Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου για τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων πελάτη τράπεζας σε εταιρία ενημέρωσης οφειλετών παραβιάζουν την ΕΣΔΑ
Δικηγόρος Παρ’ Εφέταις Θεσσαλονίκης
Τον Ιανουάριο του 2021, υπεβλήθη εμπρόθεσμα προσφυγή κατά της Ελλάδας για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ΕΔΔΑ και συγκεκριμένα για παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντα σε δίκαιη δίκη, στην περιουσία, αλλά και στο δικαίωμα για ιδιωτική ζωή (άρθρα 6 και 8 της ΕΣΔΑ και άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής). Η προσβολή κατά τον προσφεύγοντα συνετελέσθη από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο, ως όργανο του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς από οι αποφάσεις του Δικαστηρίου εν προκειμένω συγκρούονται με πλήθος ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων, ενώ η απόφαση 3/2020 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένες κρίσεις και τα κατώτερα Δικαστήρια, απαξιώνοντας εν γένει το πλαίσιο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στη χώρα μας.
Κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, με την οποία αναγνωρίστηκε παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 από τράπεζα, η οποία διαβίβασε τα δεδομένα δανειολήπτη σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, χωρίς να τον ενημερώσει νομίμως κατ’ άρθρο 11 παρ 1 και 3 του Ν. 2472/1997 η ηττηθείσα τράπεζα άσκησε αίτηση αναίρεσης, προσβάλλοντας μόνο την μια από τις δύο επάλληλες αιτιολογίες της απόφασης, ήτοι την παράλειψη περί ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, χωρίς όμως να προσβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου περί απουσίας νόμιμης ενημέρωσης και για το σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων κατά το χρόνο συλλογής.
Η αίτηση της αυτή συζητήθηκε αντιμωλία ενώπιον του Α2 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου και επί της οποίας εκδόθηκε η αριθμού 171/2019 απόφαση του δικαστηρίου, η οποία κατά πλειοψηφία (3-2) απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της τράπεζας και παρέπεμψε την εκδίκαση της υπόθεσης στην ολομέλεια του δικαστηρίου, λόγω διαφοράς μίας ψήφου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 563, § 2β΄του ΚΠολΔ, ως προς το ζήτημα και μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης εάν δηλαδή η δανείστρια τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων όφειλε να ενημερώνει ειδικώς το υποκείμενο για τη διάθεση των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, ή αρκεί κατά νόμο, το γεγονός ότι η τράπεζα κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων.
Πλην όμως εσφαλμένα εφόσον η προσβληθείσα εφετειακή απόφαση στήριξε την παραδοχή και το βάσιμο της έφεσης, ως προς τη παράλειψη ενημέρωσης πριν τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων, σε επάλληλη αιτιολογία που κάθε μία στήριζε αυτοτελώς το διατακτικό της, κρίνοντας ότι η τράπεζα παρέλειψε να ενημερώσει εγγράφως το υποκείμενο, με τρόπο πρόσφορο και σαφή αφενός για το σκοπό επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων και αφετέρου για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών τους. Επομένως, εφόσον η τράπεζα πρόσβαλε μόνο τη τελευταία από τις επάλληλες αιτιολογίες αυτές, έπρεπε η αίτηση της για την αναίρεση της εφετειακής απόφασης να είχε απορριφθεί από το τμήμα του Αρείου Πάγου ως αλυσιτελής και αυτεπάγγελτα, κατά πάγια νομολογία του δικαστηρίου (ΑΠ 621/2007).
Ακολούθως η ολομέλεια του Αρείου Πάγου με οριακή πλειοψηφία επί ψηφισάντων δικαστών 15-10 δέχθηκε με την υπ' αριθμόν 3/2020 απόφαση της Ολομέλειας την αίτηση αναίρεσης της τράπεζας κρίνοντας ότι αρκούσε η ενημέρωσή του με τον ως άνω συμβατικό όρο γενικώς για τις «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων» ως αποδέκτες των προσωπικών δεδομένων, η δε εταιρία ενημέρωσης, στην οποία η τράπεζα τα διαβίβασε, ως εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων», contra στην μέχρι τούδε πάγια νομολογία του δικαστηρίου (ενδεικτικά 1740/2013 ΑΠ) και στην νομολογίας της ΑΠΔΠΧ, η οποία ερμήνευσε αυθεντικά τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 με την υπ' αριθμόν 98/2017 απόφαση της, ότι δηλαδή ο όρος αυτός, όπως εκτίθεται ανωτέρω δεν αναφέρονταν σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, ως νέα κατηγορία αποδεκτών, αλλά σε εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων, οι οποίες εκ του νόμου λόγω του εκ διαμέτρως αντίθετου σκοπού τους δε μπορούν να υπάχθουν σε μία ενιαία κατηγορία καθώς οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών απαγορεύεται να εισπράττουν απαιτήσεις (Ν. 3758/2009 α. 4 παρ. 3). Την ως άνω απόφαση της ΑΠΔΠΧ επιδίωξε να εξαφανίσει η αναιρεσείουσα τράπεζα με αίτηση θεραπείας, η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμόν 39/2019 απόφαση της Αρχής.
Επίσης δέχτηκε ερμηνεύοντας εσφαλμένα το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2472/97 ότι ο εκτελών την επεξεργασία δεν είναι τρίτος - αποδέκτης των δεδομένων, contra στον ίδιο τον ορισμό του Ν. 2472/97, άρθρο 2 παρ. 1ι σύμφωνα με την οποία: "“Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι".
Συνεπώς ασχέτως του εάν η εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών είναι "τρίτος" είναι σε κάθε περίπτωση "αποδέκτης" και συνεπώς υπάρχει η υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμέμενου πριν τη διαβίβαση των δεδομένων του σε αυτήν. Όπως αναφέρεται και στην 24/2004 αποφάση της ΑΠΔΠΧ: "Η παράγραφος 3 του άρθρου 11 Ν. 2472/97 είναι ασαφής διάταξη, στη συσχέτιση της με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και ατυχής. Πρέπει δια της εις άτοπο απαγωγής να ερμηνευθεί ως απλώς διευκρινιστική και συμπληρωματική της παρ. 1, υπό την έννοια ότι και αν η ενημέρωση του υποκειμένου για τους αποδέκτες - τρίτους, δεν είχε γίνει κατά το χρόνο της συλλογής ή αν προστίθενται νέοι αποδέκτες - τρίτοι, πάντως η ενημέρωση του υποκειμένου να γίνει πριν από την ανακοίνωση στους αποδέκτες - τρίτους (ομοίως και 49/2011 και 98/2017 αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ και 2251/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας).
Αντιθέτως η μειοψηφία έκρινε ορθά, ότι δεν υπήρχε ειδική ενημέρωση, όπως υπήρχε υποχρέωση από το νόμο για τη συγκεκριμένη ως άνω εταιρεία - αποδέκτρια των δεδομένων, διότι αυτή κατά τη σύναψη της σύμβασης (2004) αφενός δεν υπήρχε, εφόσον συστάθηκε στα πλαίσια του Ν. 3758/2009, επιπλέον δε απαγορεύονταν ρητά από τον ίδιο το νόμο να διενεργεί είσπραξη απαιτήσεων όπως προαναφέρθηκε και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στην ως άνω κατηγορία «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων», με συνέπεια με τον ως άνω όρο της σύμβασης μας να μην έχει ενημερωθεί το υποκείμενο. Ακολούθως, το δικαστήριο αφού έκρινε ότι δικονομικά δεν υπήρχε άλλος λόγος προς εκδίκαση, αναίρεσε την αριθμού 3937/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που και απέρριψε την αγωγή.
Εν προκειμένω ο Άρειος Πάγος σε τμήμα με την αριθμό 171/2019 απόφασή του παραβίασε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεχόμενος την αίτηση αναίρεσης της τράπεζας αντί να την απορρίψει ως αλυσιτελή και απαράδεκτη, εφόσον η τράπεζα παρέλειψε να προσβάλλει και την δεύτερη επάλληλη αιτιολογία της εφετειακής απόφασης στην οποία αυτή στήριξε το διατακτικό της, που αναφέρονταν στην παράληψη ενημέρωσης του μέσω του ως άνω όρου της σύμβασης μας για τον σκοπό επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων, ως όφειλε και αυτεπάγγελτα, κατά πάγια νομολογία του δικαστηρίου (ΑΠ 621/2007, ΑΠ 164/1994, ΑΠ 1312/1997).
Περαιτέρω η ολομέλεια του δικαστηρίου (ΑΠ 3/2020) εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 11, παρ. 1γ΄ του Ν. 2472/1997 παραβιάζοντας ωσαύτως το δικαίωμα του αυτό, δεχθείσα ότι αρκεί εκ μέρους της τράπεζας ως υπεύθυνης επεξεργασίας η γενική ενημέρωση του ως προς τις κατηγορίες αποδεκτών των προσωπικών του δεδομένων, αντί της ειδικής, έγγραφης, εξατομικευμένης, με τρόπο πρόσφορο και σαφή, παραβιάζοντας επιπλέον την απόφαση σε ολομέλεια (59/2009) της Αρχής και τις 408/1998 και 1/1999 κανονιστικές πράξεις της.
Ακόμη, η απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου παραβίασε το δικαίωμα αυτό κρίνοντας εσφαλμένα την ύπαρξη ευρύτερης κατηγορίας αποδεκτών «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων» στην οποία συμπεριέλαβε όλως αντιφατικά και παράλογα και τις εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών τραπεζών του Ν. 3758/2009, κατά ευθεία παράβαση του άρθρου 4 παρ. 3, του Ν. 3758/2009, που απαγορεύει ρητά στις εταιρίες αυτές να έχουν ως σκοπό την είσπραξη απαιτήσεων και εντέλει, το δικαίωμα αυτό παραβιάστηκε με την κρίση της ολομέλειας του δικαστηρίου, ότι το υποκείμενο ενημερώθηκε με τον ως άνω όρο της σύμβασης του με την τράπεζα που αναφέρονταν στη διαβίβαση των δεδομένων του σε εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, στην οποία συμπεριέλαβε αυθαίρετα και την επίδικη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, η οποία όμως, ως εταιρία του Ν. 3758/2009 δεν υπήρχε κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης με την τράπεζα (2004) και επομένως δεν θα μπορούσε η τελευταία να με είχε ενημερώσει κατά το χρόνο αυτό ως προς τη συγκεκριμένη ως άνω εταιρία, στην οποία θα διαβίβαζε τα προσωπικά του δεδομένα προς ενημέρωση σε περίπτωση που δεν θα εξυπηρετούσα ομαλά τη σύμβαση μας, όπως έκρινε και η μειοψηφία του δικαστηρίου.
Τέλος, η Ολομέλεια εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τους ορισμούς του Ν. 2472/97 ως προς τους αποδέκτες των δεδομένων (αρ. 2 παρ. 1ι) κρίνοντας ότι ο εκτελών την επεξεργασία ως αποδέκτης των δεδομένων δεν ταυτίζεται με τον τρίτο σε καμία περίπτωση, εφόσον σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη: Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι" και εν τέλει ομοίως εσφαλμένα έκρινε περί "ευρύτερης κατηγορίας αποδεκτών", η οποία συμπεριλαμβάνει ταυτόχρονα "εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών" και "εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων", οι οποίες έχουν εκ διαμέτρου αντίθετο σκοπό λειτουργίας και ως εκ τούτου δε μπορεί να υπαχθούν στην ίδια κατηγορία αποδεκτών.
Παρότι η μέχρι τώρα νομολογία των δευτεροβάθμιων εθνικών δικαστηρίων δε φαίνεται να ενστερνίζεται κατά πλειοψηφία τις ανωτέρω κρίσεις, είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα για το οποίο κατατέθηκε προσφυγή στο ΕΔΔΑ, δεδομένου, ότι με την απόφαση του Αρείου Πάγου, ανοίγει μια «Κερκόπορτα» στη νομιμοποίηση παράνομων πρακτικών μη ειδικής ενημέρωσης των υποκειμένων, οι οποίες κατά βάση έχουν υιοθετηθεί από μεγάλους υπεύθυνους επεξεργασίας με βασικό γνώμονα την περιστολή των μηχανογραφικών δαπανών που θα απαιτούνταν, σε περίπτωση που ενημέρωναν τα υποκείμενα κατά το ορθό τρόπο. Η σημασία εμφαίνεται ακόμα μεγαλύτερη, δεδομένης της αυξημένης σημασίας στην προστασία δεδομένων, που αναγνωρίζεται πλέον σε Κοινοτικό επίπεδο με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων.
Κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, με την οποία αναγνωρίστηκε παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 από τράπεζα, η οποία διαβίβασε τα δεδομένα δανειολήπτη σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, χωρίς να τον ενημερώσει νομίμως κατ’ άρθρο 11 παρ 1 και 3 του Ν. 2472/1997 η ηττηθείσα τράπεζα άσκησε αίτηση αναίρεσης, προσβάλλοντας μόνο την μια από τις δύο επάλληλες αιτιολογίες της απόφασης, ήτοι την παράλειψη περί ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, χωρίς όμως να προσβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου περί απουσίας νόμιμης ενημέρωσης και για το σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων κατά το χρόνο συλλογής.
Η αίτηση της αυτή συζητήθηκε αντιμωλία ενώπιον του Α2 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου και επί της οποίας εκδόθηκε η αριθμού 171/2019 απόφαση του δικαστηρίου, η οποία κατά πλειοψηφία (3-2) απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της τράπεζας και παρέπεμψε την εκδίκαση της υπόθεσης στην ολομέλεια του δικαστηρίου, λόγω διαφοράς μίας ψήφου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 563, § 2β΄του ΚΠολΔ, ως προς το ζήτημα και μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης εάν δηλαδή η δανείστρια τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων όφειλε να ενημερώνει ειδικώς το υποκείμενο για τη διάθεση των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, ή αρκεί κατά νόμο, το γεγονός ότι η τράπεζα κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων.
Πλην όμως εσφαλμένα εφόσον η προσβληθείσα εφετειακή απόφαση στήριξε την παραδοχή και το βάσιμο της έφεσης, ως προς τη παράλειψη ενημέρωσης πριν τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων, σε επάλληλη αιτιολογία που κάθε μία στήριζε αυτοτελώς το διατακτικό της, κρίνοντας ότι η τράπεζα παρέλειψε να ενημερώσει εγγράφως το υποκείμενο, με τρόπο πρόσφορο και σαφή αφενός για το σκοπό επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων και αφετέρου για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών τους. Επομένως, εφόσον η τράπεζα πρόσβαλε μόνο τη τελευταία από τις επάλληλες αιτιολογίες αυτές, έπρεπε η αίτηση της για την αναίρεση της εφετειακής απόφασης να είχε απορριφθεί από το τμήμα του Αρείου Πάγου ως αλυσιτελής και αυτεπάγγελτα, κατά πάγια νομολογία του δικαστηρίου (ΑΠ 621/2007).
Ακολούθως η ολομέλεια του Αρείου Πάγου με οριακή πλειοψηφία επί ψηφισάντων δικαστών 15-10 δέχθηκε με την υπ' αριθμόν 3/2020 απόφαση της Ολομέλειας την αίτηση αναίρεσης της τράπεζας κρίνοντας ότι αρκούσε η ενημέρωσή του με τον ως άνω συμβατικό όρο γενικώς για τις «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων» ως αποδέκτες των προσωπικών δεδομένων, η δε εταιρία ενημέρωσης, στην οποία η τράπεζα τα διαβίβασε, ως εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων», contra στην μέχρι τούδε πάγια νομολογία του δικαστηρίου (ενδεικτικά 1740/2013 ΑΠ) και στην νομολογίας της ΑΠΔΠΧ, η οποία ερμήνευσε αυθεντικά τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 με την υπ' αριθμόν 98/2017 απόφαση της, ότι δηλαδή ο όρος αυτός, όπως εκτίθεται ανωτέρω δεν αναφέρονταν σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, ως νέα κατηγορία αποδεκτών, αλλά σε εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων, οι οποίες εκ του νόμου λόγω του εκ διαμέτρως αντίθετου σκοπού τους δε μπορούν να υπάχθουν σε μία ενιαία κατηγορία καθώς οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών απαγορεύεται να εισπράττουν απαιτήσεις (Ν. 3758/2009 α. 4 παρ. 3). Την ως άνω απόφαση της ΑΠΔΠΧ επιδίωξε να εξαφανίσει η αναιρεσείουσα τράπεζα με αίτηση θεραπείας, η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμόν 39/2019 απόφαση της Αρχής.
Επίσης δέχτηκε ερμηνεύοντας εσφαλμένα το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2472/97 ότι ο εκτελών την επεξεργασία δεν είναι τρίτος - αποδέκτης των δεδομένων, contra στον ίδιο τον ορισμό του Ν. 2472/97, άρθρο 2 παρ. 1ι σύμφωνα με την οποία: "“Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι".
Συνεπώς ασχέτως του εάν η εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών είναι "τρίτος" είναι σε κάθε περίπτωση "αποδέκτης" και συνεπώς υπάρχει η υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμέμενου πριν τη διαβίβαση των δεδομένων του σε αυτήν. Όπως αναφέρεται και στην 24/2004 αποφάση της ΑΠΔΠΧ: "Η παράγραφος 3 του άρθρου 11 Ν. 2472/97 είναι ασαφής διάταξη, στη συσχέτιση της με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και ατυχής. Πρέπει δια της εις άτοπο απαγωγής να ερμηνευθεί ως απλώς διευκρινιστική και συμπληρωματική της παρ. 1, υπό την έννοια ότι και αν η ενημέρωση του υποκειμένου για τους αποδέκτες - τρίτους, δεν είχε γίνει κατά το χρόνο της συλλογής ή αν προστίθενται νέοι αποδέκτες - τρίτοι, πάντως η ενημέρωση του υποκειμένου να γίνει πριν από την ανακοίνωση στους αποδέκτες - τρίτους (ομοίως και 49/2011 και 98/2017 αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ και 2251/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας).
Αντιθέτως η μειοψηφία έκρινε ορθά, ότι δεν υπήρχε ειδική ενημέρωση, όπως υπήρχε υποχρέωση από το νόμο για τη συγκεκριμένη ως άνω εταιρεία - αποδέκτρια των δεδομένων, διότι αυτή κατά τη σύναψη της σύμβασης (2004) αφενός δεν υπήρχε, εφόσον συστάθηκε στα πλαίσια του Ν. 3758/2009, επιπλέον δε απαγορεύονταν ρητά από τον ίδιο το νόμο να διενεργεί είσπραξη απαιτήσεων όπως προαναφέρθηκε και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στην ως άνω κατηγορία «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων», με συνέπεια με τον ως άνω όρο της σύμβασης μας να μην έχει ενημερωθεί το υποκείμενο. Ακολούθως, το δικαστήριο αφού έκρινε ότι δικονομικά δεν υπήρχε άλλος λόγος προς εκδίκαση, αναίρεσε την αριθμού 3937/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που και απέρριψε την αγωγή.
Εν προκειμένω ο Άρειος Πάγος σε τμήμα με την αριθμό 171/2019 απόφασή του παραβίασε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεχόμενος την αίτηση αναίρεσης της τράπεζας αντί να την απορρίψει ως αλυσιτελή και απαράδεκτη, εφόσον η τράπεζα παρέλειψε να προσβάλλει και την δεύτερη επάλληλη αιτιολογία της εφετειακής απόφασης στην οποία αυτή στήριξε το διατακτικό της, που αναφέρονταν στην παράληψη ενημέρωσης του μέσω του ως άνω όρου της σύμβασης μας για τον σκοπό επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων, ως όφειλε και αυτεπάγγελτα, κατά πάγια νομολογία του δικαστηρίου (ΑΠ 621/2007, ΑΠ 164/1994, ΑΠ 1312/1997).
Περαιτέρω η ολομέλεια του δικαστηρίου (ΑΠ 3/2020) εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 11, παρ. 1γ΄ του Ν. 2472/1997 παραβιάζοντας ωσαύτως το δικαίωμα του αυτό, δεχθείσα ότι αρκεί εκ μέρους της τράπεζας ως υπεύθυνης επεξεργασίας η γενική ενημέρωση του ως προς τις κατηγορίες αποδεκτών των προσωπικών του δεδομένων, αντί της ειδικής, έγγραφης, εξατομικευμένης, με τρόπο πρόσφορο και σαφή, παραβιάζοντας επιπλέον την απόφαση σε ολομέλεια (59/2009) της Αρχής και τις 408/1998 και 1/1999 κανονιστικές πράξεις της.
Ακόμη, η απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου παραβίασε το δικαίωμα αυτό κρίνοντας εσφαλμένα την ύπαρξη ευρύτερης κατηγορίας αποδεκτών «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων» στην οποία συμπεριέλαβε όλως αντιφατικά και παράλογα και τις εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών τραπεζών του Ν. 3758/2009, κατά ευθεία παράβαση του άρθρου 4 παρ. 3, του Ν. 3758/2009, που απαγορεύει ρητά στις εταιρίες αυτές να έχουν ως σκοπό την είσπραξη απαιτήσεων και εντέλει, το δικαίωμα αυτό παραβιάστηκε με την κρίση της ολομέλειας του δικαστηρίου, ότι το υποκείμενο ενημερώθηκε με τον ως άνω όρο της σύμβασης του με την τράπεζα που αναφέρονταν στη διαβίβαση των δεδομένων του σε εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, στην οποία συμπεριέλαβε αυθαίρετα και την επίδικη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, η οποία όμως, ως εταιρία του Ν. 3758/2009 δεν υπήρχε κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης με την τράπεζα (2004) και επομένως δεν θα μπορούσε η τελευταία να με είχε ενημερώσει κατά το χρόνο αυτό ως προς τη συγκεκριμένη ως άνω εταιρία, στην οποία θα διαβίβαζε τα προσωπικά του δεδομένα προς ενημέρωση σε περίπτωση που δεν θα εξυπηρετούσα ομαλά τη σύμβαση μας, όπως έκρινε και η μειοψηφία του δικαστηρίου.
Τέλος, η Ολομέλεια εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τους ορισμούς του Ν. 2472/97 ως προς τους αποδέκτες των δεδομένων (αρ. 2 παρ. 1ι) κρίνοντας ότι ο εκτελών την επεξεργασία ως αποδέκτης των δεδομένων δεν ταυτίζεται με τον τρίτο σε καμία περίπτωση, εφόσον σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη: Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι" και εν τέλει ομοίως εσφαλμένα έκρινε περί "ευρύτερης κατηγορίας αποδεκτών", η οποία συμπεριλαμβάνει ταυτόχρονα "εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών" και "εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων", οι οποίες έχουν εκ διαμέτρου αντίθετο σκοπό λειτουργίας και ως εκ τούτου δε μπορεί να υπαχθούν στην ίδια κατηγορία αποδεκτών.
Παρότι η μέχρι τώρα νομολογία των δευτεροβάθμιων εθνικών δικαστηρίων δε φαίνεται να ενστερνίζεται κατά πλειοψηφία τις ανωτέρω κρίσεις, είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα για το οποίο κατατέθηκε προσφυγή στο ΕΔΔΑ, δεδομένου, ότι με την απόφαση του Αρείου Πάγου, ανοίγει μια «Κερκόπορτα» στη νομιμοποίηση παράνομων πρακτικών μη ειδικής ενημέρωσης των υποκειμένων, οι οποίες κατά βάση έχουν υιοθετηθεί από μεγάλους υπεύθυνους επεξεργασίας με βασικό γνώμονα την περιστολή των μηχανογραφικών δαπανών που θα απαιτούνταν, σε περίπτωση που ενημέρωναν τα υποκείμενα κατά το ορθό τρόπο. Η σημασία εμφαίνεται ακόμα μεγαλύτερη, δεδομένης της αυξημένης σημασίας στην προστασία δεδομένων, που αναγνωρίζεται πλέον σε Κοινοτικό επίπεδο με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου