο εμπεριεχόμενος συλλογισμός, τον οποίο αποδέχεται ο εναγόμενος, είναι νόμω αβάσιμος, αφού ο ίδιος αναγνωρίζει την ύπαρξη της επίδικης υποχρέωσης του. Αντιθέτως, σε περίπτωση ομολογίας από τον εναγόμενο, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως τόσο το παραδεκτό όσο και το νόμω βάσιμο της αγωγής, δεδομένου ότι η ομολογία καταλαμβάνει μόνον την ιστορική βάση αυτής.
Απόσπασμα απόφασης
Το αποδεικτικό μέσο της ομολογίας διακρίνεται στη δικαστική ομολογία, δηλαδή αυτή που γίνεται προφορικά ή γραπτά ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη, και στην εξώδικη, όπως είναι αυτή που απευθύνεται σε άλλο δικαστήριο από αυτό που δικάζει ή περιέχεται σε έγγραφο που εκδίδεται από διάδικο (άρ. 352 και 353 του ΚΠολΔ, αντίστοιχα). Η δικαστική ομολογία, η οποία έχει υπόσταση ως αποδεικτικό μέσο όταν περιέχει πραγματικό γεγονός επιζήμιο για εκείνον που ομολογεί και ωφέλιμο για τον αντίδικο του, αναφέρεται στα πραγματικά γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και τα οποία αναγνωρίζονται ως αληθινά, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε (βλ. ΑΠ 6/2019, ΑΠ 96/2018, ΑΠ 412/2018, ΑΠ 188/2017, ΑΠ 691/2017, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 964/2013, όλες δημ. σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Υπό την ως άνω έννοια, της παραδοχής των επιβλαβών για τον συνομολογούντα γεγονότων, η ομολογία διαφέρει από την αποδοχή της αγωγής, η οποία, κατ' άρθρο 298 του ΚΠολΔ, είναι μονομερής δήλωση του εναγομένου περί του ότι αναγνωρίζει το νομικό ισχυρισμό του ενάγοντος, ήτοι τη διαγνωστέα έννομη συνέπεια, ως βάσιμη. Συνεπώς, η αποδοχή διαφέρει από την ομολογία, διότι με την τελευταία, όπως προεκτέθηκε, αναγνωρίζονται όλα τα πραγματικά γεγονότα της ιστορικής βάσης της αγωγής ως αληθινά, ενώ με την αποδοχή αναγνωρίζεται μόνον το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, στο οποίο αναφέρεται το αίτημα της αγωγής. Αποτέλεσμα τούτου, σε περίπτωση αποδοχής, είναι να εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με αυτή, χωρίς να προηγηθεί έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, ήτοι ακόμα και εάν ο εμπεριεχόμενος συλλογισμός, τον οποίο αποδέχεται ο εναγόμενος, είναι νόμω αβάσιμος, αφού ο ίδιος αναγνωρίζει την ύπαρξη της επίδικης υποχρέωσης του. Αντιθέτως, σε περίπτωση ομολογίας από τον εναγόμενο, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως τόσο το παραδεκτό όσο και το νόμω βάσιμο της αγωγής, δεδομένου ότι η ομολογία καταλαμβάνει, όπως προεκτέθηκε, μόνον την ιστορική βάση αυτής (βλ. ΑΠ 1059/2001, ΕφΑΘ 807/2009, ΕφΑΘ 3024/2008, ΕφΑΘ 4171/2004, ΕδΑΘ 29931/2000, ΕφΑΘ 926/1996, ΠΠΑΘ 4089/2015, ΠΠΑΘ 1525/2011, όλες δημ. σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ωστόσο, σημειώνεται ότι η προαναφερόμενη ενέργεια της αποδοχής, δεν επεκτείνεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποδοχής. Ήτοι, ακόμα και επί αποδοχής της αγωγής από τον εναγόμενο, εξετάζεται από το Δικαστήριο η κανονικότητα της άσκησης της από άποψη προδικασίας και η αρμοδιότητα. Ομοίως η αποδοχή της αγωγής δεν είναι έγκυρη και δεν αναπτύσσει ενέργεια όταν οι έννομες συνέπειες είναι εντελώς άγνωστες δεν αναγνωρίζονται ή αντιστρατεύονται θεμελιώδεις αρχές και αξίες του ελληνικού δικαίου (βλ. ΕφΑΘ 2393/2007, ΕφΑΔ 2008/891, ΕφΑΘ 2931/2000, ΕλλΔνη 2002/172, Χ. Απαλαγάκη, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», σε άρ. 298, σελ. 826, Ν. Νίκας, «Πολιτική Δικονομία», τ. ΙΙ, 2005, σελ. 607). Περαιτέρω, η αποδοχή γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298 και 297 του ΚΠολΔ, με δήλωση του εναγομένου ενώπιον του Δικαστηρίου, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον ενάγοντα ή με σχετική δήλωση στις προτάσεις, ή ακόμα και σιωπηρά, με πράξεις από τις οποίες συνάγεται, με σαφήνεια και αναμφίβολα, η θέληση του εναγομένου να αποδεχθεί την αγωγή, χωρίς να απαιτείται και η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 98 ΚΠολΔ, η αποδοχή της αγωγής μπορεί να γίνει και από δικαστικό πληρεξούσιο του εναγομένου, εφόσον όμως αυτός έχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου