Της Αλεξάνδρας Γκίτση - capital.gr
Η Κωνσταντίνα (51 ετών) μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, μαθητών του γυμνασίου, εργάζεται τα τελευταία τρία χρόνια σε εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κλάδο των συνεδρίων - εκθέσεων. Λόγω της πανδημίας και των μέτρων αντιμετώπισης της νόσου που έχουν επιβληθεί, βρίσκεται σε καθεστώς αναστολής εργασίας από τον περασμένο Μάρτιο και καλείται να ζήσει με τα 534 ευρώ μηνιαίο επίδομα που της καταβάλει το κράτος.
Το θετικό (;) στην περίπτωση της, είναι ότι δεν έχει έξοδα ενοικίου ούτε και έξοδα π.χ. για τσιγάρα. Ακόμη όμως και χωρίς τις δαπάνες του ενοικίου και των καπνικών προϊόντων, η πράξη δεν βγαίνει. Ο μηνιαίος λογαριασμός του σούπερ μάρκετ, -πρόκειται για ανελαστική δαπάνη-, φθάνει τα 400 ευρώ. Ανελαστική είναι και η δαπάνη για τη ΔΕΗ, το μηνιαίο κόστος υπολογίζεται στα 90 ευρώ, 40 ευρώ πληρώνει μηνιαίως για το κινητό, το σταθερό και το internet και 300 ευρώ για τα φροντιστήρια των παιδιών (Αγγλικά, Γαλλικά, Μαθηματικά). Δηλαδή κάθε μήνα μπαίνει μέσα 296 ευρώ, τουλάχιστον. Και λέμε τουλάχιστον, γιατί υπάρχουν και τα έκτακτα έξοδα ενός νοικοκυριού. Πώς τα βγάζει όμως πέρα; Στα μηνιαία έξοδα του νοικοκυριού της "τσοντάρει” η διατροφή που δίνει ο εν διαστάσει σύζυγος της και η σύνταξη των γονιών της. Η σύνταξη παραμένει, όχι μόνο για την Κατερίνα αλλά και για πάνω από 4 στα 10 (44,3%) νοικοκυριά η βασική πηγή εισοδήματος (πηγή: έρευνα ΓΣΕΒΕΕ).
Η κρίση διευρύνει τις οικονομικές ανισότητες
Η Κωνσταντίνα όμως δεν είναι η μοναδική που στηρίζεται π.χ. στη σύνταξη των γονιών, ούτε η μόνη της οποίας έχει μειωθεί αισθητά το εισόδημα. Κοντά στα 4 στα 10 νοικοκυριά (ποσοστό 37,5%) ανέφεραν, σε έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την ΜARC σε πανελλαδικό δείγμα 804 νοικοκυριών, το χρονικά διάστημα 5 έως 10 Δεκεμβρίου, μείωση του εισοδήματός η οποία μεοσταθμικά άγγιξε πέρυσι το 34,71%, έναντι ποσοστού μόλις 8,1% που ανέφερε πως το εισόδημα του αυξήθηκε, με τον μέσο όρο της αύξησης να αγγίζει το 16,94%.
Εξίσου ανησυχητικό είναι ένα ακόμη εύρημα της έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ. Καταγράφεται διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και "στραγγαλισμός” της μεσαίας τάξης. Σύμφωνα με την έρευνα πέρυσι αυξήθηκε στο 6% από 4,6% που ήταν το 2019, το ποσοστό των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα έως 5.000 € και στο 6,7% από 5,8% το ποσοστό των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα πάνω από 30.000 €. Στον αντίποδα μειώθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που ανήκει στις μεσαίες εισοδηματικά κατηγορίες και ιδιαίτερα εκείνα που κατατάσσονται στην κατηγορία με εισόδημα 18.001-25.000 € όπου υποχώρησαν σχεδόν 5 μονάδες (16% το 2020, έναντι 20,9% το 2019).
Στάση πληρωμών σε Δημόσιο
Αποτέλεσμα να μην φθάνει το εισόδημα να καλύψει της μηνιαίες ανάγκες. Για 4 στα 10 νοικοκυριά το μηνιαίο εισόδημα εξαντλείται πριν το τέλος του μήνα. Μεσοσταθμικά για αυτά τα νοικοκυριά επαρκεί για 19 ημέρες. Με 1 στα 10 νοικοκυριά (ποσοστό 10,3%) να αναφέρει ότι το εισόδημα του δεν επαρκεί για να καλύψει ούτε τις βασικές του ανάγκες και 1 στα 4 (23%) να έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία).
Αυξημένο κατά 7 μονάδες, σε σχέση με την έρευνα του 2019, παρουσιάζεται και το ποσοστό των νοικοκυριών -17,7% του δείγματος- που θεωρεί πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς το Δημόσιο. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αδυναμίας καταγράφουν τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 10.000 € (30,2%), τα νοικοκυριά που δηλώνουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα (29,1%), τα νοικοκυριά που διαμένουν στην γεωγραφική περιοχή Νησιά Αιγαίου και Κρήτη (28,5%) και τα νοικοκυριά με άνεργο μέλος (25,2%).
Την ίδια στιγμή πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά (35,6%) αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, έναντι μόλις 13,5% που εκτιμά πως θα βελτιωθεί ενώ 4 στα 10 νοικοκυριά (ποσοστό 44,5%) δεν περιμένει κάποια μεταβολή.
Και οι εκτιμήσεις του ILO για εφέτος
Αν δεχθούμε τις εκτιμήσεις του ILO (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) τα πράγματα δεν φαίνεται να βελτιώνονται σημαντικά τη φετινή χρονιά. Σύμφωνα με τον ILO ενώ υπάρχουν προσδοκίες ότι θα σημειωθεί οικονομική ανάκαμψη, ελλοχεύει ο κίνδυνος, αυτή (σ.σ. η ανάκαμψη), να είναι άνιση. Το βασικό σενάριο προβλέπει ότι εφέτος θα χαθεί το 3% των ωρών εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019, το οποίο αντιστοιχεί σε 90 εκατομμύρια πλήρεις - ισοδύναμες θέσεις απασχόλησης (FTE). Με βάση το απαισιόδοξο σενάριο, οι απώλειες θα είναι 4,6%, ή 130 εκατομμύρια θέσεις εργασίας FTE, ενώ ακόμη και με το αισιόδοξο σενάριο, αναμένεται απώλεια 1,3% των παγκόσμιων ωρών εργασίας (ή 36 εκατομμύρια θέσεις εργασίας FTE).
Σύμφωνα με τον ILO σε Ευρώπη, Αμερική και Κεντρική Ασία οι απώλειες ωρών εργασίας αναμένεται ότι θα είναι περισσότερες από τις υπόλοιπες γεωγραφικές περιοχές, λόγω των αυστηρών μέτρων που επεβλήθηκαν στις αρχές του έτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου