Του Martin Sandbu
Ας μην είμαστε υπερβολικά αρνητικοί: η συμφωνία των 130 χωρών για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς φορολογικού συστήματος είναι μια μεγάλη στιγμή. Δεν συμβαίνει συχνά να επιτυγχάνεται σχεδόν παγκόσμια συναίνεση σε κάτι που έχει τόσο απτές συνέπειες.
Αλλά ενώ οι επευφημίες είναι δικαιολογημένες, τα αποτελέσματα είναι στην καλύτερη περίπτωση ανάμεικτα. Αυτά είναι κατά τη γνώμη μου τα καλά, τα κακά και τα άσχημα της μεταρρύθμισης.
Πρώτον, τα καλά. Η συμφωνία επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα μεγαλύτερα προβλήματα στη φορολόγηση των εταιρικών κερδών σε διεθνή κλίμακα. Τα προβλήματα αυτά απορρέουν από την αρχή ότι τα δικαιώματα φορολόγησης συνδέονται με την έδρα των εταιρικών οντοτήτων. Τούτο μπορεί να είχε νόημα όταν η προστιθέμενη αξία προερχόταν από την παραγωγή φυσικών αγαθών. Όταν αντίθετα η αξία βρίσκεται σε άυλες υπηρεσίες και στην πνευματική ιδιοκτησία, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο παρά η κατάχρηση της αρχής. Υπολογίζεται για παράδειγμα ότι το 40% των παγκόσμιων άμεσων ξένων «επενδύσεων» στοχεύει στη μείωση των φόρων και δεν συνδέεται με πραγματικούς επιχειρηματικούς λόγους.
Τέτοιου είδους δυνατότητες χειραγώγησης του συστήματος δεν σημαίνουν μόνο ότι οι πολυεθνικές πληρώνουν λιγότερους φόρους από αυτούς που θέλουν οι νομοθέτες. Οι κυβερνήσεις θέτουν επίσης τους φορολογικούς συντελεστές χαμηλότερα από ό,τι θα έκαναν, αν δεν φοβόντουσαν ότι οι εταιρείες αυτές θα μετέφεραν τα κέρδη τους αλλού. Η συμφωνία επιχειρεί να το αντιμετωπίσει αυτό εισάγοντας έναν ελάχιστο παγκόσμιο εταιρικό φόρο 15% και μεταφέροντας το δικαίωμα φορολόγησης ενός μέρους των κερδών αυτών από τον τόπο όπου βρίσκεται η φορολογική έδρα στον τόπο όπου γίνεται η πώληση.
Οικονομολόγοι εκτιμούν πως η αλλαγή αυτή θα έχει μεγάλο, αν όχι κολοσσιαίο, αντίκτυπο. Έκθεση που αναμένεται να εκδοθεί από τους ερευνητές του EconPol, Μισέλ Ντεβερό και Μάρτιν Ζίμλερ, υπολογίζει ότι φορολογικά δικαιώματα για κέρδη $87 δισ. θα μεταφερθούν στις χώρες πώλησης. Το Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης (CAE) της Γαλλίας τοποθετεί το νούμερο αυτό στα $130 δισ. Με βάση τους συνηθισμένους φορολογικούς συντελεστές, αυτό αντιστοιχεί σε φορολογικά έσοδα 20 με $30 δισ.
Ο ελάχιστος φόρος, σύμφωνα με το CAE, θα μπορούσε να αυξήσει τα εταιρικά φορολογικά έσοδα κατά 6 με $15 δισ. για τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ ξεχωριστά.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι κάπως πιο ευρύ από τα αρχικά σχέδια που επικεντρώνονταν στους τεχνολογικούς κολοσσούς. H πολιτική ώθηση δόθηκε από ευρωπαϊκά κράτη που είχαν αγανακτήσει από τους πενιχρούς φόρους που κατέβαλε ο αμερικανικός ψηφιακός τομέας παρά τα τεράστια έσοδα που αποκόμιζε από τις αγορές τους. Με τους ψηφιακούς φόρους που εφάρμοσαν μονομερώς, προσέφεραν την πολιτική δυναμική που απαιτούνταν για την έναρξη συνομιλιών σε διεθνές επίπεδο.
Αλλά από καθαρά οικονομική άποψη, δεν είχε ποτέ νόημα να εστιάσει κανείς αποκλειστικά στις ψηφιακές υπηρεσίες. Τα θαύματα της δημιουργικής λογιστικής επιτρέπουν στις πολυεθνικές να μη φορολογούνται για κέρδη από την πώληση καθαρά υλικών αγαθών και υπηρεσιών, από κούπες του καφέ μέχρι διαδρομές ταξί. Η συμπερίληψη όλων των μεγάλων πολυεθνικών, μια απαίτηση των ΗΠΑ, αποτέλεσε ως εκ τούτου μια βελτίωση των αρχικών σχεδίων.
Και τώρα τα κακά. Η συμφωνία επιλύει μόνο εν μέρει το πρόβλημα. Πολύ λίγες πολυεθνικές εταιρείες υπόκεινται στον νέο φόρο. Ακόμα και με έναν ελάχιστο συντελεστή, το μεγαλύτερο μέρος των κερδών θα φορολογείται με βάση την αρχή της έδρας. Συνεπώς θα διατηρηθούν οι ανωμαλίες που προκαλεί αυτό. Ο ελάχιστος φόρος διατηρεί τα κίνητρα για μεταφορά κερδών σε δικαιοδοσίες με χαμηλή φορολόγηση (οι οποίες ως εκ τούτου δεν έχουν λόγο να διαμαρτύρονται).
H συμφωνία δεν θα βάλει τέλος στην άσχημη εικόνα των κυβερνήσεων που σφίγγουν το ζωνάρι και των μεγάλων εταιρειών που φοροαποφεύγουν -oύτε και όταν οι πολιτικοί αρχίσουν να ψάχνουν τρόπους να κλείσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα-ρεκόρ.
Υπάρχουν επίσης ειδικές εξαιρέσεις για τις τράπεζες και τις εταιρείες πρώτων υλών. Αυτό μπορεί να δικαιολογείται για τις τελευταίες· είναι λογικό να φορολογούνται εκεί όπου εξορύσσουν υδρογονάνθρακες και μέταλλα. Για τις τράπεζες, το πρόσχημα είναι ότι εποπτεύονται και φορολογούνται στις αγορές που εξυπηρετούν. Αλλά αν αυτό ήταν αλήθεια, δεν θα επηρεάζονταν από τη μεταφορά των δικαιωμάτων φορολόγησης. Στην πραγματικότητα, είχαν πολλά να χάσουν: οι Ντεβερό και Σίμλερ διαπιστώνουν ότι η νέα φορολογική βάση θα είναι διπλάσια, αν δεν εξαιρεθούν οι τράπεζες.
Και τέλος, τα άσχημα. Οι κυβερνήσεις έχασαν την ευκαιρία να απλοποιήσουν τους κανόνες, αφήνοντας πρόσφορο έδαφος για νέες και πιο έξυπνες τεχνικές για φοροαποφυγή.
Αντί να κάνουν παζάρια για τις εξαιρέσεις και τα όρια, οι ηγέτες θα μπορούσαν να είχαν διαπραγματευτεί για τη σχετική στάθμιση των επενδύσεων, της απασχόλησης και των πωλήσεων για την κατανομή των παγκόσμιων κερδών των πολυεθνικών με βάση μια συγκεκριμένη φόρμουλα.
Με τον καιρό, τα όρια μπορούν να μειωθούν και οι εξαιρέσεις να περιοριστούν. Αλλά όχι αν η συμφωνία αυτή αποκλείει οποιαδήποτε μελλοντική αλλαγή. Οι ΗΠΑ έχουν απαιτήσει να αποσύρουν οι άλλες χώρες τους μονομερείς ψηφιακούς φόρους, όταν οριστικοποιηθούν οι νέοι κανόνες. Είναι μια εύλογη απαίτηση μόνο από τη στιγμή που δεν μπλοκάρει την επανεξέταση του όλου πλαισίου.
Η θετική αυτή διαδικασία δεν πρέπει να σταματήσει εδώ. Για τους πολιτικούς ήταν ένα τεράστιο άλμα. Αλλά παραμένει απλώς ένα πρώτο βήμα για την παγκόσμια οικονομία.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου