Του Γιώργου Βάμβουκα
Καθηγητής Οικονομικών και Οικονομετρίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνος του Τομέα Οικονομίας του Κινήματος “Ελεύθεροι Άνθρωποι”
Αν υποτεθεί ότι το 2021 ο ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας διαμορφωθεί γύρω στο 6,5%, τότε το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) θα ανέλθει στα 179,7 δις ευρώ. Ο όρος “οπισθοδρόμηση” είναι αντίθετος της “ανάπτυξης”. Αν αναλογιστούμε ότι την περίοδο 2007-2021 το πραγματικό ΑΕΠ από 250,5 συρρικνώθηκε στα 179,7 δις ευρώ, συνάγεται ότι την περίοδο αυτή η οπισθοδρόμηση της ελληνικής οικονομίας ανήλθε σε -28,3%.
Η οπισθοδρόμηση της εγχώριας οικονομίας συντελείται σε συνθήκες δραματικής ανόδου του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών την περίοδο 2007-2021 το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από 239,7 δις ή 103,1% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι εξακοντίστηκε στα 400 δις ευρώ ή 226% του ΑΕΠ.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο. Όποιος θεωρεί βιώσιμο ένα κρατικό χρέος που αντιπροσωπεύει άνω του 200% του ΑΕΠ, είτε είναι άσχετος με το επιστημονικό πεδίο των Δημοσίων Οικονομικών, είτε είναι κρατικός-τραπεζικός θεσιθήρας της εξουσίας με πλουσιοπάροχες αμοιβές εντεταλμένος να παραπλανά τους πολίτες. Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξαρτάται από τις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Και το κομβικής σημασίας ερώτημα είναι: Ποια είναι τα ενδεδειγμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής για την αναπτυξιακή ανάταση της χώρας;
Καθηγητής Οικονομικών και Οικονομετρίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνος του Τομέα Οικονομίας του Κινήματος “Ελεύθεροι Άνθρωποι”
Αν υποτεθεί ότι το 2021 ο ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας διαμορφωθεί γύρω στο 6,5%, τότε το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) θα ανέλθει στα 179,7 δις ευρώ. Ο όρος “οπισθοδρόμηση” είναι αντίθετος της “ανάπτυξης”. Αν αναλογιστούμε ότι την περίοδο 2007-2021 το πραγματικό ΑΕΠ από 250,5 συρρικνώθηκε στα 179,7 δις ευρώ, συνάγεται ότι την περίοδο αυτή η οπισθοδρόμηση της ελληνικής οικονομίας ανήλθε σε -28,3%.
Η οπισθοδρόμηση της εγχώριας οικονομίας συντελείται σε συνθήκες δραματικής ανόδου του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών την περίοδο 2007-2021 το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από 239,7 δις ή 103,1% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι εξακοντίστηκε στα 400 δις ευρώ ή 226% του ΑΕΠ.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο. Όποιος θεωρεί βιώσιμο ένα κρατικό χρέος που αντιπροσωπεύει άνω του 200% του ΑΕΠ, είτε είναι άσχετος με το επιστημονικό πεδίο των Δημοσίων Οικονομικών, είτε είναι κρατικός-τραπεζικός θεσιθήρας της εξουσίας με πλουσιοπάροχες αμοιβές εντεταλμένος να παραπλανά τους πολίτες. Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξαρτάται από τις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Και το κομβικής σημασίας ερώτημα είναι: Ποια είναι τα ενδεδειγμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής για την αναπτυξιακή ανάταση της χώρας;
Αξιόλογοι συγγραφείς, από αμφότερα τα πεδία των θεωριών της “εξωγενούς” και της “ενδογενούς οικονομικής μεγέθυνσης” (endogenous and exogenous economic growth), έχουν εστιάσει την έρευνά τους στους ποσοτικούς και τους ποιοτικούς παράγοντες, που επηρεάζουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του οικονομικού συστήματος και κατά προέκταση την οικονομική ανάπτυξη (μεγέθυνση) μιας χώρας. Η τεχνολογική πρόοδος, η έρευνα, οι θεσμοί, οι άμεσες επενδύσεις, το μέγεθος του πληθυσμού, η ποιότητα του εργατικού δυναμικού, τα πνευματικά δικαιώματα, η πολιτιστική κληρονομιά, η γεωγραφική θέση της χώρας, η αποτελεσματικότητα της μακροοικονομικής πολιτικής, η εξέλιξη του εξαγωγικού εμπορίου, η θρησκεία και η κουλτούρα, συνθέτουν το κράμα των παραγόντων που προσδιορίζουν τα επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας και άρα συντελούν στη διαμόρφωση των αναπτυξιακών επιδόσεων της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου.
Η διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη (sustainable economic growth), δηλαδή η επίτευξη ικανοποιητικών μέσων ετήσιων αναπτυξιακών ρυθμών για μακρά χρονική περίοδο, καθρεφτίζει το υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της εγχώριας οικονομίας. Η παγκόσμια οικονομική ιστορία διδάσκει ότι η διεύρυνση του εξαγωγικού εμπορίου αντικατοπτρίζει την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας του οικονομικού συστήματος. Τα εξαγόμενα προϊόντα αποτελούν μέρος της εγχώριας παραγωγής που πωλούνται στις διεθνείς αγορές, καταδεικνύοντας ότι η διαχρονική άνοδος των εξαγωγών συνιστά θεμελιώδη παράγοντα διατηρησιμότητας της αναπτυξιακής διαδικασία.
Οι εξαγωγές θα πρέπει να καταστούν το όχημα της αναπτυξιακής μας προσπάθειας. Την περίοδο 2007-2020 οι εξαγωγές αποτελούσαν κατά μέσο όρο σήμερα μόλις το 30% του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας. Σε χρονικό ορίζοντα δεκαετίας, ήτοι μέχρι το 2031, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα πρέπει να προσεγγίσουν το 60% του ΑΕΠ της χώρας. Η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι ο εξαγωγικός τομέας διαθέτει μηχανισμούς, οι οποίοι ως λοκομοτίβα έχουν την δυνατότητα να ωθήσουν το συρμό της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά.
Εκτός των εξαγωγών, βαρόμετρο της αναπτυξιακής διαδικασίας αποτελούν και οι εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Στην επιστημονική ορολογία ως άμεσες επενδύσεις (direct investments) ορίζονται «τα ξένα κεφάλαια που από την αλλοδαπή εισρέουν στο εσωτερικό μιας χώρας και επενδύονται σε διάφορες μακρόπνοες παραγωγικές δραστηριότητες, όπως δημιουργία νέων οικονομικών μονάδων, συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων και οργανισμών, αγορά κτηρίων, χρηματοδότηση έργων υποδομής, κ.λπ.». Το φυσικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα που προβαίνει στην επενδυτική δαπάνη στο εσωτερικό της χώρας, θεωρείται ότι έχει την έδρα της σε άλλη χώρα.
Οι “άμεσες επενδύσεις” δεν είναι βραχυχρόνια κερδοσκοπικά κεφάλαια, που εισρέουν σε μια χώρα από αετονύχηδες των διεθνών χρηματαγορών, οι οποίοι εφόσον πετύχουν τα προσδοκώμενα κέρδη τους, παίρνουν τα αρχικά κεφάλαια μαζί με τα κέρδη και φεύγουν από τη χώρα. Οι άμεσες επενδύσεις νοούνται ως ξένα κεφάλαια που μπαίνουν και μένουν στη χώρα, καθότι αξιοποιούνται σε μακρόχρονες αποδοτικές επενδυτικές δραστηριότητες και ιδίως στην δημιουργία νέου παγίου κεφαλαίου. Συνεπώς, οι άμεσες επενδύσεις έχουν αξιοσημείωτη συμβολή στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας, συνδράμοντας συνεπώς αποφασιστικά στην ενδυνάμωση της αναπτυξιακής της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, την περίοδο 2011-2019 οι εισροές ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα ανήλθαν στο πενιχρό ποσό των 24,2 δις δολαρίων ($). Απεναντίας, σε άλλες χώρες οι εισροές ξένων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις την περίοδο αυτή υπήρξαν εντυπωσιακές, όπως Ιρλανδία 494,1 δις $, Χιλή 150,4 δις $, Πορτογαλία 91,3 δις $, Ισραήλ 118,7 δις $, Τσεχία 67,1 δις $, Πολωνία 113,8 δις $, Φιλανδία 57,2 δις $, Τουρκία 121,8 δις $, κ.ά. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι την περίοδο 2011-2019, σε μεγάλες και δυναμικά αναπτυσσόμενες χώρες όπως Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία, κ.ά., η συνολική αξία των άμεσων επενδύσεων εκτιμάται σε εκατοντάδες δις $.
Στην Ελλάδα οι εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων είναι μηδαμινές και προορίζονται κυρίως σε συμμετοχές στο μετοχικό κεφάλαιο διαφόρων επιχειρήσεων. Οι εγχώριες ελληνικές τράπεζες αδυνατούν να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια για επενδυτικούς σκοπούς. Μετά το 2008 η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας θεωρείται ανύπαρκτη. Ουσιαστικά, τα δομικά προβλήματα του εγχώριου τραπεζικοπιστωτικού συστήματος καθιστούν τις τράπεζες εμπόδιο στην ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας.
Η θέσπιση αποτελεσματικών αναπτυξιακών κινήτρων για την άνοδο των εξαγωγών και την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις θεωρούνται ζωτικής σημασίας. Στα πλαίσια του οποιουδήποτε προγράμματος αναπτυξιακής πολιτικής με χρονικό ορίζοντα δεκαετίας, οι εισροές συναλλάγματος για άμεσες επενδύσεις θα πρέπει να προσεγγίσουν τα 10 δις ευρώ και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 60% του ΑΕΠ. Η επίτευξη όμως αυτών των ποσοτικών στόχων προϋποθέτει την εφαρμογή αποτελεσματικών οικονομικών κινήτρων. Κίνητρα για την διεύρυνση τόσο του εξαγωγικού μας εμπορίου όσο και για την αύξηση των άμεσων επενδύσεων. Την επόμενη δεκαετία, οι ρυθμοί ανόδου των εξαγωγών και των εισροών ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, θα κρίνουν αν θα κερδηθεί το στοίχημα της οικονομικής ανάπτυξης και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους της Ελλάδας.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου