Σύμφωνα με το κυρίαρχο μιντιακό αφήγημα, το άνοιγμα της πλατφόρμας ενός νέου εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατέστησε δυνατή τη ρύθμιση οφειλών σε «έως 480 δόσεις» και τη διαγραφή οφειλών «περισσότερο και από 75% από τα συνολικά χρέη προς το Δημόσιο (κεφάλαιο και προσαυξήσεις)...και "κούρεμα" οφειλών έως 80% προς τράπεζες και funds» (διατύπωση που επαναλήφθηκε πανομοιότυπη σε πλείστα ΜΜΕ). Είναι όμως έτσι;
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΙΝΑΚΟΣ,
Δικηγόρος & Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής
1. Τα χαρακτηριστικά του εξωδικαστικού μηχανισμού (άρθρα 5 έως και 30 Ν. 4738/2020):
Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι στη διαδικασία εντάσσονται όλοι οι οφειλέτες που έχουν πτωχευτική ικανότητα (έμποροι ή φυσικά πρόσωπα).
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών είναι πλήρως και αποκλειστικά ηλεκτρονικός και εξωδικαστικός. Στην ουσία, είναι μια πλατφόρμα στην οποία οι πιστωτές μπορούν (αλλά δεν υποχρεούνται) να διαμορφώσουν προτάσεις ρύθμισης, τις οποίες, αντίστοιχα, μπορεί (αλλά δεν υποχρεούται) να αποδεχτεί ο οφειλέτης. Υπό προϋποθέσεις είναι δυνατή η υποβολή πρότασης και από τον οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, η αποδοχή του αιτήματος του οφειλέτη εναπόκειται αποκλειστικά στην προαίρεση αποδοχής της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών του.
Σημειώνεται, ότι η διαδικασία δεν είναι διαθέσιμη σε οφειλέτες, όταν το 90% των συνολικών οφειλών τους είναι, είτε προς χρηματοδοτικούς φορείς, είτε προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, είτε οφείλεται μόνο σε ένα χρηματοδοτικό φορέα (αρ 7). Στην περίπτωση αυτή ο Νόμος παραπέμπει στον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας (Ν. 4224/2013).
Ο οφειλέτης, με την υποβολή της αίτησης, δίνει άδεια πρόσβασης σε όλα του τα στοιχεία και έτσι, συναινεί (αρ 12) στην άρση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού προσώπου η άδεια περιλαμβάνει και τα στοιχεία και έγγραφα που αφορούν τον ή την σύζυγο ή συμβίο του αιτούντα (και με σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης) και τα εξαρτώμενα μέλη.
Με το άρθρο 18 ορίζεται ότι με την υποβολή της αίτησης αναστέλλονται τα καταδιωκτικά μέτρα, αλλά δεν αναστέλλεται ο τυχόν πλειστηριασμός που προσδιορίστηκε εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Η πλειοψηφία των πιστωτών που είναι χρηματοδοτικοί φορείς μπορεί υπό προϋποθέσεις να δεσμεύσει τους λοιπούς χρηματοδοτικούς φορείς πιστωτές του οφειλέτη αλλά και το Δημόσιο και τα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης. Προβλέπεται επιδότηση των δόσεων για χρονικό διάστημα έως πέντε (5) έτη από το Ελληνικό Δημόσιο. Το ύψος της επιδότησης κυμαίνεται, αναλόγως των κριτηρίων που πληρεί ο οφειλέτης, από 70 έως 210 ευρώ.
Η διαδικασία δεν ελέγχεται δικαστικά σε οποιοδήποτε στάδιο.
2. Προλογικές σκέψεις
Κατ’ αρχάς, ο Νόμος δεν προβλέπει ούτε ελάχιστη ή μέγιστη διάρκεια ρύθμισης, ούτε προβλέπει ελάχιστα ή μέγιστα ποσοστά διαγραφής βασικών οφειλών. Είναι άγνωστο, με ποιο ακριβώς τρόπο, τα κυρίαρχα ΜΜΕ προσδιόρισαν τόσο γενναίες διαγραφές οφειλών.
Άλλωστε, αν οι χρηματοδοτικοί φορείς (= τράπεζες) ή και το Δημόσιο (=ασφαλιστικά ταμεία & ΔΟΥ), μπορούσαν και ήθελαν να προβούν σε τέτοιες διαγραφές, θα μπορούσαν να το κάνουν διμερώς (οι δε τράπεζες ακόμα και στο θεσμικό πλαίσιο του Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας, το δε Δημόσιο ακόμα και νομοθετικά), καταθέτοντας τις προτάσεις τους απευθείας στον οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η συλλογική διαδικασία μιας πλατφόρμας.
Ωστόσο, μέχρι τώρα, οι τράπεζες δεν επέδειξαν βούληση διαγραφών (πόσο μάλλον γενναίων) σε διμερές επίπεδο, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις (π.χ. διαγραφή 138 εκατομμυρίων από την τράπεζα Πειραιώς σε γνωστό επιχειρηματία), το δε Δημόσιο δεν νομοθέτησε διαγραφή οφειλών, αλλά απεναντίας, σε κάθε ευκαιρία κηρύσσει έκπτωτους τους πολίτες από τις ήδη υφιστάμενες ρυθμίσεις των οφειλών τους.
Ποιοι είναι λοιπόν, εκείνοι οι δικαιοπολιτικοί στόχοι, τους οποίους θέλησε να επιτύχει ο Νομοθέτης του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, μέσω της παραπάνω πλατφόρμας;
3. Ποια είναι η στόχευση της πλατφόρμας;
α) Μια πρώτη απάντηση εντοπίζεται στη βούληση των τραπεζών να αποκτήσουν πλήρη πληροφόρηση (i) από τους δανειολήπτες και (ii) από το κράτος. Η τυχόν ασύμμετρη πληροφόρηση (δηλαδή, η άνιση κατανομή πληροφοριών μεταξύ δύο πλευρών σε μια οικονομική συναλλαγή), θεωρείται ότι δημιουργεί δύο δυσλειτουργίες στην αγορά. Πριν τη συναλλαγή, δημιουργεί την «δυσμενή επιλογή» (=στην προσπάθεια μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, δεν χρηματοδοτούνται αποδοτικά σχέδια, για την αποφυγή αύξησης του πιστωτικού κινδύνου). Μετά τη συναλλαγή, δημιουργείται ο «ηθικός κίνδυνος» (= ο δανειολήπτης αναλαμβάνει επενδυτικά σχέδια ιδιαίτερα αυξημένου ρίσκου αυξάνοντας τον κίνδυνο μη αποπληρωμής).
Εν προκειμένω, όμως, η πληροφόρηση παρέχεται υποχρεωτικά πριν τη συναλλαγή, με κρατική (νομοθετική) πρωτοβουλία και είναι μονόπλευρη (παρέχεται μόνο από το δανειολήπτη, ο οποίος παρέχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες του, ακόμα και τις κρατικές). Συνεπώς, η παροχή της πληροφόρησης στην ερευνώμενη διαδικασία επιδιώκει τον περιορισμό της δυσμενούς επιλογής από την πλευρά των τραπεζών, φιλοδοξώντας να αποτελέσει νομοθετικό πυλώνα της τραπεζικής ευστάθειας.
Και ενώ από τη διαδικασία παρατηρείται, ότι ο δανειολήπτης υποχρεούται να παρέχει πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που αφορούν τον ίδιο, την οικογένεια και τους οικείους του, ωστόσο, οι τράπεζες, δεν υποχρεούνται και δεν παρέχουν καμία πληροφόρηση. Έτσι, παραμένει άγνωστο, πώς εκτιμούν οι ίδιες τις οφειλές (βιώσιμες ή μη και μέχρι ποιου ύψους), πώς εκτιμούν τις εμπράγματες ασφάλειες, τις εξασφαλίσεις ή τις τυχόν καλύψεις των οφειλών και ποια είναι η εύλογη αξία οφειλών, εμπράγματων ασφαλειών και καλύψεων, εάν από τη διαχείριση της κάθε οφειλής αποκόμισαν πρόσθετα κέρδη (π.χ. μέσω τιτλοποίησης της οφειλής, μέσω αναβαλλόμενης φορολογίας επί των τόκων της οφειλής, μέσω της μη φορολόγησης των μη λογιστικοποιημένων τόκων του αρ 150 του Ν. 4261/2014) και σε τι ύψος ανήλθαν τα οφέλη αυτά, ώστε ενδεχομένως να συνυπολογιστούν στην τελική πρόταση ρύθμισης κ.λπ.
Με αυτές τις απλές σκέψεις, προκύπτει η πρώτη παθογένεια του εξωδικαστικού. Με την ερευνώμενη διαδικασία, οι τράπεζες λειτουργώντας, κατ’ επιλογή του νομοθέτη, κυριαρχικά και δίχως να βαρύνονται με υποχρεώσεις συμμετρικής πληροφόρησης, μετατρέπονται σε πληροφοριακούς λαθρεπιβάτες (free riders) επωφελούμενες από το αγαθό της πληροφορίας που τους παρέχουν δανειολήπτες και κράτος, χωρίς να συνεισφέρουν με το μερίδιό που τους αναλογεί στη συμμετρική πληροφόρηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες και κατά τις παραδοχές των κλασσικών οικονομικών, ο νομοθέτης ήδη δημιούργησε συνθήκες νέας πληροφοριακής ασυμμετρίας, αυτή τη φορά από την πλευρά των τραπεζών, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις νέας αστοχίας της τραπεζικής αγοράς, σε βάρος της κοινωνίας και της κρατικής οικονομίας.
Μια δεύτερη παθογένεια, είναι ότι, παρόλο που ο Νόμος επιβάλλει πληροφοριακή ασυμμετρία σε βάρος των δανειοληπτών, δεν υποχρεώνει σε υποβολή πρότασης ρύθμισης τους πιστωτές και δεν αποκλείει την κατάχρηση των πληροφοριών που θα συλλεγούν εκ μέρους των τραπεζών. Ο Νόμος δεν προβλέπει καμία διαδικασία δικαστικού ελέγχου της διαδικασίας. Έτσι, δημιουργείται μια φούσκα, στην οποία κατ’ αρχήν οι τράπεζες εισέρχονται για να λάβουν πληροφόρηση, αλλά δεν υποχρεούνται για τίποτα, καθισταμένης της συμπεριφοράς τους κατ’ αρχήν δικαστικά ανέλεγκτης.
β) Δεύτερον, δεν θα πρέπει να λησμονάται το νομοσχέδιο εντός του οποίου θεσπίστηκε η διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού. Το Πτωχευτικό Δίκαιο και επομένως και ο Ν. 4738/2020, αποσκοπούν στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Έτσι, το σύνολο των (προπτωχευτικών ή πτωχευτικών) διαδικασιών περιλαμβάνει το σύνολο των πιστωτών, οι οποίοι θα ικανοποιηθούν ως ομάδα, από τις καταβολές ή από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός, λοιπόν, εντασσόμενος στο πλαίσιο μιας προπτωχευτικής διαδικασίας επιδιώκει να ικανοποιήσει τους πιστωτές ως ομάδα, δείχνοντας τι προβλέπεται να ακολουθήσει σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν καταφέρει να τηρήσει τη ρύθμιση. Και αυτό που θα ακολουθήσει είναι η πτώχευση. Και πτώχευση, υπό τον Ν. 4738/2020, σημαίνει, όχι μόνο ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη αλλά και αποστέρηση των εισοδημάτων του για 3 χρόνια, κατά το μέρος που αυτά υπερβαίνουν τις “εύλογες δαπάνες διαβίωσης”.
Η πτώχευση των υπερχρεωμένων πολιτών, άλλωστε, φαίνεται να αποτελεί πρώτιστη κρατική επιδίωξη, η οποία αναδεικνύεται και μέσα από το “Σχέδιο για πάγωμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας μέχρι και τον Μάρτιο του 2022 σε περιπτώσεις 100.000 περίπου ευάλωτων νοικοκυριών”, που φέρεται να ετοιμάζεται να θέσει άμεσα σε εφαρμογή το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, όπως επίσης έσπευσαν να ενημερώσουν τα συστημικά ΜΜΕ.
Υπό την προϋπόθεση ότι η πληροφόρηση που παρέχουν τα ΜΜΕ είναι ορθή, τότε σύμφωνα με το σχέδιο της Κυβέρνησης, η νέα προστασία από τους πλειστηριασμούς θα τίθεται σε ισχύ υπό τις προϋποθέσεις:
- Να πρόκειται για ευάλωτο νοικοκυριό που έχει εγγύηση την πρώτη κατοικία του,
- Να μην είναι σε θέση να εξυπηρετεί τη μηνιαία δόση του και
- Φυσικά να δηλώσει πτώχευση με βάση το νέο θεσμικό πλαίσιο (το επίρρημα “φυσικά” περιλαμβάνεται στο δημοσίευμα από το οποίο αντλήθηκαν οι πληροφορίες που βρίσκεται εδώ, και δεν αποτελεί φραστική επιλογή του γράφοντος)
Από όλα τα παραπάνω αναδεικνύονται οι κεντρικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης που είναι:
1) Η δημιουργία των προϋποθέσεων μιας νέας τραπεζικής κυριαρχίας, έστω κι αν αυτή θα δομηθεί σε συνθήκες πληροφοριακής ασυμμετρίας εκ μέρους των τραπεζών, που θέτουν τα θεμέλια μιας νέας αστοχίας της τραπεζικής αγοράς, σε βάρος της κοινωνίας και της κρατικής οικονομίας.
2) Η “τακτοποίηση” του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους με ταχύρυθμες διαδικασίες πτώχευσης των πολιτών, οι οποίοι, έστω και καθυστερημένα, θα κληθούν για άλλη μια φορά να πληρώσουν το τίμημα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης της χώρας.
4. Ποια θα είναι η τύχη της πλατφόρμας;
Ο καθένας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του παρελθούσες αντίστοιχες προσπάθειες δημιουργίας εξωδικαστικών μηχανισμών, δίχως σημαντικές διαφορές με τον παραπάνω. Για όσους λόγους απέτυχαν οι προηγούμενες προσπάθειες, για ακριβώς τους ίδιους λόγους δεν συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας και ο προκείμενος μηχανισμός. Η έλλειψη συμμετρικής πληροφόρησης, η αδυναμία δημιουργίας συνθηκών διαπραγματευτικής ισοδυναμίας, η έλλειψη αμφίπλευρης υποχρεωτικότητας και δικαστικού ελέγχου θα έπρεπε να ήταν μαθήματα, ειλημμένα από την αποτυχία των προηγούμενων αντίστοιχων προσπαθειών. Θα έπρεπε να είναι σφάλματα που όφειλε να αποφύγει η Ελληνική Πολιτεία.
Εντούτοις, η κυβέρνηση επιδεικνύοντας αξιοπερίεργη εμμονή σε αποτυχημένα μοντέλα επιμένει να θεσμοθετεί διαδικασίες καταδικασμένες σε αποτυχία. Μόνη επιτυχία αυτής της προσπάθειας θα είναι πιθανότατα η πρόσφατη επικοινωνιακή καταιγίδα και οι πηχυαίοι τίτλοι περί μιας δήθεν μεγάλης μεταρρύθμισης, η οποία δεν έγινε ποτέ.
Η μόνη διαφορά σε σχέση με όλα όσα έχουμε ήδη ζήσει έως τώρα, είναι ότι τώρα, για πρώτη φορά, δεν θα αποτελεί διακύβευμα η πρώτη κατοικία των πολιτών. Διότι, υπό τις νομοθετημένες επιλογές της κυβέρνησης, η πρώτη κατοικία εφεξής πάντοτε ρευστοποιείται.
Αυτή είναι ίσως η μόνη σημαντική μεταρρύθμιση, σε σχέση με όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις, η οποία ανοίγει το δρόμο για την είσοδο της χώρας σε μια νέα κοινωνική, οικονομική και ανθρωπιστική κρίση.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου