Μπαράζ εκδόσεων ομολογιακών τίτλων ύψους τουλάχιστον 17 δισ. ευρώ καλούνται να υλοποιήσουν οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι έως το 2025, για την ικανοποίηση των αυστηρότερων πλέον εποπτικών απαιτήσεων. Αν το εγχείρημα στεφθεί με επιτυχία, θα κάνουν το πιο αποφασιστικό βήμα για την ένταξή τους στην υπό δημιουργία ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση.
Πρόκειται για προτεραιότητα των τραπεζικών διοικήσεων, καθώς η συμμετοχή σε αυτό το ισχυρό μπλοκθα τους εξασφαλίσει ένα από τα πιο δυνατά διαβατήρια στον κόσμο των αγορών. Με τον τρόπο αυτόν θα θωρακιστεί σε μεγάλο βαθμό ο εγχώριος κλάδος στο σημερινό σύνθετο και ευμετάβλητο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.
Επιπλέον, θα διευκολυνθεί η άντληση των αναγκαίων πόρων για τη διατήρηση της κεφαλαιακής του ισχύος και την ταυτόχρονη επιστροφή σε βιώσιμη κερδοφορία.
Οι νέες απαιτήσεις και υποχρεώσεις
Οι νέες κεφαλαιακές υποχρεώσεις ορίζονται από την Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), ενώ αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση του προγράμματος τραπεζικών εκδόσεων είναι το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB).
Οπως επισημαίνει ο κ. Αναστάσιος Ιωαννίδης, γενικός διευθυντής Global Markets της Eurobank, «οι νέοι κανόνες θα διασφαλίσουν την εύρυθμη εξυγίανση προβληματικών τραπεζών, με τις ελάχιστες δυνατές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και στα δημόσια ταμεία». Ετσι, σε ενδεχόμενο bail-in, μετά τους μετόχους, τα νέα ομόλογα θα αποτελούν το πρώτο μαξιλαράκι για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων.
Σε αυτή την περίπτωση η μετοχική σύνθεση θα αλλάξει, καθώς οι ομολογιούχοι γίνονται μέτοχοι, ωστόσο η τράπεζα θα συνεχίσει ομαλώς τη λειτουργία της, κερδίζοντας αρκετό χρόνο για την προσαρμογή της στις νέες συνθήκες, χωρίς να χρειαστεί κρατική στήριξη.
Για τον SSM οι τράπεζες πρέπει να έχουν συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 13,75% (προσωρινά 11% λόγω πανδημίας) και για τον SRB, στο πλαίσιο του MREL, διπλάσιο, δηλαδή 27,5% έως και το 2025.
Αυτό σημαίνει ότι από 16% σήμερα έχουν να καλύψουν μία απόσταση της τάξεως του 11% επί του σταθμισμένου στον κίνδυνο ενεργητικού τους, που σήμερα ανέρχεται συνολικά στα 160 δισ. ευρώ.
Ως εκ τούτου, πάντα με τα σημερινά δεδομένα, οι κεφαλαιακές ανάγκες μέσα στην επόμενη τετραετία θα είναι της τάξεως των 17-18 δισ. ευρώ, δηλαδή 4,5 δισ. ευρώ περίπου ανά τράπεζα ή 1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση για κάθε όμιλο.
Τα ποσά και οι αντίρροπες δυνάμεις
Ο κ. Ιωαννίδης υπογραμμίζει πως τα απαιτούμενα ποσά μπορεί να αλλάζουν, ακόμη και κάθε χρόνο. Κι αυτό λόγω δύο αντίρροπων δυνάμεων: Από τη μία πλευρά, ο ελάχιστος δείκτης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) είναι συνάρτηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, του ύψους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, των δειγμάτων γραφής παρελθόντων ετών στη διαχείριση των επισφαλειών, αλλά και της κερδοφορίας. Η αναμενόμενη βελτίωσή τους τα επόμενα χρόνια, θα οδηγήσει σε μείωση της ελάχιστης απαίτησης.
Από την άλλη όμως, το σταθμισμένο στον κίνδυνο ενεργητικό θα αυξηθεί, καθώς οι τράπεζες σχεδιάζουν την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης. Οσο αυξάνονται τα δάνεια τόσο περισσότερα κεφάλαια θα πρέπει να βάζουν στην άκρη.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου