Την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ύστερα από 10 και πλέον χρόνια προανήγγειλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς και τον τερματισμό των καθαρών αγορών ομολόγων.
Το Δ.Σ. της ΕΚΤ ανακοίνωσε συγκεκριμένα μετά τη συνεδρίασή του ότι σχεδιάζει να προχωρήσει σε αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 0,25% στην επόμενη συνεδρίασή του τον Ιούλιο διαμηνύοντας παράλληλα ότι προτίθεται να προβεί και σε νέα αύξηση τους -το ύψος της οποίας θα καθοριστεί από την πορεία του πληθωρισμού- τον Σεπτέμβριο. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό επιμείνουν ή επιδεινωθούν, τότε η αύξηση του Σεπτεμβρίου θα είναι μεγαλύτερη από αυτήν του Ιουλίου.
Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ακόμη τον τερματισμό των καθαρών αγορών ομολόγων, τόσο στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγορών περιουσιακών στοιχείων λόγω της πανδημίας (ΡΕΡΡ) όσο και του τακτικού ΑΡΡ. Διεμήνυσε ωστόσο ότι θα συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά από την εξόφληση τίτλων που έχει αποκτήσει καθώς και ότι οι καθαρές αγορές ομολόγων θα μπορούσαν να επανεκκινήσουν εάν οι συνθήκες στις αγορές επιδεινωθούν λόγω πανδημίας. Στο πλαίσιο αυτό, επανέλαβε τη δέσμευση για στήριξη της Ελλάδας που βρίσκεται εκτός επενδυτικής βαθμίδας με αγορές ομολόγων που εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο πέρα και πάνω από τη μετακύλιση λήξεων, προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη διαταραχή.
Η ΕΚΤ εξέφρασε την ανησυχία της για τον πληθωρισμό ο οποίος ξεπέρασε τις εκτιμήσεις της και όπως ανέφερε αποτελεί «μείζονα πρόκληση για όλους μας». Αναμένει πλέον ότι ο ετήσιος πληθωρισμός θα εκτοξευθεί φέτος στο 6,8% (έναντι 5,1% που προέβλεπε τον Μάρτιο) και εν συνεχεία θα επιβραδυνθεί στο 3,5% το 2023 και στο 2,1% το 2024 (αντί του 2,1% και του 1,9% που ήταν η προηγούμενη εκτίμησή της).
Ανάλογα χειρότερες είναι και οι προβλέψεις της για την ανάπτυξη. Η κεντρική τράπεζα περιμένει πλέον ότι η ανάπτυξη της ευρωζώνης θα προσεγγίσει φέτος το 2,8% αντί του 3,7% που προέβλεπε νωρίτερα ενώ για το 2023 και το 2024 περιμένει ανάπτυξη 2,1% και τις δυο χρονιές έναντι 2,8% και 1,6% που εκτιμούσε αρχικά.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε της συνεδρίασης του Δ.Σ. ότι οι πιέσεις στην οικονομική δραστηριότητα θα συνεχιστούν λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, των λοκντάουν στην Κίνα και των προβλημάτων στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Η αδικαιολόγητη επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας συνεχίζει να επιβαρύνει την ευρωπαϊκή οικονομία, όμως από την άλλη πλευρά υπάρχει στήριξη της ανάπτυξης από την επανέναρξη της δραστηριότητας, την ισχυρή αγορά εργασίας, τα αντισταθμιστικά μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων και τις αποταμιεύσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υπο αυτό το πρίσμα η ΕΚΤ θεωρεί απίθανη μια ύφεση.
Ωστόσο κάποιοι οικονομολόγοι θεωρούν ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες ύφεσης της ευρωζώνης στο β’ εξάμηνο του 2023. Η αχίλλειος πτέρνα, τονίζουν, είναι η Ιταλία. Τα υψηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ και το μελλοντικό κόστος δανεισμού της γειτονικής χώρας γεννούν ερωτηματικά για τη βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους, το οποίο στη διάρκεια της πανδημίας ξεπέρασε το 160% του ΑΕΠ. Η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι πιο «προβλέψιμη» στην αύξηση των επιτοκίων της σε σχέση με τις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, σε μια περίοδο που η θέση της είναι πολύ δύσκολη εξ αιτίας του υψηλού πληθωρισμού, της οικονομικής επιβράδυνσης και της πιο σφικτής αγοράς εργασίας.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου