Στο στόχαστρο της Κομισιόν βρίσκεται η Ελλάδα, με επιστολή που απηύθυνε η Ευρωπαία Επίτροπος Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Μέιριντ Μακγκίνες στις 10 Ιανουαρίου 2022 στον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, με την οποία του ζητάει να απαντήσει για μια σειρά από σοβαρά ζητήματα που αναδείχθηκαν κατά την αξιολόγηση που διενήργησε προ μηνών το Συμβούλιο της Ευρώπης στους φορείς που εμπλέκονται στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του newsbomb.gr, το Συμβούλιο της Ευρώπης διαπίστωσε σοβαρές ελλείψεις σε σχέση με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του πλαισίου για το ξέπλυμα χρήματος στην Ελλάδα και αδυναμίες σε συγκεκριμένους τομείς και φορείς, όπως η Αρχή για το Ξέπλυμα, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η ΑΑΔΕ, η ΕΛΤΕ, κ.ά.
Διαπίστωσε πως δικηγόροι, λογιστές και κτηματομεσίτες δεν ελέγχουν επαρκώς τους πελάτες τους για ξέπλυμα χρήματος, ότι δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος στα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, ότι το μητρώο πραγματικών δικαιούχων δεν είναι λειτουργικό και δεν χρηματοδοτείται επαρκώς, πως η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες δεν είναι επαρκώς στελεχωμένη και δεν είναι αυτονομημένη, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν ασκεί επαρκώς την εποπτεία της και ότι δικηγόροι και συμβολαιογράφοι δεν φαίνεται να εποπτεύονται. Ακόμη, αναφέρει πως η ΤτΕ και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλουν επαρκείς και αποτρεπτικές κυρώσεις.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα ευρήματα της αξιολόγησης του Συμβουλίου της Ευρώπης είχαν κοινοποιηθεί στην κυβέρνηση πριν ακόμη αποχωρήσει από το υπουργείο Οικονομικών ο Χρήστος Τριαντόπουλος, ο οποίος ως Γενικός Γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής διαχειρίστηκε τα ζητήματα του ξεπλύματος χρήματος. Πλέον το σοβαρό αυτό θέμα το χειρίζεται ο νέος Γενικός Γραμματέας Νίκος Κουλοχέρης, ωστόσο η ολιγωρία της κυβέρνησης συνολικά στα εν λόγω ζητήματα δεν μπορεί παρά να προβληματίσει, όπως άλλωστε είχαν προβληματίσει οι νομοθετικές αλλαγές στις οποίες είχε προχωρήσει το φθινόπωρο του 2019.
Η επιστολή της Μέιριντ Μακγκίνες στον Χρήστο Σταϊκούρα αναφέρει τα εξής αποκαλυπτικά:
«Αξιότιμε υπουργέ,
Όπως γνωρίζετε, η Επιτροπή έχει υιοθετήσει μια τολμηρή προσέγγιση για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη2 χρηματοδότηση2 της τρομοκρατίας. Το Σχέδιο Δράσης της 7ης Μαΐου 2020 καθορίζει έξι βασικούς άξονες δράσης, οι οποίοι στοχεύουν να προσφέρουν μια νέα, συνολική προσέγγιση σε αυτόν τον τομέα.
Το πρώτο σκέλος δράσης που ορίζεται στο σχέδιο δράσης επικεντρώνεται στη βελτίωση της επιβολής του ισχύοντος πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες/καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (AML/CFT).
Όσον αφορά στην εφαρμογή, οι υπηρεσίες μου παρακολούθησαν στενά την πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης της Ελλάδος για την υιοθέτηση και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της 4ης Οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (εφεξής «η Έκθεση»), που διεξήχθη από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Αυτή η έκθεση εντόπισε μια σειρά από ελλείψεις σε σχέση με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του πλαισίου για το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα να ζητήσω πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος (AML) στην Ελλάδα, πλαίσιο που ενδεχομένως να έχει αλλάξει μετά την οριστικοποίηση της Έκθεσης.
Θα ήμουν ευγνώμων να λάβω τις απαντήσεις σας στις ερωτήσεις που περιγράφονται στο Παράρτημα.
Λάβετε υπόψη ότι οι υπηρεσίες μου ενδέχεται να ζητήσουν πληροφορίες από τις δικές σας σχετικά με λεπτομέρειες που άπτονται της αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων για τους πραγματικούς δικαιούχους στην Ελλάδα.
Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι σκοπός αυτής της επιστολής είναι αποκλειστικά η απόκτηση περαιτέρω πληροφοριών προκειμένου να αποκτηθεί μια σαφέστερη εικόνα της κατάστασης σχετικά με την επιβολή του νόμου για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην Ελλάδα και των ενεργειών που αναλήφθηκαν ή σχεδιάζονται για την αποκατάσταση των ελλείψεων.
Με εκτίμηση,
Μέιριντ Μακγκίνες».
Στο παράρτημα της επιστολής της Ευρωπαίας Επίτροπου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Μέιριντ Μακγκίνες παρατίθενται οι σοβαρές διαπιστώσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα:
«Παράρτημα: Αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με το πλαίσιο καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Ελλάδα
Εκτίμηση κινδύνου, εσωτερικός έλεγχος και καθορισμένες πολιτικές
Η Έκθεση σημειώνει ότι στην πλειονότητα τους οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα έχουν περιορισμένη κατανόηση των κύριων απειλών και τρωτών σημείων (σ.σ. για το ξέπλυμα χρήματος) και ότι τα σχετικά μέτρα περιορισμού και ελέγχου ποικίλλουν μεταξύ των κλάδων.
Από την άποψη αυτή, τονίζεται ότι οι περισσότερες εποπτικές αρχές παρέχουν περιορισμένη καθοδήγηση σχετικά με τη διεξαγωγή αξιολόγησης κινδύνου σε επίπεδο υπόχρεων οντοτήτων και ότι δεν έχουν όλες οι εποπτικές αρχές πρόσβαση στις αξιολογήσεις επιχειρηματικού κινδύνου των εποπτευόμενων οντοτήτων τους.
Ειδικότερα, η Έκθεση επισημαίνει ελλείψεις στις εκτιμήσεις κινδύνου στα νομικά επαγγέλματα, στους λογιστές και στους κτηματομεσίτες. Επιπλέον, η Έκθεση εκφράζει ανησυχίες σχετικά με τη διασφάλιση της καταλληλότητας των εσωτερικών ελέγχων σε μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα.
(1.1) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται, όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, για να διασφαλιστεί η επίγνωση των σημαντικών κινδύνων για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην Ελλάδα;
(1.2) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι οι υπόχρεες οντότητες διενεργούν αποτελεσματικά αξιολογήσεις κινδύνου;
(1.3) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη διασφάλιση των κατάλληλων εσωτερικών ελέγχων;
Δέουσα επιμέλεια πελατών
Η Έκθεση επισημαίνει τις ακόλουθες ελλείψεις: (i) περιορισμένη εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας πελατών από δικηγόρους, κτηματομεσίτες, λογιστές, ορκωτούς ελεγκτές και φορολογικούς συμβούλους· (ii) η ιδιοκτησία και η δομή του ελέγχου δεν αξιολογούνται πλήρως από τις υπόχρεες οντότητες εξαιρουμένων των τραπεζώνι (iii) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξαιρουμένων των τραπεζών χρησιμοποιούν περιορισμένο εύρος κριτηρίων κινδύνου κατά την εφαρμογή των αξιολογήσεων ρίσκου και (iv) χρησιμοποιούνται περιορισμένα εργαλεία για τον εντοπισμό πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων (PEP). Επιπλέον, η Έκθεση σημειώνει ότι οι δικηγόροι φαίνεται να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα δέουσας επιμέλειας πελατών που εκτελούνται από τρίτα μέρη (τράπεζες ή αρχές), ενώ η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων παραμένει σε αυτούς.
(2.1) Ποια μέτρα έχουν ληφθεί ή πρόκειται να εισαχθούν για να διασφαλιστεί ο επαρκής έλεγχος της δέουσας επιμέλειας πελατών, αλλά και ότι, όταν χρειάζεται, θα εφαρμόζονται μέτρα ενισχυμένης δέουσας επιμέλειας;
(2.2) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι οι υπόχρεες οντότητες εντοπίζουν επαρκώς τα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα και εφαρμόζουν τα ανάλογα μέτρα ενισχυμένης δέουσας επιμέλειας;
Πραγματικοί δικαιούχοι
Σύμφωνα με την Έκθεση, το μητρώο πραγματικών δικαιούχων που προβλέπεται από την 4η Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα χρήματος δεν είναι λειτουργικό (έχει εγγραφεί έως και το 50% των νομικών προσώπων στην Ελλάδα, αλλά τα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές ή στις υπόχρεες οντότητες). Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί για την επαλήθευση του κατά πόσον τα δεδομένα που αποκαλύπτονται στο μητρώο είναι επαρκή, ακριβή και ενημερωμένα, ενώ είναι ανεπαρκείς οι πόροι που διατίθενται για τη λειτουργία του μητρώου πραγματικών δικαιούχων. Ειδικότερα, φαίνεται ότι επί του παρόντος δεν προβλέπονται έλεγχοι επαλήθευσης της ποιότητας των δεδομένων από τις αρχές.
(3.1) Πότε θα είναι πλήρως λειτουργικό αυτό το μητρώο;
(3.2) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα είναι επαρκώς ακριβή και ενημερωμένα;
Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και αναφορές υπόπτων συναλλαγών
Η Έκθεση σημειώνει ότι το προσωπικό της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έχει μειωθεί παρά την αύξηση των αναφορών ύποπτων συναλλαγών και εκφράζει ανησυχίες ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες της Αρχής ενδέχεται να μην αξιοποιούνται πλήρως για την κατάρτιση και τη διάδοση χρηματοοικονομικών πληροφοριών που θα αναδεικνύουν όλους τους σχετικούς κινδύνους.
Η Έκθεση επισημαίνει την περίπλοκη οργάνωση της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που δυνητικά επηρεάζει την αυτονομία της. Επιπλέον, τονίζεται ότι οι περισσότερες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα δεν υποβάλλουν αναφορές ύποπτων συναλλαγών και ότι οι αρχές δεν έχουν λάβει επαρκή μέτρα για να αντιμετωπίσουν την ανεπάρκεια αναφορών από αυτούς τους τομείς (ιδίως δικηγόρους, κτηματομεσίτες, καζίνο και λογιστές). Επιπλέον, η Έκθεση εκφράζει ανησυχίες σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη των εξουσιών της Αρχής που της επιτρέπουν να αναστείλει ή να μη δώσει την συγκατάθεσή της για εκκρεμείς συναλλαγές.
(4.1) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη βελτίωση της αλληλεπίδρασης της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες με τις υπόχρεες οντότητες;
(4.2) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη βελτίωση της υποβολής εκθέσεων από τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα;
(4.3) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για την αποτελεσματική εφαρμογή των εξουσιών της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ώστε να αναστέλει ή να μη συναινεί σε εκκρεμείς συναλλαγές;
(4.4) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι η η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες εκπληρώνει αποτελεσματικά το ρόλο της;
Εποπτεία
Η Έκθεση εκφράζει αμφιβολίες για το εάν η Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζει αποτελεσματικά την περιοδική επιλογή βάσει κινδύνου για την άσκηση της εποπτείας της με την αξιοποίηση αναθεωρημένων κριτήριων ρίσκου.
Η Έκθεση επισημαίνει περαιτέρω ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η ΕΛΤΕ και η Ελληνική Επιτροπή Παιγνίων ασκούν ανεπαρκώς την εποπτεία τους βάσει κριτήριων κινδύνου και διεξάγουν περιορισμένο αριθμό επιτόπιων επιθεωρήσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με την Έκθεση, οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι δεν φαίνεται να εποπτεύονται
(5.1) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για την αποτελεσματικότερη διενέργεια της εποπτείας βάσει κριτηρίων κινδύνου και των επιτόπιων επιθεωρήσεων;
(5.2) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για την εποπτεία των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων στην Ελλάδα;
Κυρώσεις
Στην Έκθεση σημειώνεται ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος δεν φαίνονται αποτρεπτικά και ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απουσιάζουν, ενώ δεν γίνεται επαρκής χρήση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, ελεγκτές, λογιστές, φοροτεχνικούς, κτηματομεσίτες και εμπόρους ειδών υψηλής αξίας.
(6.1) Ποιες κυρώσεις επιβλήθηκαν πρόσφατα;
(6.2) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη βελτίωση της πρακτικής επιβολής κυρώσεων;»
«Παράρτημα: Αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με το πλαίσιο καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Ελλάδα
Εκτίμηση κινδύνου, εσωτερικός έλεγχος και καθορισμένες πολιτικές
Η Έκθεση σημειώνει ότι στην πλειονότητα τους οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα έχουν περιορισμένη κατανόηση των κύριων απειλών και τρωτών σημείων (σ.σ. για το ξέπλυμα χρήματος) και ότι τα σχετικά μέτρα περιορισμού και ελέγχου ποικίλλουν μεταξύ των κλάδων.
Από την άποψη αυτή, τονίζεται ότι οι περισσότερες εποπτικές αρχές παρέχουν περιορισμένη καθοδήγηση σχετικά με τη διεξαγωγή αξιολόγησης κινδύνου σε επίπεδο υπόχρεων οντοτήτων και ότι δεν έχουν όλες οι εποπτικές αρχές πρόσβαση στις αξιολογήσεις επιχειρηματικού κινδύνου των εποπτευόμενων οντοτήτων τους.
Ειδικότερα, η Έκθεση επισημαίνει ελλείψεις στις εκτιμήσεις κινδύνου στα νομικά επαγγέλματα, στους λογιστές και στους κτηματομεσίτες. Επιπλέον, η Έκθεση εκφράζει ανησυχίες σχετικά με τη διασφάλιση της καταλληλότητας των εσωτερικών ελέγχων σε μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα.
(1.1) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται, όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, για να διασφαλιστεί η επίγνωση των σημαντικών κινδύνων για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην Ελλάδα;
(1.2) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι οι υπόχρεες οντότητες διενεργούν αποτελεσματικά αξιολογήσεις κινδύνου;
(1.3) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη διασφάλιση των κατάλληλων εσωτερικών ελέγχων;
Δέουσα επιμέλεια πελατών
Η Έκθεση επισημαίνει τις ακόλουθες ελλείψεις: (i) περιορισμένη εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας πελατών από δικηγόρους, κτηματομεσίτες, λογιστές, ορκωτούς ελεγκτές και φορολογικούς συμβούλους· (ii) η ιδιοκτησία και η δομή του ελέγχου δεν αξιολογούνται πλήρως από τις υπόχρεες οντότητες εξαιρουμένων των τραπεζώνι (iii) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξαιρουμένων των τραπεζών χρησιμοποιούν περιορισμένο εύρος κριτηρίων κινδύνου κατά την εφαρμογή των αξιολογήσεων ρίσκου και (iv) χρησιμοποιούνται περιορισμένα εργαλεία για τον εντοπισμό πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων (PEP). Επιπλέον, η Έκθεση σημειώνει ότι οι δικηγόροι φαίνεται να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα δέουσας επιμέλειας πελατών που εκτελούνται από τρίτα μέρη (τράπεζες ή αρχές), ενώ η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων παραμένει σε αυτούς.
(2.1) Ποια μέτρα έχουν ληφθεί ή πρόκειται να εισαχθούν για να διασφαλιστεί ο επαρκής έλεγχος της δέουσας επιμέλειας πελατών, αλλά και ότι, όταν χρειάζεται, θα εφαρμόζονται μέτρα ενισχυμένης δέουσας επιμέλειας;
(2.2) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι οι υπόχρεες οντότητες εντοπίζουν επαρκώς τα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα και εφαρμόζουν τα ανάλογα μέτρα ενισχυμένης δέουσας επιμέλειας;
Πραγματικοί δικαιούχοι
Σύμφωνα με την Έκθεση, το μητρώο πραγματικών δικαιούχων που προβλέπεται από την 4η Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα χρήματος δεν είναι λειτουργικό (έχει εγγραφεί έως και το 50% των νομικών προσώπων στην Ελλάδα, αλλά τα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές ή στις υπόχρεες οντότητες). Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί για την επαλήθευση του κατά πόσον τα δεδομένα που αποκαλύπτονται στο μητρώο είναι επαρκή, ακριβή και ενημερωμένα, ενώ είναι ανεπαρκείς οι πόροι που διατίθενται για τη λειτουργία του μητρώου πραγματικών δικαιούχων. Ειδικότερα, φαίνεται ότι επί του παρόντος δεν προβλέπονται έλεγχοι επαλήθευσης της ποιότητας των δεδομένων από τις αρχές.
(3.1) Πότε θα είναι πλήρως λειτουργικό αυτό το μητρώο;
(3.2) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα είναι επαρκώς ακριβή και ενημερωμένα;
Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και αναφορές υπόπτων συναλλαγών
Η Έκθεση σημειώνει ότι το προσωπικό της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έχει μειωθεί παρά την αύξηση των αναφορών ύποπτων συναλλαγών και εκφράζει ανησυχίες ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες της Αρχής ενδέχεται να μην αξιοποιούνται πλήρως για την κατάρτιση και τη διάδοση χρηματοοικονομικών πληροφοριών που θα αναδεικνύουν όλους τους σχετικούς κινδύνους.
Η Έκθεση επισημαίνει την περίπλοκη οργάνωση της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που δυνητικά επηρεάζει την αυτονομία της. Επιπλέον, τονίζεται ότι οι περισσότερες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα δεν υποβάλλουν αναφορές ύποπτων συναλλαγών και ότι οι αρχές δεν έχουν λάβει επαρκή μέτρα για να αντιμετωπίσουν την ανεπάρκεια αναφορών από αυτούς τους τομείς (ιδίως δικηγόρους, κτηματομεσίτες, καζίνο και λογιστές). Επιπλέον, η Έκθεση εκφράζει ανησυχίες σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη των εξουσιών της Αρχής που της επιτρέπουν να αναστείλει ή να μη δώσει την συγκατάθεσή της για εκκρεμείς συναλλαγές.
(4.1) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη βελτίωση της αλληλεπίδρασης της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες με τις υπόχρεες οντότητες;
(4.2) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη βελτίωση της υποβολής εκθέσεων από τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα;
(4.3) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για την αποτελεσματική εφαρμογή των εξουσιών της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ώστε να αναστέλει ή να μη συναινεί σε εκκρεμείς συναλλαγές;
(4.4) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για να διασφαλιστεί ότι η η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες εκπληρώνει αποτελεσματικά το ρόλο της;
Εποπτεία
Η Έκθεση εκφράζει αμφιβολίες για το εάν η Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζει αποτελεσματικά την περιοδική επιλογή βάσει κινδύνου για την άσκηση της εποπτείας της με την αξιοποίηση αναθεωρημένων κριτήριων ρίσκου.
Η Έκθεση επισημαίνει περαιτέρω ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η ΕΛΤΕ και η Ελληνική Επιτροπή Παιγνίων ασκούν ανεπαρκώς την εποπτεία τους βάσει κριτήριων κινδύνου και διεξάγουν περιορισμένο αριθμό επιτόπιων επιθεωρήσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με την Έκθεση, οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι δεν φαίνεται να εποπτεύονται
(5.1) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για την αποτελεσματικότερη διενέργεια της εποπτείας βάσει κριτηρίων κινδύνου και των επιτόπιων επιθεωρήσεων;
(5.2) Ποια μέτρα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για την εποπτεία των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων στην Ελλάδα;
Κυρώσεις
Στην Έκθεση σημειώνεται ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος δεν φαίνονται αποτρεπτικά και ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απουσιάζουν, ενώ δεν γίνεται επαρκής χρήση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, ελεγκτές, λογιστές, φοροτεχνικούς, κτηματομεσίτες και εμπόρους ειδών υψηλής αξίας.
(6.1) Ποιες κυρώσεις επιβλήθηκαν πρόσφατα;
(6.2) Ποια βήματα αναλαμβάνονται ή σχεδιάζονται για τη βελτίωση της πρακτικής επιβολής κυρώσεων;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου