Τι αποκαλύπτει το mononews.gr
Θα κονταροχτυπηθούν επόπτες και τράπεζες και η κραταιά Γερμανία θα ισχυροποιήσει τα veto της, αν κρίνει κανείς από την αποφασιστικότητα που ο επικεφαλής του εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ, του SSM δηλαδή, κ. Andrea Enria βγήκε να επιχειρηματολογήσει για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών στο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ. Έσπευσε δε να ξεκαθαρίσει πως παρά τον Covid-19 άλλες καθυστερήσεις δεν χωρούν…..
Αυτό εξηγεί μεταξύ άλλων και τη μάχη εμπροσθοφυλακών που δίνουν και οι ελληνικές τράπεζες για κεφάλαια μετά και την περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων τους.
Έτσι λοιπόν μετά την αύξηση της Τράπεζας Πειραιώς και το ομόλογο της Eurobank προετοιμάζεται η νέα ομολογιακή έκδοση, επίσης της Τράπεζας Πειραιώς, στο πλαίσιο του προγράμματος Sunrize η οποία μετά την εξέλιξη της μεγαλύτερης αύξησης προσδιορίζεται σε περίπου 300 εκατ. ευρώ.
Συγχρόνως κινήσεις ετοιμάζει και η Εθνική Τράπεζα η οποία από τη μία θα προχωρήσει σε νέα τιτλοποίηση κόκκινων δανείων επιτυγχάνοντας το 6% ως ποσοστό NPEs μέσα στη χρονιά ενώ πληροφορίες που κάνουν το γύρω των γραφείων των συμβούλων μιλούν και για ομολογιακή έκδοση senior ύψους 500 εκατ. ευρώ. Σε ότι αφορά την τιτλοποίηση πάντως αυτή προσδιορίζεται σε μια μεσαίου μεγέθους τιτλοποίηση ύψους περί το 1.5 δισ. ευρώ.
Σε ότι αφορά την Alpha Bank η τράπεζα στα μέσα του τρέχοντος μήνα προετοιμάζει αναθεώρηση του στόχου των κόκκινων δανείων της και νέες ανακοινώσεις.
Ο κ. Enria σε ομιλία του σε πρόσφατο συνέδριο ανέλυσε τον τίτλο: Εφαρμογή της Βασιλείας III: το τελευταίο μίλι είναι πάντα το πιο δύσκολο.
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδώσει αργότερα φέτος τις νομοθετικές προτάσεις για την εφαρμογή του τελικού πακέτου των μεταρρυθμίσεων που συμφώνησε η Επιτροπή Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS). Αυτό το τελευταίο βήμα ολοκληρώνει την πολιτική απάντηση στη μεγάλη οικονομική κρίση.
Ο τελευταίος γύρος αυτής της μακράς διαδικασίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έντονη αντίθεση από ορισμένους στον τραπεζικό κλάδο, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα των τραπεζών να υποστηρίξουν την ανάκαμψη από το πανδημικό σοκ του coronavirus (COVID-19). Το σχόλιο αυτό του κ. Enria ακουμπάει κυρίως το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες του Ευρωπαϊκού Νότου αλλά παρά το ότι το πρόβλημα εστιάζεται εκεί, οι αντιρρήσεις προέρχονται κυρίως από τη Γερμανική πλευρά και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Εξέφρασε ωστόσο την πεποίθησή του ότι η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή αυτού του τελευταίου συνόλου διεθνών προτύπων είναι προς το συμφέρον όλων των ενδιαφερομένων. Απαιτεί μόνο περιορισμένες προσαρμογές βραχυπρόθεσμα, αλλά θα προσφέρει τις απαραίτητες διαρθρωτικές βελτιώσεις στο ρυθμιστικό μας πλαίσιο, καθώς και σημαντικά και μακροπρόθεσμα οφέλη για τις οικονομίες
Καθώς η πυκνότητα κινδύνου μειώθηκε, οι τράπεζες μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν περισσότερες δράσεις με βάση το ίδιο απόλυτο ποσό ιδίων κεφαλαίων, επεκτείνοντας έτσι τους ισολογισμούς τους. Αυξάνουν τη μόχλευση τους ενώ εξακολουθούν να συμμορφώνονται με τις σταθμισμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αύξησαν ακόμη και τους ρυθμιστικούς τους δείκτες.
Ως επόπτης θα πει ο κ. Εnria , πάντα με ενδιέφερε πολύ η ευαισθησία του κινδύνου στις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Tα περιουσιακά στοιχεία που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο χρειάζονται και περισσότερα κεφάλαια για να καλυφθούν.
Στην αρχή αυτής της εξωγενούς κρίσης, η Επιτροπή της Βασιλείας αποφάσισε να επαναφέρει την ημερομηνία εφαρμογής στις αρχές του 2023 προκειμένου να μην διαταραχθεί ακόμη περισσότερο ο επιχειρηματικός κύκλος. Και αυτό μας φέρνει τουλάχιστον στο 2028 για την τελική προθεσμία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ακούγονται εκκλήσεις για την αναβολή της αρχικής ημερομηνίας εφαρμογής. Η εκτίμησή μας για τον μακροοικονομικό αντίκτυπο της εφαρμογής του τελευταίου σκέλους των μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας III δείχνει πολύ μικρό κόστος σταδιακής εισαγωγής, βραχυπρόθεσμα, και αντισταθμίζεται πλήρως από μακροπρόθεσμα κέρδη ανθεκτικότητας.
Περαιτέρω καθυστερήσεις θα προκαλούσαν μόνο αβεβαιότητα και θα αναβάλουν χωρίς προφανή οφέλη τις απαραίτητες προσαρμογές στον τραπεζικό τομέα.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι είναι ακριβώς ότι ένας καλά κεφαλαιοποιημένος τραπεζικός τομέας αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα των δημόσιων πολιτικών που αποσκοπούν στην αποτροπή της υπερβολικής αστάθειας του μακροοικονομικού κύκλου.
Υπήρχαν στο τέλος του 2019, διαθέσιμα 3,4 τρισεκατομμύρια ευρώ υψηλής ποιότητας ρευστών περιουσιακών στοιχείων ή ρυθμιστικών αποθεμάτων ρευστότητας για τις τράπεζες που εποπτεύονταν από την ΕΚΤ, και μέσο ποσοστό κάλυψης ρευστότητας 146%. Δεν υπάρχει προφανώς περιθώριο εφησυχασμού, αλλά μπορούμε να ανακουφίσουμε από το γεγονός ότι οι εκτεταμένες κανονιστικές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας έφεραν τον τραπεζικό τομέα σε μια θέση όπου, σε γενικές γραμμές, είναι αρκετά ανθεκτικός για να αντιμετωπίσει ένα σοκ μεγέθους ποτέ είδαμε πριν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι πιο εμφανές από ποτέ ότι ένας πιο ανθεκτικός και καλύτερα κεφαλαιοποιητικός τραπεζικός τομέας, αντί να ενεργεί ως τροχοπέδη στις μακροοικονομικές επιδόσεις, βοηθά στην πραγματικότητα την πραγματική οικονομία να αποδίδει καλύτερα σε καλούς καιρούς καθώς και σε κακές, εξομαλύνοντας έτσι τον επιχειρηματικό κύκλο. Ένας επιπλέον λόγος να μην καθυστερήσει περαιτέρω η εφαρμογή μιας μακράς καθυστέρησης μεταρρύθμισης.
275 δισεκατομμύρια (περίπου 12%) τα σταθμισμένα περιουσιακά τους στοιχεία με πρόσθετη απορρόφηση κεφαλαίου 70 μονάδων βάσης της κοινής μετοχικής βαθμίδας 1 είναι το αποτέλεσμα των ρυθμιστικών απαιτήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου