Του Γιάννη Παπαδογιάννη - businessdaily.gr
Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ διασταυρώσαν τα ξίφη τους την προηγούμενη εβδομάδα στη Βουλή με αφορμή την αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς και τις εξελίξεις στις τράπεζες με τις δυο πλευρές να ανταλλάσσουν κατηγορίες για τα χαμένα δισεκατομμύρια της κρατικής βοήθειας στις τράπεζες.
Από το 2012 μέχρι σήμερα οι φορολογούμενοι, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), διοχέτευσαν στις εγχώριες τράπεζες περισσότερα από 40 δισ. ευρώ ενώ επιπλέον 20 δισ. ευρώ τοποθέτησαν και ιδιώτες επενδυτές μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου.
Το ΤΧΣ διοχέτευσε 27 δισ. ευρώ (25,5 δισ. με αυξήσεις κεφαλαίου και 1,5 δισ. με CoCos) ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ενώ επιπλέον 13,5 δισ. ευρώ διοχέτευσε για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού τραπεζών που έσπασαν σε καλό και κακό κομμάτι όπως η Αγροτική Τράπεζα, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, η FBB, συνεταιριστικές τράπεζες κ.α.
Όλα αυτά τα χρήματα έχουν σχεδόν γίνει «καπνός» καθώς η τρέχουσα κεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών διαμορφώνεται στα 7,5 δισ. ευρώ.
Τι πήγε στραβά; Γιατί χάθηκαν τόσα δισεκατομμύρια; Και γιατί το ελληνικό Δημόσιο δεν κατάφερε να ανακτήσει τα κεφάλαια που εισέφερε στις τράπεζες, ενώ άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ σε αρκετές περιπτώσεις (όπως η διάσωση της Citibank) κατάφερε να αποκομίσει κέρδος;
Πέραν από το PSI, το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που οδήγησε σε καταστροφή τις τράπεζες, δυσβάσταχτο ήταν επίσης το πλήγμα από τα «κόκκινα» δάνεια λόγω της βύθισης της οικονομίας αλλά και της αδυναμίας ανάκτησης των προβληματικών δανείων, αδυναμία που διόγκωσε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα.
Η καταστροφή του PSI
Το PSI, αποτέλεσε μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη κίνηση τροφοδοτώντας πολλές αντιδράσεις και πολιτικές αντεγκλήσεις και ήταν αυτό που αποσταθεροποίησε τις τράπεζες λόγω των μεγάλων τοποθετήσεων που είχαν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
Θεωρητικά η απομείωση χρέους που επετεύχθη με το PSI ήταν η μεγαλύτερη μείωση εθνικού χρέους, μετά την περίπτωση της Αργεντινής. Στην πραγματικότητα όμως τα οικονομικά οφέλη ήταν περιορισμένα, καθώς το «κούρεμα» των ομολόγων έθιξε κυρίως Έλληνες κατόχους: τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα και ιδιώτες επενδυτές.
Στα χαρτιά το όφελος από το “κούρεμα” των ελληνικών ομολόγων ανήλθε στα 137,9 δισ. ευρώ ωστόσο στην πραγματικότητα η καθαρή τελική μείωση ήταν 51,2 δισ. ευρώ καθώς μόνο για την κάλυψη των ζημιών που προκάλεσε στις εγχώριες τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία απαιτήθηκαν 57 δις. ευρώ κεφάλαια που καλύφθηκαν μέσω νέου δανεισμού. Από το PSI εξαιρέθηκαν τα ελληνικά ομόλογα που είχε αποκτήσει η ΕΚΤ ενώ οι περισσότερες ξένες τράπεζες, κάτοχοι ελληνικών ομολόγων, είχαν φροντίσει να ρευστοποιήσουν τις θέσεις τους τους προηγούμενους μήνες. Έτσι, σε ό,τι αφορά την μείωση του χρέους το PSI αποδείχθηκε πολύ κακό για το τίποτα.
Ακόμα χειρότερα, το PSI προκάλεσε μια σειρά παρενεργειών για τη χώρα οι οποίες είχαν σοβαρές και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Αποσταθεροποίησε το τραπεζικό σύστημα, παγίωσε την αβεβαιότητα, επιτάχυνε τις εκροές καταθέσεων και ξεχώρισε την Ελλάδα ως μια χώρα - ειδική περίπτωση όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα.
Στη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011 αποφασίστηκαν πρόσθετα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα, το πακέτο στήριξης ενισχύθηκε στα 130 δισ. ευρώ, ενώ αποφασίστηκε και η διεύρυνση του «εθελοντικού κουρέματος» των ομολόγων που κατείχε ο ιδιωτικός τομέας στο 50% της αξίας τους. Οι ομολογιούχοι θα έχαναν περίπου το 50% των χρημάτων τους και θα λάμβαναν νέους ομολογιακούς τίτλους για το υπόλοιπο 50%, ομόλογα που θα είχαν αυξημένη νομική προστασία καθώς υπάγονταν σε αγγλικό δίκαιο.
Το PSI είχε άμεσες και καταστροφικές επιπτώσεις στις τράπεζες προκαλώντας στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα ζημιές ύψους 37,7 δισ. ευρώ και «εξαϋλώνοντας» την κεφαλαιακή βάση τους. Το σύνολο των βασικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών την άνοιξη του 2012 ανέρχονταν στα 22,1 δισ. ευρώ και με την υλοποίηση του PSI το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε στη στιγμή με αρνητικά κεφάλαια ύψους.
Το πλήγμα των «κόκκινων» δανείων
Πέραν του μοιραίου πλήγματος του PSI, η βύθιση της οικονομίας και η συνεπακόλουθη εκτόξευση των «κόκκινων» δανείων προκάλεσε ένα επίσης μοιραίο πλήγμα: σύμφωνα με την διαγνωστική μελέτη της BlackRock, οι ζημιές των τραπεζών από «κόκκινα» δάνεια για την περίοδο Ιούνιος 2011 – Δεκέμβριος 2012 θα ανέρχονταν στα 46,8 δισ. ευρώ, ζημιές που καλύπτονταν μόνο κατά 53% από τις προβλέψεις ύψους 24,7 δις. ευρώ που είχαν σχηματίσει οι τράπεζες για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τον Δεκέμβριο 2012 η ΤτΕ παρουσίασε την «Έκθεση για την Ανακεφαλαιοποίηση και Αναδιάταξη του Ελληνικού Τραπεζικού Τομέα», σύμφωνα με την οποία το ύψος των ζημιών από το PSI και τα «κόκκινα» δάνεια όχι μόνο εξαφάνισαν το σύνολο των κεφαλαίων τους αλλά οδήγησαν τον τραπεζικό κλάδο στο «κόκκινο», υπό του μηδενός, με αρνητικά κεφάλαια ύψους 20,6 δισ. ευρώ! Οι μέτοχοι έχασαν το σύνολο της περιουσίας τους.
Το 2013 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, ωστόσο, η αδυναμία σταθεροποίησης της οικονομίας και εξόδου από την ύφεση είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και απαίτησε νέες κεφαλαιακές ενισχύσεις των τραπεζών. Ακολούθησε η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση το 2014, η οποία έγινε σε θετικό περιβάλλον με τη συμμετοχή μόνο ιδιωτών επενδυτών, όμως ο εκτροχιασμός της οικονομίας και της χώρας το 2015, μετά τη σύγκρουση της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου με τους εταίρους, οδήγησε στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση το 2015 και στην απώλεια των κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί το 2013 και 2014. Η βαθιά οικονομική ύφεση οδήγησε τελικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε υπερδιπλάσια επίπεδα από τις εκτιμήσεις της BlackRock.
Ασφαλώς ευθύνες για την διόγκωση των «κόκκινων» δανείων βαρύνουν τις τράπεζες οι οποίες τη δεκαετία του 2000 επικεντρώθηκαν υπερβολικά στην προώθηση νέων προϊόντων μαζικού δανεισμού με ολοένα και πιο χαλαρά κριτήρια δανεισμού. Καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες δίνονταν με μια απλή αίτηση ενώ σταδιακά και στη στεγαστική πίστη χορηγούνταν δάνεια με ελάχιστη προσοχή στην οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη. Κάπως έτσι, την περίοδο 1997 - 2007 οι τιμές των ακινήτων στη χώρα μας αυξήθηκαν κατά 170,8%, μια από τις μεγαλύτερες μεταβολές στην Ευρώπη. Μεγάλα λάθη και καταστατήγιση των πιστωτικών κανόνων σημειώθηκε και στα δάνεια προς επιχειρήσεις.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου