ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΕ ΦΙΛΟΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ: ΝΑ ΤΡΕΞΟΥΝ ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΝΑ...ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΘΕΙ Η ΑΓΟΡΑ !!!

Ο,ΤΙ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΝΕ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΧΩΡΑ, ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΩΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ...
Κι όλα αυτά ενώ οι τράπεζες έχουν πάρει εκατοντάδες δις μέσω εγγυήσεων, ανακεφαλαιοποίησεων και αναβαλλόμενης φορολογίας....Που μάντεψε...για όλα αυτά έχεις πληρώσει εσύ με 3 ΜΝΗΜΟΝΙΑ !!!



Ελεγκτικό Συνέδριο: Τι φταίει για τη χαμηλή χρηματοδότηση της οικονομίας από τις τράπεζες


Σε τρεις παθογένειες του τραπεζικού συστήματος αλλά και της κρατικής παρέμβασης εντοπίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο τους λόγους για την περιορισμένη ρευστότητα που φθάνει στην οικονομία και δη τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συστήνοντας άμεσα μέτρα για την άρση αυτών των παθογενειών. Το πρόβλημα της περιορισμένης ρευστότητας που φθάνει στην οικονομία αποδίδεται

• στα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια,

• στην υψηλή αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που συνθέτουν τα κεφάλαια των τραπεζών, και

• στην ηθική χαλάρωση λόγω καθυστερήσεων στη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων των κόκκινων δανείων.


Στην έκθεσή του το Ελεγκτικό Συνέδριο κάνει αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχει λάβει η Πολιτεία για την εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μέσω του ΤΧΣ, διαθέτοντας 40 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς και εγγυήσεις ύψους 24 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του Ηρακλή για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Περαιτέρω το κράτος έχει συμβάλλει μέσω του μηχανισμού της αναβαλλόμενης φορολογίας, που επιτρέπει στις Τράπεζες να αποσβέσουν σε βάθος 30ετίας τις ζημιές από το PSI, αλλά και των ζημιών – σε βάθος 20ετίας – από την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους.

Εντούτοις όπως διαπιστώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο «οι καθαρές ροές χρηματοδότησης, ήταν το 2021 σε αρνητικό έδαφος και άρα τα ποσά των δανείων που χορηγήθηκαν εντός του 2021 τελούν σε δυσαρμονία με τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, στα οποία πρέπει να συμπεριληφθούν και οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας». Όπως χαρακτηριστικά συμπεραίνει για μια οικονομία, στην οποία το ΑΕΠ και οι καταθέσεις στις τράπεζες προσεγγίζουν τα 200 δισ. ευρώ, τα ποσά χορηγηθέντων νέων δανείων ύψους 3,8 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις και 1,1 δισ. για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια «είναι μικρά» και οι λόγοι «συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με κρατική ευθύνη ή συμπεριφορά» και για αυτό «στοιχειοθετούν επιτακτική ανάγκη ικανή να δικαιολογήσει την επέμβαση του Κράτους για την άρση τους».

Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου διενεργήθηκε μετά από αίτημα της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στην πολυσέλιδη έκθεσή του συμπεραίνει ότι «η επάνοδος στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, που αυτή θα σημάνει την τακτική χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες, προϋποθέτει την απαλλαγή του ισολογισμού των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη διευθέτηση της τυχόν στρέβλωσης στη συμπεριφορά των τραπεζών από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, που βαρύνει επίσης την εικόνα του ισολογισμού τους, την τακτική συνέχιση της διαδικασίας ρευστοποιήσεων με κοινωνικώς αποδεκτό τρόπο και το πέρας των έκτακτων μέτρων και καταστάσεων λόγω της πανδημίας, που δημιουργεί ανασφάλεια σε γενικότερο επίπεδο».

Τα επιτόκια

Επιπλέον όπως παρατηρεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, το «επίμονα υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ορισμένα είδη χορηγήσεων είναι πιθανόν να συμβάλλουν σε υψηλότερα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων. Οι επιχειρήσεις, και ιδίως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, χαρακτηρίζονται από ευπάθειες που κληροδοτήθηκαν από την παρατεταμένη κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα και είναι πιθανόν να επηρεάζονται αρκετά σοβαρά από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Η αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου που επιτελεί ο τραπεζικός τομέας στη χρηματοδότηση των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων απαιτεί επομένως τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται».

Για παράδειγμα, η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του νέου κώδικα περί αφερεγγυότητας και η εξομάλυνση των εμποδίων για την αναγκαστική εκτέλεση εξασφαλίσεων, καθώς και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος, μπορούν να στηρίξουν τη σύγκλιση των επιτοκίων χορηγήσεων προς τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ.

Γενικότερα, η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αποκατάσταση της κερδοφορίας των τραπεζών και η βελτίωση της ικανότητάς τους να απορροφούν ζημίες θα βοηθούσε να ενισχυθεί η ικανότητα του τραπεζικού τομέα να επιτελεί τον διαμεσολαβητικό του ρόλο.

Η αναβαλλόμενη φορολογία

Στην έκθεση αναδεικνύεται το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας που προκύπτει από την απαλλαγή των Τραπεζών από το φόρο για τη ζημιά που έχουν από τις πωλήσεις κόκκινων δανείων, ως βασικός ανασταλτικός παράγοντας που επηρεάζει τις τράπεζες και τις καθιστά επιφυλακτικές στην ανάληψη πιστωτικού ρίσκου. «Οι τράπεζες πρέπει να ακολουθούν μια πολιτική που θα περιορίζει στο ελάχιστο το ενδεχόμενο ζημιών» Γι’ αυτό «πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στην ανάληψη δανειοδοτικών κινδύνων» και άρα «επιδιώκουν κέρδη από βέβαιες πηγές κερδοφορίας». Έτσι την όποια ρευστότητα διαθέτουν, οδηγούνται να την επενδύουν έτσι ώστε να επωφελούνται με βεβαιότητα από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο κάνει εκτενή αναφορά στην πρόταση που έχει κάνει η ΤτΕ για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων με παράλληλη επίλυση του θέματος της αναβαλλόμενης φορολογίας (σχέδιο Αργώ). Όπως σημειώνει το σχέδιο «πρέπει, εφόσον ακόμη διατηρεί την επικαιρότητά του, να αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης». Σε διαφορετική περίπτωση πρέπει να εξηγηθούν οι λόγοι που δεν προκρίνεται έστω ως συμπλήρωμα του προγράμματος Ηρακλής.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο παραπέμπει σε πρόσφατη γνωμοδότηση της ΕΚΤ, η οποία παρατηρεί ότι «το υψηλό ποσοστό οριστικών και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων στους κεφαλαιακούς δείκτες CET1 των ελληνικών συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων, το οποίο δεν προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω μεσοπρόθεσμα, παραμένει ζήτημα που εγείρει εποπτική ανησυχία. Ο προτεινόμενος νέος μηχανισμός απόσβεσης δεν αποκλείει τον κίνδυνο οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αυτές απαιτήσεις να μην έχουν απορροφηθεί πλήρως ή μερικώς εντός της προβλεπόμενης εικοσαετίας και καλεί την πολιτεία να αναθεωρήσει βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα το ελληνικό πλαίσιο των απαιτήσεων αυτών, προκειμένου να παρασχεθεί μια πιο ολοκληρωμένη και διαρθρωτική λύση».

Οι ρευστοποιήσεις

Βασική αδυναμία μέχρι σήμερα αποτέλεσε επίσης η έγκαιρη διάκριση των «στρατηγικών κακοπληρωτών» από τους πράγματι αδυνατούντες να εξυπηρετούν το δάνειό τους. Όπως συμπεραίνεται στην έκθεση «το κενό αυτό σε συνδυασμό με την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας επιτείνει την επιφυλακτικότητα των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια». Επιπλέον στην εκτίμηση των κινδύνων που εγκυμονεί η χορήγηση νέων δανείων εισήλθε πλέον ο κίνδυνος της αδυναμίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων μη αποπληρωμής των δανείων», με συνέπεια οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν άλλη μια δυσχέρεια που τις εμποδίζει να χορηγήσουν δάνεια χωρίς συνεκτίμηση και του ιδιαίτερου αυτού κινδύνου».

Τα εξαιρετικά μέτρα αναστολής των πλειστηριασμών λόγω της πανδημίας έχουν καθυστερήσει την εφαρμογή της νομοθεσίας περί πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας, οπότε η ηθική χαλάρωση ως φαινόμενο, που εμποδίζει την ταχεία μείωση των κόκκινων δανείων παραμένει. Η πτυχή αυτή του προβλήματος βρίσκεται στο κέντρο του συνολικού ζητήματος της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες, γι’ αυτό και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αντιμετώπισή του, παρατηρεί το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Ο ρόλος του ΤΧΣ

Ειδική αναφορά κάνει το Ελεγκτικό Συνέδριο στο ρόλο του ΤΧΣ, σημειώνοντας ότι «καθώς λήγει η νομοθετικώς ορισμένη διάρκειά του, το ερώτημα που τίθεται είναι αν εν όψει των αποτελεσμάτων που διαπιστώθηκαν από τη λειτουργία του και της τρέχουσας ανάγκης να χρηματοδοτηθεί η πραγματική οικονομία μπορεί ακόμη το εν λόγω Ταμείο να χαρακτηρισθεί ως πρόσφορο, αναγκαίο και επαρκές μέτρο προς επίτευξη σκοπού του. Ενόψει μάλιστα της προοπτικής επέκτασης της δραστηριότητάς του πέραν του 2022 που είναι η νομοθετημένη σήμερα διάρκειά του, το Ελεγκτικό Συνέδριο υπογραμμίζει ότι «πριν από κάθε σχετική απόφαση πρέπει να προηγηθεί μια ανάλυση, νομική και οικονομική, περί του κόστους και του οφέλους που προκύπτει ή αναμένεται να προκύψει από τη λειτουργία του. Στην ανάλυση αυτή πρέπει να «συσταθμισθούν το κόστος λειτουργίας του, η τεχνογνωσία που έχει τυχόν συγκεντρώσει και το αντικείμενο της διαχείρισής του, σε συνάρτηση με το νέο κανονιστικό τοπίο που έχει δημιουργηθεί από την τραπεζική ένωση και την εξ αιτίας αυτού του λόγου συρρίκνωση του πεδίου ευθύνης του Ταμείου».

Όπως εξηγεί από τις ένδεκα κατηγορίες αρμοδιοτήτων που προβλέπονται για το ΤΧΣ στον ιδρυτικό του νόμο του 2010 όπως αυτός ισχύει, οι μόνες που εμφανίζουν επικαιρότητα, χωρίς να έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου ή να έχουν απορροφηθεί από τους θεσμούς της τραπεζικής ένωσης, είναι όσες συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη διαχείριση των δικαιωμάτων του Ταμείου των σχετικών με την προστασία της περιουσίας του Δημοσίου που κατέχει. Πρόκειται για 40 δισ. ευρώ που διατέθηκαν για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των Τραπεζών, τα οποία το Ταμείο κλήθηκε να διαχειριστεί και τα οποία προέρχεται από δανεισμό της χώρας. Όπως διαπιστώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο «η αξία της περιουσίας αυτής έχει απομειωθεί σε σημείο που να εγείρεται ζήτημα αναλογικότητας για το κατά πόσο δικαιολογείται η διατήρηση του Ταμείου εν όψει του υπαρκτού αντικειμένου των δραστηριοτήτων του».

Σε ότι αφορά την αρμοδιότητα του Ταμείου για την εξυγίανση των Τραπεζών, αυτή διατηρείται. Όπως όμως παρατηρεί «δεν προβλέπεται από τον νόμο άλλη αρμοδιότητα για το Ταμείο εκτός από την αορίστως διατυπωμένη της συμβολής του στην επίλυση του εν λόγω προβλήματος». Το ενδιαφέρον του ΤΧΣ για την τιμή των μετοχών και ομολόγων που κατέχει δεν είναι άσχετο με την επίλυση του ζητήματος των κόκκινων δανείων καθώς η ύπαρξη αυτών μπορεί να καθηλώνει τις τιμές των μετοχών και ομολόγων των τραπεζών, επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. Στο επίμαχο θέμα της χορήγησης ρευστότητας στην οικονομία ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου «αποκάλυψε ότι η δυνατότητα παρέμβασης του Ταμείου προς επίτευξη αυτού του στόχου είναι μη αποφασιστικής σημασίας». Τέλος παρατηρεί ότι «οι αρμοδιότητες του Ταμείου ορίζονται με αόριστες αναφορές σε κείμενα της μνημονιακής περιόδου κατά τρόπο ανεπίτρεπτο για δημόσιο φορέα υποκείμενο στην αρχή της νομιμότητας».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου