Του Βασίλειου Χρονόπουλου,
δικηγόρος-ποινικολόγος
Το αντίγραφο ποινικού μητρώου αποτελεί απαραίτητο πιστοποιητικό για την έκδοση μεγάλου αριθμού διοικητικών πράξεων, όπως για τον διορισμό στο δημόσιο τομέα, την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς ή ακόμα και για άδεια εργασίας αλλοδαπού, άδεια άσκησης επαγγέλματος υγειονομικού και γενικά κοινωφελούς ενδιαφέροντος κλπ.
Τα αντίγραφα ποινικού μητρώου διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
• αντίγραφα ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης, στα οποία είναι εγγεγραμμένες όλες οι αμετάκλητες ποινές και τα οποία χορηγούνται σε περιοριστικά αναφερόμενες από το νόμο περιπτώσεις.
• αντίγραφα ποινικού μητρώου γενικής χρήσης, τα οποία εκδίδονται για κάθε νόμιμη χρήση κατόπιν αίτησης του πολίτη και στα οποία αναγράφονται αμετάκλητες ποινές υπό προϋποθέσεις.
Συγκεκριμένα, στο αντίγραφο γενικής χρήσης καταχωρίζεται κατ’ αρχήν το περιεχόμενο όλων των δελτίων του ποινικού μητρώου, σύμφωνα με το άρθρο 571 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, πλην όμως διαγράφονται απ’ αυτό, μετά από την πάροδο ορισμένου χρονου, τα δελτία ποινικού μητρώου:
Το αντίγραφο ποινικού μητρώου αποτελεί απαραίτητο πιστοποιητικό για την έκδοση μεγάλου αριθμού διοικητικών πράξεων, όπως για τον διορισμό στο δημόσιο τομέα, την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς ή ακόμα και για άδεια εργασίας αλλοδαπού, άδεια άσκησης επαγγέλματος υγειονομικού και γενικά κοινωφελούς ενδιαφέροντος κλπ.
Τα αντίγραφα ποινικού μητρώου διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
• αντίγραφα ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης, στα οποία είναι εγγεγραμμένες όλες οι αμετάκλητες ποινές και τα οποία χορηγούνται σε περιοριστικά αναφερόμενες από το νόμο περιπτώσεις.
• αντίγραφα ποινικού μητρώου γενικής χρήσης, τα οποία εκδίδονται για κάθε νόμιμη χρήση κατόπιν αίτησης του πολίτη και στα οποία αναγράφονται αμετάκλητες ποινές υπό προϋποθέσεις.
Συγκεκριμένα, στο αντίγραφο γενικής χρήσης καταχωρίζεται κατ’ αρχήν το περιεχόμενο όλων των δελτίων του ποινικού μητρώου, σύμφωνα με το άρθρο 571 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, πλην όμως διαγράφονται απ’ αυτό, μετά από την πάροδο ορισμένου χρονου, τα δελτία ποινικού μητρώου:
1. που αναγράφουν χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή ποινή φυλάκισης έως και έξι (6) μήνες, μετά την πάροδο τριών (3) ετών,
2. που αναγράφουν ποινή φυλάκισης πέραν των έξι (6) μηνών ή ποινή περιορισμού σε ψυχιατρικό κατάστημα, μετά την πάροδο οκτώ (8) ετών,
3. που αναγράφουν κάθειρξη, μετά την πάροδο είκοσι (20) ετών.
Όλες οι ανωτέρω προθεσμίες αρχίζουν από την έκτιση της ποινής. Αν επήλθε μεταγενέστερη καταδίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα, οι προθεσμίες αυτές αρχίζουν από την έκτιση της νέας ποινής. Η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε και στις περιπτώσεις που: α) μετατράπηκε σε χρηματική, από την ημέρα καταβολής του ποσού της μετατροπής, β) χαρίστηκε, από την έκδοση του οικείου προεδρικού διατάγματος, γ) χορηγήθηκε απόλυση, από την επιτυχή πάροδο του χρόνου δοκιμασίας δ) έχει επέλθει εξάλειψη της ποινής (πχ με ολοσχερή εξόφληση της οφειλής). Αν η καταδικαστική απόφαση δεν εκτελέστηκε, οι πιο πάνω πάνω προθεσμίες αρχίζουν από την παραγραφή της.
Ειδικότερα για τις ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες δεν εκτελέστηκαν, οι ανωτέρω προθεσμίες εκκινούν από την ημερομηνία παρέλευσης της 10ετούς προθεσμίας παραγραφής της ποινής (άρθρο 114 περ. γ’ ΠΚ) φυλακίσεως, η οποία άρχεται, από τη μέρα, κατά την οποία η εν λόγω καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι: α) για ποινές έως έξι (6) μήνες απαιτείται να έχουν παρέλθει δεκατρία (13) έτη από τότε που έχει καταστεί αμετάκλητη η ερήμην καταδικαστική απόφαση και β) για ποινές άνω των έξι (6) μηνών απαιτείται να έχουν παρέλθει δεκαοχτώ (18) έτη από τότε που έχει καταστεί αμετάκλητη η ερήμην καταδικαστική απόφαση.
Σε δύο μόνο περιπτώσεις, ήτοι όταν πρόκειται α) για πρώτη καταδίκη ή β) για καταδίκη που αφορά έγκλημα από αμέλεια ή έγκλημα με δόλο, για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή, οι ανωτέρω προθεσμίες δύνανται να συντμηθούν στο μισό, με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου.
Επιπροσθέτως, δεν καταχωρίζεται στο αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής ή δικαστικής χρήσης, το περιεχόμενο των δελτίων ποινικού μητρώου που έχουν παύσει να ισχύουν σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 573 του Ποινικού Κώδικα, και συγκεκριμένα στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. όταν το πρόσωπο το οποίο αφορά η εγγραφή πεθάνει ή συμπληρώσει το 80ο έτος της ηλικίας του,
2. όταν η απόφαση, για την οποία έχει συνταχθεί δελτίο ποινικού μητρώου, ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή η πράξη αμνηστευθεί ή απονεμηθεί χάρη με ολική άρση των συνεπειών κατ’ άρθρο 47 παρ. 2 του Συντάγματος, ή με ρητή διάταξη μεταγενέστερου νόμου, η πράξη παύει να είναι αξιόποινη ή για οιονδήποτε λόγο επέλθει οριστική παύση της ποινικής δίωξης,
3. αν με την καταδικαστική απόφαση για την οποία έχει συνταχθεί δελτίο ποινικού μητρώου χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ, μετά την πάροδο πέντε ετών από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής, εφ’ όσον η αναστολή δεν έχει αρθεί ή ανακληθεί,
4. αν το δελτίο έχει συνταχθεί μετά από απόφαση που επιβάλλει σε ανήλικο ποινή περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, πέντε έτη μετά την απότιση της ποινής με οποιοδήποτε τρόπο, εφόσον ο ελάχιστος χρόνος περιορισμού που έχει επιβληθεί δεν υπερβαίνει το έτος, και οκτώ έτη αν υπερβαίνει το έτος, εκτός αν στο διάστημα αυτό επέλθει νέα καταδίκη,
5. αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή ποινή φυλάκισης μέχρι ένα μήνα, για αδίκημα εκ δόλου ή δύο μήνες για αδίκημα εξ αμελείας, μετά την πάροδο δέκα ετών από την απότιση της ποινής με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον ο υπαίτιος δεν έχει καταδικαστεί πάλι για κακούργημα ή πλημμέλημα.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου