Του Karl W. Smith - Bloomberg
Εντελώς αντίθετα από μια "ανατροπή" του "Τραμπ-σμού", ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν φαίνεται να προτίθεται να τον συνεχίσει - ακόμη μάλιστα και να τον τελειοποιήσει. Η τελευταία ένδειξη γι' αυτό είναι η πρωτοβουλία της κυβέρνησής του για τις αλυσίδες εφοδιασμού, η οποία στοχεύει στη μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από την Κίνα και μπορεί να οδηγήσει τελικώς σε επιβολή δασμών.
Από την αρχή της εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ, το ρητορικό "χάσμα" μεταξύ του 45ου και του 46ου προέδρου ελάχιστα έκρυβε τη σχετική συμφωνία τους όσον αφορούσε τους στόχους, ενίοτε ακόμη και σε ό,τι αφορούσε τις μεθόδους.
Προϊόντα - "κλειδιά" μακριά από την Κίνα
Η έκθεση 250 σελίδων της κυβέρνησης Μπάιντεν για ζητήματα εφοδιαστικής αλυσίδας, η οποία κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα, αντιπροσωπεύει ένα ευρύτερο και πιο ολοκληρωμένο όραμα για τη βιομηχανική πολιτική από οτιδήποτε έπραξε ή θα μπορούσε να παραγάγει ο Τραμπ.
Αποτέλεσμα μιας επισκόπησης 100 ημερών, η έκθεση - με τίτλο "Δημιουργία ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού, αναζωογόνηση της αμερικανικής βιομηχανίας και ενίσχυση μιας ανάπτυξης ευρείας βάσης" - μοιάζει σχεδιασμένη ώστε σχεδόν να απωθεί την προσοχή. Προσδιορίζει προϊόντα - "κλειδιά" όπως ημιαγωγούς, μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων, ορυκτά και φαρμακευτικά προϊόντα και αναφέρει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να διασφαλίσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού οι οποίες είναι απαραίτητες για την κατασκευή τους. Με άλλα λόγια, βεβαιωθείτε ότι δεν περνούν από την Κίνα.
Όπως θα ήταν αναμενόμενο, η γλώσσα της έκθεσης απέχει πολύ από εκείνη της προηγούμενης κυβέρνησης. "Πρέπει να πιέσουμε για μια σειρά μέτρων", αναφέρει η έκθεση, "τα οποία θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι λειτουργεί για τους Αμερικανούς ως εργαζόμενους και ως οικογενειάρχες και όχι απλώς και μόνον ως καταναλωτές". Η αμερικανική κυβέρνηση "πρέπει να επικεντρωθεί στην οικοδόμηση εμπορικών και επενδυτικών συνεργασιών με χώρες οι οποίες μοιράζονται τις αξίες μας", αναφέρει.
Για να το υποστηρίξει, η έκθεση σκιαγραφεί δεκάδες συγκεκριμένα βήματα, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης 75 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή ημιαγωγών, της επίκλησης στον Νόμο περί Αμυντικής Παραγωγής για τη διευκόλυνση της υποστήριξης παραγωγής σχεδόν 100 κρίσιμων φαρμακευτικών προϊόντων και της απαίτησης να κατασκευάζονται όλα τα προϊόντα που αναπτύχθηκαν με χρηματοδότηση από το αμερικανικό Υπουργείο Ενέργειας στο έδαφος των ΗΠΑ.
Ωστόσο, αφήνοντας στην άκρη τα ζητήματα αποτελεσματικότητας, αξίζει να επικεντρωθούμε στη συνολική κατεύθυνηση της συγκεκριμένης πολιτικής και της πολιτικής διαχείρισής της.
Αλλαγή παραδείγματος
Ο Τραμπ αντιπροσώπευε μια απότομη στροφή από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση που κυριάρχησε στην εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν (ή ακόμα και από τον Τζίμι Κάρτερ) έως τον Μπαράκ Ομπάμα. Αυτό το νεοφιλελεύθερο ιδανικό χαρακτηριζόταν από την πίστη στις ελεύθερες αγορές, το ελεύθερο εμπόριο, τη διευρυνόμενη μετανάστευση και σε ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο διαχειρίζονταν παγκόσμιου βεληνεκούς οργανισμοί, με την υποστήριξη της αμερικανικής ηγεμονίας.
Ο Τραμπ διαισθάνθηκε νωρίς ότι το μομέντουμ του νεοφιλελεύθερου αυτού παραδείγματος είχε παρέλθει. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα επενέβαινε στις αγορές, ξένες και ντόπιες, για λογαριασμό των εργαζομένων των ΗΠΑ και θα έμενε έξω από συγκρούσεις που δεν εξυπηρετούσαν άμεσα και μετρήσιμα το εσωτερικό συμφέρον της. Όπως και ο Κάρτερ, ο Τραμπ έβλεπε το κυρίαρχο ρεύμα του κόμματός του να μην βρίσκεται σε επαφή με αυτήν τη νέα πραγματικότητα, αλλά - και πάλι, όπως ο Κάρτερ - ήταν αδύνατον για τον ίδιο να διαχωριστεί πλήρως από αυτό.
Ο Μπάιντεν διεξήγαγε μια εκστρατεία ως αντι-Τραμπ, ωστόσο κυβερνά ως ένας πιο πραγματιστής και διπλωματικά - πολιτικά κόσμιος "Τραμπ" (όσο βέβαια κάτι τέτοιο είναι εφικτό).
Ενώ ο Τραμπ απειλούσε, για παράδειγμα, να τερματίσει όλους τους πολέμους των ΗΠΑ στο εξωτερικό, προχωρώντας μέχρι και σε προσβολές κατά του στρατού, είναι ο Μπάιντεν που εξέδωσε τις διαταγές με τις οποίες φέρνει πίσω στις ΗΠΑ τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν μέχρι το Σεπτέμβριο.
Ο Τραμπ έκανε ακόμη πολλά βλέφαρα να σηκωθούν προχωρώντας σε συνάντηση "ένας προς έναν" με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν το 2018, αμέσως μετά την έκρηξη του κατά των συμμάχων των Αμερικανών στις θερινές συνόδους κορυφής της G7 και του ΝΑΤΟ. Ο Μπάιντεν ξεκίνησε μια ευρωπαϊκή περιοδεία στην οποία συναντιέται με τους ηγέτες των G-7, των μελών του ΝΑΤΟ και με τον Πούτιν μέσα σε διάστημα οκτώ ημερών.
Ο Τραμπ αντιπροσώπευε μια απότομη στροφή από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση που κυριάρχησε στην εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν (ή ακόμα και από τον Τζίμι Κάρτερ) έως τον Μπαράκ Ομπάμα. Αυτό το νεοφιλελεύθερο ιδανικό χαρακτηριζόταν από την πίστη στις ελεύθερες αγορές, το ελεύθερο εμπόριο, τη διευρυνόμενη μετανάστευση και σε ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο διαχειρίζονταν παγκόσμιου βεληνεκούς οργανισμοί, με την υποστήριξη της αμερικανικής ηγεμονίας.
Ο Τραμπ διαισθάνθηκε νωρίς ότι το μομέντουμ του νεοφιλελεύθερου αυτού παραδείγματος είχε παρέλθει. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα επενέβαινε στις αγορές, ξένες και ντόπιες, για λογαριασμό των εργαζομένων των ΗΠΑ και θα έμενε έξω από συγκρούσεις που δεν εξυπηρετούσαν άμεσα και μετρήσιμα το εσωτερικό συμφέρον της. Όπως και ο Κάρτερ, ο Τραμπ έβλεπε το κυρίαρχο ρεύμα του κόμματός του να μην βρίσκεται σε επαφή με αυτήν τη νέα πραγματικότητα, αλλά - και πάλι, όπως ο Κάρτερ - ήταν αδύνατον για τον ίδιο να διαχωριστεί πλήρως από αυτό.
Ο Μπάιντεν διεξήγαγε μια εκστρατεία ως αντι-Τραμπ, ωστόσο κυβερνά ως ένας πιο πραγματιστής και διπλωματικά - πολιτικά κόσμιος "Τραμπ" (όσο βέβαια κάτι τέτοιο είναι εφικτό).
Ενώ ο Τραμπ απειλούσε, για παράδειγμα, να τερματίσει όλους τους πολέμους των ΗΠΑ στο εξωτερικό, προχωρώντας μέχρι και σε προσβολές κατά του στρατού, είναι ο Μπάιντεν που εξέδωσε τις διαταγές με τις οποίες φέρνει πίσω στις ΗΠΑ τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν μέχρι το Σεπτέμβριο.
Ο Τραμπ έκανε ακόμη πολλά βλέφαρα να σηκωθούν προχωρώντας σε συνάντηση "ένας προς έναν" με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν το 2018, αμέσως μετά την έκρηξη του κατά των συμμάχων των Αμερικανών στις θερινές συνόδους κορυφής της G7 και του ΝΑΤΟ. Ο Μπάιντεν ξεκίνησε μια ευρωπαϊκή περιοδεία στην οποία συναντιέται με τους ηγέτες των G-7, των μελών του ΝΑΤΟ και με τον Πούτιν μέσα σε διάστημα οκτώ ημερών.
Ταύτιση έναντι της Κίνας
Κανένα ζήτημα δεν ήταν πιο θεμελιώδες για την τομή που επιχείρησε ο Τραμπ με το παρελθόν από την άποψή του για την Κίνα ως αντίπαλο των ΗΠΑ και όχι ως εταίρο τους. Όχι μόνο υπήρχαν συνεχείς ρητορικές επιθέσεις, αλλά υπήρξε και μια - συχνά παραβλεπόμενη - παραδοχή σε μια ομιλία του το 2019 ότι είχε πάντα την πρόθεση να δαπανήσει τα οικονομικά κέρδη που προέκυψαν από τις φοροελαφρύνσεις που εισήγαγε προκειμένου να διεξαγάγει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, σημειώνοντας ότι το τίμημα άξιζε τον κόπο.
Ο Μπάιντεν έχει υπάρξει γενικά πιο συγκρατημένος. Ωστόσο, οι σύμβουλοί του έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή στη λογική της προσπάθειας καλλιέργειας θετικού κλίματος με το Πεκίνο της εποχής Ομπάμα, την οποία ορισμένοι από αυτούς τους ίδιους συμβούλους είχαν εργαστεί για να επιτύχουν.
Βασικά, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει συνδέσει τον συγκεκριμένο στόχο με εκείνον της ευρείας κοινωνικής ευημερίας και της φθίνουσας ανισότητας. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος τον οποίο ο Τραμπ, με τη βάση του να βρίσκεται στις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, απλώς δεν μπορούσε να επιτύχει.
Ιδεολογικά, οι πολιτικές του Τραμπ, οι οποίες συνδύαζαν τις φορολογικές περικοπές για πολυεθνικές εταιρείες και τις πρόνοιες τύπου "Buy American", δεν ήταν ιδιαίτερα συμβατές.
Με την πρωτοβουλία για τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ωστόσο, ο Μπάιντεν κάνει ένα κρίσιμο βήμα προς τα εμπρός στον καθορισμό ενός οικονομικού παραδείγματος που βάζει τον νεοφιλελευθερισμό σε δεύτερο πλάνο. Το εάν η στροφή αυτή είναι σοφή και θα αποδειχθεί επιτυχημένη, είναι αμφίβολο. Ωστόσο ελάχιστες αμφιβολίες μπορεί να έχει κανείς ότι συντελείται μπροστά στα μάτια μας και θα βιώσουμε τις συνέπειές της.
Κανένα ζήτημα δεν ήταν πιο θεμελιώδες για την τομή που επιχείρησε ο Τραμπ με το παρελθόν από την άποψή του για την Κίνα ως αντίπαλο των ΗΠΑ και όχι ως εταίρο τους. Όχι μόνο υπήρχαν συνεχείς ρητορικές επιθέσεις, αλλά υπήρξε και μια - συχνά παραβλεπόμενη - παραδοχή σε μια ομιλία του το 2019 ότι είχε πάντα την πρόθεση να δαπανήσει τα οικονομικά κέρδη που προέκυψαν από τις φοροελαφρύνσεις που εισήγαγε προκειμένου να διεξαγάγει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, σημειώνοντας ότι το τίμημα άξιζε τον κόπο.
Ο Μπάιντεν έχει υπάρξει γενικά πιο συγκρατημένος. Ωστόσο, οι σύμβουλοί του έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή στη λογική της προσπάθειας καλλιέργειας θετικού κλίματος με το Πεκίνο της εποχής Ομπάμα, την οποία ορισμένοι από αυτούς τους ίδιους συμβούλους είχαν εργαστεί για να επιτύχουν.
Βασικά, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει συνδέσει τον συγκεκριμένο στόχο με εκείνον της ευρείας κοινωνικής ευημερίας και της φθίνουσας ανισότητας. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος τον οποίο ο Τραμπ, με τη βάση του να βρίσκεται στις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, απλώς δεν μπορούσε να επιτύχει.
Ιδεολογικά, οι πολιτικές του Τραμπ, οι οποίες συνδύαζαν τις φορολογικές περικοπές για πολυεθνικές εταιρείες και τις πρόνοιες τύπου "Buy American", δεν ήταν ιδιαίτερα συμβατές.
Με την πρωτοβουλία για τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ωστόσο, ο Μπάιντεν κάνει ένα κρίσιμο βήμα προς τα εμπρός στον καθορισμό ενός οικονομικού παραδείγματος που βάζει τον νεοφιλελευθερισμό σε δεύτερο πλάνο. Το εάν η στροφή αυτή είναι σοφή και θα αποδειχθεί επιτυχημένη, είναι αμφίβολο. Ωστόσο ελάχιστες αμφιβολίες μπορεί να έχει κανείς ότι συντελείται μπροστά στα μάτια μας και θα βιώσουμε τις συνέπειές της.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου