ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ :
ΑΠ 400/2020 | Δ’ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ | ΑΠΟΦΑΣΗ ΒΟΜΒΑ
Καταδολίευση των Τραπεζών η προσφυγή των Δανειοληπτών στο Νόμο Κατσέλη
ΝΕΑ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
μετά την ΟλΑΠ 04/2019 για τα Δάνεια σε Ρήτρα Ελβετικού Φράγκου !!!
Φιλοτραπεζικότερος των Τραπεζιτών και των ΕΕΤ+ΤτΕ+ΕΚΤ ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ !!!
Του Κυριάκου Τόμπρα
Οικονομολόγου - Πρόεδρου Υπέρβασης
Διπλό Αρεοπα-γιτικό GREXIT από το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προστασίας του Καταναλωτή και το Νομοκανονιστικό Πλαίσιο ΤτΕ και ΕΚΤ,περί Συνετού και Υπεύθυνου Δανεισμού, ενώ είναι ομολογημένη, από την ίδια την ΓΓ της ΕΕΤ, Χαρίκλεια Απαλαγάκη, η Συνυπαιτιότητα
των Τραπεζών στην Υπερχρέ-ωση των Δανειοληπτών !!!
Ο Μεταχρονολογημένος Δόλος
Φιλοτραπεζικότερος των Τραπεζιτών και των ΕΕΤ+ΤτΕ+ΕΚΤ ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ !!!
Του Κυριάκου Τόμπρα
Οικονομολόγου - Πρόεδρου Υπέρβασης
Διπλό Αρεοπα-γιτικό GREXIT από το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προστασίας του Καταναλωτή και το Νομοκανονιστικό Πλαίσιο ΤτΕ και ΕΚΤ,περί Συνετού και Υπεύθυνου Δανεισμού, ενώ είναι ομολογημένη, από την ίδια την ΓΓ της ΕΕΤ, Χαρίκλεια Απαλαγάκη, η Συνυπαιτιότητα
των Τραπεζών στην Υπερχρέ-ωση των Δανειοληπτών !!!
Ο Μεταχρονολογημένος Δόλος
Η ΑΠ 400/2020, κατ’ αρχήν, έκρινε ότι, το στοιχείο του δόλου μπορεί να συντρέχει, όχι μόνο πριν, αλλά και μετά την ανάληψη της οφειλής, ήτοι ακόμη και μεταγενέστερα της συνομολόγησης της πιστωτικής σύμβασης, με αποτέλεσμα, έτσι, οι Δανειολήπτες, να βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι, εκτός όλων των άλλων, και με το νομολογιακό εφεύρημα του Μεταχρονολογημένου Δόλου.
Το βασικό στοιχείο για να κριθεί ο δόλος είναι αν μπορούσε ο Δανειολήπτης να αντιληφθεί ότι, με τα δάνεια που λάμβανε, θα ξεπερνούσε τις οικονομικές του δυνατότητες και τελικά δεν θα μπορούσε να τα εξυπηρετήσει, χωρίς πλέον να χρειάζεται, οι τράπεζες, να παρουσιάζουν τα στοιχεία εκείνα που τεκμηριώνουν την ύπαρξη του δόλου.
Έτσι, κάθε αόριστη και, κυριολεκτικά στον αέρα, ένσταση δόλου που θα καταθέτουν εφεξής οι τράπεζες, θα γίνεται πλέον πολύ πιο εύκολα δεκτή στα Δικαστήρια, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, αφού, κατά την ΑΠ 400/2020, ο δόλος του Δανειολήπτη περιορίζεται στην πρόθεση του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό μόνο στοιχείο, χωρίς την ανάγκη προσθήκης και των αντικειμενικών στοιχείων που απαιτούνται για την στοιχειοθέτησή του.
Και, έτσι, θα τεκμαίρεται πλέον, ότι, ο Δανειολήπτης ενεργεί δολίως, όχι μόνον όταν με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του επιδιώκει να οδηγηθεί σε αδυναμία πληρωμών ή όταν προβλέπει ότι μπορεί να οδηγηθεί σε μελλοντική αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αλλά ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία, μεταγενέστερα της ανάληψης των χρεών, βρέθηκε σε κατάσταση υπαίτιας αδυναμίας πληρωμών.
Οριζόντια Δόλιοι οι Υπερχρεωμένοι Δανειολήπτες
Μ ε την συγκεκριμένη, λοιπόν, αυτή κρίση, η ΑΠ 400/2020 ανοίγει τον δρόμο του οριζόντιου χαρακτηρισμού τους ως δολίων, όλων εκείνων των Δανειοληπτών, που με δική τους υπαιτιότητα, αλλά χωρίς κανέναν δόλο, όπως πχ με τις δικές τους εσφαλμένες επιχειρηματικές, οικογενειακές, στεγαστικές, κλπ αποφάσεις, οδηγήθηκαν σε αδυναμία πληρωμών, σε χρόνο μεταγενέστερο της ανάληψης των αντίστοιχων χρεών.
Έτσι, η ΑΠ 400/2020, λίγο πριν την έναρξη ισχύος του Νέου Πτωχευτικού Νόμου, εισάγει ένα επικίνδυνο σκεπτικό, με το οποίο, σε λίγους μήνες, θα μπορεί να ποινικοποιείται η επιχειρηματική αποτυχία, η ανεργία, η φτώχεια, ακόμη και η δυστυχία στην οποία μπορεί να περιέλθει ο Δανειολήπτης, λόγω των εσφαλμένων προσωπικών και οικογενειακών του του επιλογών. Θα φτάσουμε, λοιπόν, στο σημείο να βλέπουμε διαζευγμένους Δανειολήπτες, που προκειμένου να πληρώσουν την διατροφή των παιδιών τους αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια και τις πιστωτικές τους κάρτες, να κρίνονται, οριζοντίως και με συνοπτικές διαδικασίες από τα Δικαστήρια, ως δήθεν δόλιοι ;;;
Το Διπλό GREXIT από το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προστασίας του Καταναλωτή και από το ισχύον Νομοκανονιστικό Πλαίσιο ΤτΕ και ΕΚΤ, περί Συνετού και Υπεύθυνου Δανεισμού !!!
Συνεχίζοντας, η ΑΠ 400/2020 έκρινε, ότι, περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει και όταν, ο Δανειολήπτης, συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, την χορήγηση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο, ότι, ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει, σταθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και την διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσο του ίδιου, όσο και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής συμβάσεως, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι' αυτόν ωφέλεια από την χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου.
Άλλα, όμως, λένε (α) η Αρχή του Συνετού Δανεισμού, της ΠΔ/ΤΕ 2442/29.1.1999 και του Εγγράφου ΤτΕ 1635/21.10.2005, κατά την οποία η δόση των δανείων δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το 30 - 40 % του διαθέσιμου μηνιαίου εισοδήματος του δανειοδοτούμενου και (β) η Αρχή του Υπεύθυνου Δανεισμού και η υποχρέωση των τραπεζών ως προς την ενημέρωση των Δανειοληπτών, κατά τις οποίες, οι τράπεζες, υποχρεούνται να τηρούν κατά τη λειτουργία τους την αρχή που έχει θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της ΚΥΑ Ζ1-699/ΦΕΚ Β΄ 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23/04/2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης», που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο, όπως επίσης κατά την παρ.2, ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002, καθώς και με το σύνολο του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 4, Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών». Έτσι, διέφυγε στην ΑΠ 400/2020, ότι, οι τράπεζες έχουν την νομοκανονιστική υποχρέωση, όχι μόνο να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα κάθε Δανειολήπτη να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις των αιτούμενων πιστωτικών χορηγήσεων, αλλά και ότι, επιπλέον, οφείλουν να διαπιστώνουν αν αυτό μπορεί να συμβαίνει, όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.
Έτσι, η αξιολόγηση και η στάθμιση του πιστωτικού κινδύνου, συνιστά νομοκα-νονιστική υποχρέωση της τράπεζας και όχι υποχρέωση του Δανειολήπτη, όπως επιχειρεί να την εμφανίσει η ΑΠ 400/2020. Και τούτο, με την ρητή, μάλιστα, πρόβλεψη, ότι, κάθε φορά που συντρέχει η περίπτωση της πιθανολογούμενης αδυναμίας του Δανειολήπτη να εξυπηρετήσει τις οφειλές του στο μέλλον, η τράπεζα έχει την υποχρέωση να απέχει από το δανεισμό, ακόμη και σε βάρος των οικονομικών της συμφερόντων, επειδή, μόνον έτσι παγιώνεται η ασφάλεια των συναλλαγών, ο περιορισμός της επισφάλειας των χορηγούμενων πιστώσεων και η προστασία των οικονομικά ασθενέστερων, που προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό για να αντιμετωπίσουν επείγουσες και ανεπίδεκτες αναβολής οικονομικές τους ανάγκες, χωρίς την απαραίτητη και αναγκαία προς τούτο προηγούμενη πληροφόρηση και τη νηφάλια, ώριμη σκέψη, ως προς τις μελλοντικές αυτού, αρνητικές επιπτώσεις.
Στην ισχύουσα Νομοθεσία περί Καταναλωτή, δεν προβλέπονται Υπεύθυνοι Δανειολήπτες παρά μόνον Υπεύθυνοι Τραπεζίτες !!!
Ο Δανειολήπτης, κατά την κατάρτιση και συνομολό-γηση, όλων ανεξαιρέτως των πιστωτικών συμβάσεων, δεν έχει ουδεμία νομοθετική υποχρέωση να ενεργεί με σύνεση, αφού τέτοια υποχρέωση δεν ορίζεται ειδικά στις σχετικές διατάξεις. Έτσι, ο νομοθέτης, έχει καθιερώσει μια ειδική μορφή ευθύνης, μόνο για τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να υφίσταται, δικαίως, μια δυσμενέστερη μεταχείριση τους σε σχέση με τους Δανειολήπτες. Και τούτο, επειδή, όλες ανεξαιρέτως οι πιστωτικές συμβάσεις, είναι Συμβάσεις Προσχώρησης, στις οποίες οι Δανειολήπτες προσχωρούν βρισκόμενοι εκ των πραγμάτων σε μειονεκτική θέση έναντι των τραπεζών, καθώς προβαίνουν στην συνομολόγησή τους στερημένοι από τις δυνατότητες ελεύθερης δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης ως προς τη διαμόρφωση τους, ήτοι βρισκόμενοι σε άνιση οικονομική και διαπραγματευτική ελευθερία, διαθέτοντας ως μοναδική τους ευχέρεια να δεχθούν ή να μη δεχθούν να τις υπογράψουν. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο Ν 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε από το Ν 3587/2007, έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της προανα-φερθείσας συμβατικής ανισορ-ροπίας ανάμεσα στις τράπεζες και τους Δανειολήπτες. Και, ακόμη, η πρόληψη και καταπολέμηση της υπερχρέωσης, συνιστούν τη δικαιολογητική βάση της ρυθμιστικής παρέμβασης στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή, ενώ οι δύο άλλες δικαιολογητικές βάσεις ρυθμιστικής παρέμβασης στον εν λόγω τομέα είναι (α) η αποκατάσταση της πληροφοριακής ασυμμετρίας και (β) η αποκατάσταση της μειωμένης διαπραγματευτικής ικανότητας του καταναλωτή. Σε ότι δε αφορά την πρόληψη και θεραπεία της υπερχρέωσης, η ανάληψη δράσης για τη νομοθετική αντιμετώπιση του θέματος θεμελιώνεται στην αδυναμία του καταναλωτή να αξιολογήσει αντικειμενικά και ορθά τις οικονομικές δυνατότητές του, στις αυξητικές τάσεις υπερχρέωσης των νοικοκυριών με σοβαρές κοινωνικές διαστάσεις, στον αυξημένο κίνδυνο για τους καταναλωτές να υπερχρεωθούν λόγω των αθέμιτων, παραπλανητικών και επιθετικών πρακτικών που ενδέχεται να χρησιμοποιούνται από τις τράπεζες, που τους οδηγούν στην λήψη αποφάσεων που δεν θα ελάμβαναν εφόσον δεν υπήρχαν οι πρακτικές αυτές, στην ολοένα και πιο εύκολη πρόσβαση του καταναλωτή σε τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες και στο φαινόμενο της πολλαπλής χρέωσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να μην έχουν οι καταναλωτές συνολική εικόνα των χρεών που έχουν αναλάβει.
Όλα δε αυτά ομολογούνται, με τον πανηγυρικότερο τρόπο, από τις ίδιες τις τράπεζες και, μάλιστα, δια στόματος του πρώην ΓΓ της ΕΕΤ, Χρήστου Γκόρτσου.
Έ τσι, είναι σαθρό το σκεπτικό της κρίσης της ΑΠ 400/2020, κατά το οποίο, η αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου.
Η Συνευθύνη και η Συνυπαιτιότητα των Τραπεζών στην Υπερχρέωση των Δανειοληπτών
Το βασικό στοιχείο για να κριθεί ο δόλος είναι αν μπορούσε ο Δανειολήπτης να αντιληφθεί ότι, με τα δάνεια που λάμβανε, θα ξεπερνούσε τις οικονομικές του δυνατότητες και τελικά δεν θα μπορούσε να τα εξυπηρετήσει, χωρίς πλέον να χρειάζεται, οι τράπεζες, να παρουσιάζουν τα στοιχεία εκείνα που τεκμηριώνουν την ύπαρξη του δόλου.
Έτσι, κάθε αόριστη και, κυριολεκτικά στον αέρα, ένσταση δόλου που θα καταθέτουν εφεξής οι τράπεζες, θα γίνεται πλέον πολύ πιο εύκολα δεκτή στα Δικαστήρια, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, αφού, κατά την ΑΠ 400/2020, ο δόλος του Δανειολήπτη περιορίζεται στην πρόθεση του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό μόνο στοιχείο, χωρίς την ανάγκη προσθήκης και των αντικειμενικών στοιχείων που απαιτούνται για την στοιχειοθέτησή του.
Και, έτσι, θα τεκμαίρεται πλέον, ότι, ο Δανειολήπτης ενεργεί δολίως, όχι μόνον όταν με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του επιδιώκει να οδηγηθεί σε αδυναμία πληρωμών ή όταν προβλέπει ότι μπορεί να οδηγηθεί σε μελλοντική αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αλλά ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία, μεταγενέστερα της ανάληψης των χρεών, βρέθηκε σε κατάσταση υπαίτιας αδυναμίας πληρωμών.
Οριζόντια Δόλιοι οι Υπερχρεωμένοι Δανειολήπτες
Μ ε την συγκεκριμένη, λοιπόν, αυτή κρίση, η ΑΠ 400/2020 ανοίγει τον δρόμο του οριζόντιου χαρακτηρισμού τους ως δολίων, όλων εκείνων των Δανειοληπτών, που με δική τους υπαιτιότητα, αλλά χωρίς κανέναν δόλο, όπως πχ με τις δικές τους εσφαλμένες επιχειρηματικές, οικογενειακές, στεγαστικές, κλπ αποφάσεις, οδηγήθηκαν σε αδυναμία πληρωμών, σε χρόνο μεταγενέστερο της ανάληψης των αντίστοιχων χρεών.
Έτσι, η ΑΠ 400/2020, λίγο πριν την έναρξη ισχύος του Νέου Πτωχευτικού Νόμου, εισάγει ένα επικίνδυνο σκεπτικό, με το οποίο, σε λίγους μήνες, θα μπορεί να ποινικοποιείται η επιχειρηματική αποτυχία, η ανεργία, η φτώχεια, ακόμη και η δυστυχία στην οποία μπορεί να περιέλθει ο Δανειολήπτης, λόγω των εσφαλμένων προσωπικών και οικογενειακών του του επιλογών. Θα φτάσουμε, λοιπόν, στο σημείο να βλέπουμε διαζευγμένους Δανειολήπτες, που προκειμένου να πληρώσουν την διατροφή των παιδιών τους αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια και τις πιστωτικές τους κάρτες, να κρίνονται, οριζοντίως και με συνοπτικές διαδικασίες από τα Δικαστήρια, ως δήθεν δόλιοι ;;;
Το Διπλό GREXIT από το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προστασίας του Καταναλωτή και από το ισχύον Νομοκανονιστικό Πλαίσιο ΤτΕ και ΕΚΤ, περί Συνετού και Υπεύθυνου Δανεισμού !!!
Συνεχίζοντας, η ΑΠ 400/2020 έκρινε, ότι, περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει και όταν, ο Δανειολήπτης, συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, την χορήγηση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο, ότι, ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει, σταθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και την διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσο του ίδιου, όσο και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής συμβάσεως, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι' αυτόν ωφέλεια από την χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου.
Άλλα, όμως, λένε (α) η Αρχή του Συνετού Δανεισμού, της ΠΔ/ΤΕ 2442/29.1.1999 και του Εγγράφου ΤτΕ 1635/21.10.2005, κατά την οποία η δόση των δανείων δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το 30 - 40 % του διαθέσιμου μηνιαίου εισοδήματος του δανειοδοτούμενου και (β) η Αρχή του Υπεύθυνου Δανεισμού και η υποχρέωση των τραπεζών ως προς την ενημέρωση των Δανειοληπτών, κατά τις οποίες, οι τράπεζες, υποχρεούνται να τηρούν κατά τη λειτουργία τους την αρχή που έχει θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της ΚΥΑ Ζ1-699/ΦΕΚ Β΄ 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23/04/2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης», που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο, όπως επίσης κατά την παρ.2, ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002, καθώς και με το σύνολο του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 4, Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών». Έτσι, διέφυγε στην ΑΠ 400/2020, ότι, οι τράπεζες έχουν την νομοκανονιστική υποχρέωση, όχι μόνο να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα κάθε Δανειολήπτη να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις των αιτούμενων πιστωτικών χορηγήσεων, αλλά και ότι, επιπλέον, οφείλουν να διαπιστώνουν αν αυτό μπορεί να συμβαίνει, όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.
Έτσι, η αξιολόγηση και η στάθμιση του πιστωτικού κινδύνου, συνιστά νομοκα-νονιστική υποχρέωση της τράπεζας και όχι υποχρέωση του Δανειολήπτη, όπως επιχειρεί να την εμφανίσει η ΑΠ 400/2020. Και τούτο, με την ρητή, μάλιστα, πρόβλεψη, ότι, κάθε φορά που συντρέχει η περίπτωση της πιθανολογούμενης αδυναμίας του Δανειολήπτη να εξυπηρετήσει τις οφειλές του στο μέλλον, η τράπεζα έχει την υποχρέωση να απέχει από το δανεισμό, ακόμη και σε βάρος των οικονομικών της συμφερόντων, επειδή, μόνον έτσι παγιώνεται η ασφάλεια των συναλλαγών, ο περιορισμός της επισφάλειας των χορηγούμενων πιστώσεων και η προστασία των οικονομικά ασθενέστερων, που προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό για να αντιμετωπίσουν επείγουσες και ανεπίδεκτες αναβολής οικονομικές τους ανάγκες, χωρίς την απαραίτητη και αναγκαία προς τούτο προηγούμενη πληροφόρηση και τη νηφάλια, ώριμη σκέψη, ως προς τις μελλοντικές αυτού, αρνητικές επιπτώσεις.
Στην ισχύουσα Νομοθεσία περί Καταναλωτή, δεν προβλέπονται Υπεύθυνοι Δανειολήπτες παρά μόνον Υπεύθυνοι Τραπεζίτες !!!
Ο Δανειολήπτης, κατά την κατάρτιση και συνομολό-γηση, όλων ανεξαιρέτως των πιστωτικών συμβάσεων, δεν έχει ουδεμία νομοθετική υποχρέωση να ενεργεί με σύνεση, αφού τέτοια υποχρέωση δεν ορίζεται ειδικά στις σχετικές διατάξεις. Έτσι, ο νομοθέτης, έχει καθιερώσει μια ειδική μορφή ευθύνης, μόνο για τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να υφίσταται, δικαίως, μια δυσμενέστερη μεταχείριση τους σε σχέση με τους Δανειολήπτες. Και τούτο, επειδή, όλες ανεξαιρέτως οι πιστωτικές συμβάσεις, είναι Συμβάσεις Προσχώρησης, στις οποίες οι Δανειολήπτες προσχωρούν βρισκόμενοι εκ των πραγμάτων σε μειονεκτική θέση έναντι των τραπεζών, καθώς προβαίνουν στην συνομολόγησή τους στερημένοι από τις δυνατότητες ελεύθερης δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης ως προς τη διαμόρφωση τους, ήτοι βρισκόμενοι σε άνιση οικονομική και διαπραγματευτική ελευθερία, διαθέτοντας ως μοναδική τους ευχέρεια να δεχθούν ή να μη δεχθούν να τις υπογράψουν. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο Ν 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε από το Ν 3587/2007, έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της προανα-φερθείσας συμβατικής ανισορ-ροπίας ανάμεσα στις τράπεζες και τους Δανειολήπτες. Και, ακόμη, η πρόληψη και καταπολέμηση της υπερχρέωσης, συνιστούν τη δικαιολογητική βάση της ρυθμιστικής παρέμβασης στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή, ενώ οι δύο άλλες δικαιολογητικές βάσεις ρυθμιστικής παρέμβασης στον εν λόγω τομέα είναι (α) η αποκατάσταση της πληροφοριακής ασυμμετρίας και (β) η αποκατάσταση της μειωμένης διαπραγματευτικής ικανότητας του καταναλωτή. Σε ότι δε αφορά την πρόληψη και θεραπεία της υπερχρέωσης, η ανάληψη δράσης για τη νομοθετική αντιμετώπιση του θέματος θεμελιώνεται στην αδυναμία του καταναλωτή να αξιολογήσει αντικειμενικά και ορθά τις οικονομικές δυνατότητές του, στις αυξητικές τάσεις υπερχρέωσης των νοικοκυριών με σοβαρές κοινωνικές διαστάσεις, στον αυξημένο κίνδυνο για τους καταναλωτές να υπερχρεωθούν λόγω των αθέμιτων, παραπλανητικών και επιθετικών πρακτικών που ενδέχεται να χρησιμοποιούνται από τις τράπεζες, που τους οδηγούν στην λήψη αποφάσεων που δεν θα ελάμβαναν εφόσον δεν υπήρχαν οι πρακτικές αυτές, στην ολοένα και πιο εύκολη πρόσβαση του καταναλωτή σε τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες και στο φαινόμενο της πολλαπλής χρέωσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να μην έχουν οι καταναλωτές συνολική εικόνα των χρεών που έχουν αναλάβει.
Όλα δε αυτά ομολογούνται, με τον πανηγυρικότερο τρόπο, από τις ίδιες τις τράπεζες και, μάλιστα, δια στόματος του πρώην ΓΓ της ΕΕΤ, Χρήστου Γκόρτσου.
Έ τσι, είναι σαθρό το σκεπτικό της κρίσης της ΑΠ 400/2020, κατά το οποίο, η αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου.
Η Συνευθύνη και η Συνυπαιτιότητα των Τραπεζών στην Υπερχρέωση των Δανειοληπτών
Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του Δανειολήπτη αποτελεί πάγια τραπεζική υποχρέωση και, εν προκειμένω, ισχύουν συγκεκριμένοι κανόνες και μοντέλα αξιολόγησης, που όμως, όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές τράπεζες, παραβίασαν συστηματικά, από την δεκαετία του 1990 μέχρι και πρόσφατα, με αποτέλεσμα, σήμερα, αυτές να έχουν Συνευθύνη και Συνυπαιτιότητα σε ότι αφορά τις απαιτήσεις τους από τις επισφαλείς και ανεπίδεκτες είσπραξης πιστώσεις, υπό την έννοια του άρθρου (300 ΑΚ).
Και τούτο, επειδή, σε ότι αφορά την σύναψη των αντίστοιχων πιστωτικών συμβάσεων με τους Δανειολήπτες, οι ελληνικές τράπεζες:
(α) Δεν στάθμισαν, ως όφειλαν, κατά τον ορθό και επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, ήτοι δεν συγκρότησαν επαρκή Ελάχιστο Δείκτη Ρευστών Διαθεσίμων τουλάχιστον 20%, επαρκή Συντελεστή Φερεγγυότητας και Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, σταθμίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού τους και, ειδικότερα, τις πιστώσεις και τα εκτός ισολογισμών στοιχεία με όλους τους ανωτέρω κινδύνους και με έκαστο εξ΄ αυτών, ήτοι χωρίς να έχουν υπολογίσει επαρκώς, ως είχαν νομοθετική υποχρέωση, τον κίνδυνο κεφαλαιακής επάρκειας, δηλαδή τον κίνδυνο από απροσδόκητες απώλειες των στοιχείων των ενεργητικών τους και, ιδιαίτερα, των πιστώσεων που χορήγησαν στους Δανειολήπτες και ανά έκαστο εξ αυτών.
(β) Δεν ενσωμάτωσαν, ως όφειλαν, τις απαραίτητες προσαρμογές των κριτηρίων έγκρισης ή απόρριψης των πιστώσεων που χορήγησαν στους Δανειολήπτες κατά τη διαδικασία της προαξιολόγη-σης, ενώ με τα κριτήρια αυτά έπρεπε να αναγνωρίζουν τη δυναμική του οικονομικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις του έντονου ανταγωνισμού στην πολιτική ανάληψης κινδύνων και την ταχεία πιστωτική επέκταση.
(γ) Δεν συμμορφώθηκαν, ως όφειλαν, προς την υποχρέωσή τους να ενισχύουν τη λειτουργία διαχείρισης των αναλαμβανόμενων κινδύνων σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων τους και να συσχετίζουν και να σταθμίζουν επαρκώς τους κινδύνους αυτούς με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους.
(δ) Δεν παρείχαν, ως όφειλαν, στους Δανειολήπτες, την προβλεπόμενη προσυμβατική πληροφόρηση.
(ε) Δεν αξιολόγησαν, ως όφειλαν, την πιστοληπτική ικανότητα και την προγενέστερη δανειακή επιβάρυν-ση των Δανειοληπτών, με βάση στοιχεία προερχόμενα από τις σχετικές βάσεις δεδομένων της ΔΙΑΣ και της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.
(στ) Δεν συμμορφώθηκαν, ως όφειλαν, με το κατά το Έγγραφο 1635/21.10.2005 ΤτΕ, ανώτατο αποδεκτό όριο της σχέσης των οφειλόμενων μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων έναντι του ύψους του διαθέσιμου εισοδήματος εκάστου Δανειολήπτη, κατά το στάδιο της προαξιολόγησης, το οποίο ρητά προσδιορίζεται στο 30%-40% αυτού, σταθμισμένο με τη σταθερότητα του εισοδήματος, το απόλυτο ύψος αυτού και την επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν τις εξασφαλίσεις.
(ζ) Δεν συμμορφώθηκαν, ως όφειλαν, με τις Αρχές του Συνετού και Υπεύθυνου Δανεισμού, και την εξ’ αυτών υποχρέωσή τους, αφενός προς παροχή πληροφοριών πριν και κατά τη σύναψη των πιστωτικών συμβάσεων, αφετέρου ως προς την εξέταση της πιστοληπτικής ικανότητας των Δανειοληπτών, ώστε να απόσχουν από το δανεισμό, λόγω της αδυναμίας αυτών να ανταποκριθούν, κατά τις ανωτέρω προϋποθέσεις, στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ενώ γνώριζαν, ότι, δεν ορίζεται υποχρέωση ανάλογης ευθύνης Υπεύθυνου Δανειολήπτη για τον καταναλωτή και, έτσι, οι Δανειολήπτες, δεν είχαν κατά την κατάρτιση και συνομολόγηση των πιστωτικών συμβάσεων, τη νομοθετική υποχρέωση να ενεργούν με σύνεση, αφού τέτοια υποχρέωση δεν ορίζεται ειδικά στη σχετική διάταξη, ενώ οι τράπεζες γνώριζαν ότι, καθιερώνεται για αυτές ειδική μορφή ευθύνης, σε ότι αφορά την υπεύθυνη χορήγηση πίστωσης, με αποτέλεσμα, κατά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, να υφίσταται, δικαίως, δυσμενέστερη μεταχείριση τους σε σχέση με τους Δανειολήπτες.
Δικαιότερη του Αρείου Πάγου με τους Δανειολήπτες, ακόμη και η ΕΕΤ !!!
Ακόμη και η ΓΓ της ΕΕΤ, Χαρίκλεια Απαλαγάκη, σε τηλεοπτική της συνέντευξη, στην ΕΡΤ1, τον Φεβρουάριο του 2018, ομολόγησε ότι υπάρχει Συνυπαιτιότητα των Τραπεζών στην αδυναμία των Δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνεια και τις πιστωτικές τους κάρτες και, μάλιστα, την προσδιόρισε στο 20% !!!
Όμως, ο Άρειος Πάγος, ως βασιλικότερος του βασιλέως και, έτσι, φιλοτραπεζικότερος ακόμη και από τους ίδιους τους τραπεζίτες, αντί να κρίνει ότι ο μέσος Δανειολήπτης του Νόμου Κατσέλη, πρέπει, λόγω της ομολογημένης πλέον συνευθύνης και της συνυπαιτιότητας των τραπεζών στην υπερχρέωσή του, να απαλλάσσεται τουλάχιστον από το κόστος της χορηγηθείσας πίστωσης, περιλαμβανομένων των τόκων και, έτσι, να έχει την υποχρέωση να καταβάλει στην τράπεζα μόνο το ποσό του κεφαλαίου που του χορήγησε, αποφάσισε, ότι, όχι μόνο συνευθύνη και συνυπαιτιότητα των τραπεζών δεν υπάρχει, αλλά και, ότι, η ευθύνη της υπερχρέωσης βαρύνει εξ’ ολοκλήρου τον Δανειολήπτη και, μάλιστα, επιβαρύνεται και με την περίσταση του συντρέχοντος δόλου, που νομολογήθηκε ως αντικειμενικός και οριζόντιος.
Και τούτο, επειδή, σε ότι αφορά την σύναψη των αντίστοιχων πιστωτικών συμβάσεων με τους Δανειολήπτες, οι ελληνικές τράπεζες:
(α) Δεν στάθμισαν, ως όφειλαν, κατά τον ορθό και επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, ήτοι δεν συγκρότησαν επαρκή Ελάχιστο Δείκτη Ρευστών Διαθεσίμων τουλάχιστον 20%, επαρκή Συντελεστή Φερεγγυότητας και Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, σταθμίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού τους και, ειδικότερα, τις πιστώσεις και τα εκτός ισολογισμών στοιχεία με όλους τους ανωτέρω κινδύνους και με έκαστο εξ΄ αυτών, ήτοι χωρίς να έχουν υπολογίσει επαρκώς, ως είχαν νομοθετική υποχρέωση, τον κίνδυνο κεφαλαιακής επάρκειας, δηλαδή τον κίνδυνο από απροσδόκητες απώλειες των στοιχείων των ενεργητικών τους και, ιδιαίτερα, των πιστώσεων που χορήγησαν στους Δανειολήπτες και ανά έκαστο εξ αυτών.
(β) Δεν ενσωμάτωσαν, ως όφειλαν, τις απαραίτητες προσαρμογές των κριτηρίων έγκρισης ή απόρριψης των πιστώσεων που χορήγησαν στους Δανειολήπτες κατά τη διαδικασία της προαξιολόγη-σης, ενώ με τα κριτήρια αυτά έπρεπε να αναγνωρίζουν τη δυναμική του οικονομικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις του έντονου ανταγωνισμού στην πολιτική ανάληψης κινδύνων και την ταχεία πιστωτική επέκταση.
(γ) Δεν συμμορφώθηκαν, ως όφειλαν, προς την υποχρέωσή τους να ενισχύουν τη λειτουργία διαχείρισης των αναλαμβανόμενων κινδύνων σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων τους και να συσχετίζουν και να σταθμίζουν επαρκώς τους κινδύνους αυτούς με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους.
(δ) Δεν παρείχαν, ως όφειλαν, στους Δανειολήπτες, την προβλεπόμενη προσυμβατική πληροφόρηση.
(ε) Δεν αξιολόγησαν, ως όφειλαν, την πιστοληπτική ικανότητα και την προγενέστερη δανειακή επιβάρυν-ση των Δανειοληπτών, με βάση στοιχεία προερχόμενα από τις σχετικές βάσεις δεδομένων της ΔΙΑΣ και της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.
(στ) Δεν συμμορφώθηκαν, ως όφειλαν, με το κατά το Έγγραφο 1635/21.10.2005 ΤτΕ, ανώτατο αποδεκτό όριο της σχέσης των οφειλόμενων μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων έναντι του ύψους του διαθέσιμου εισοδήματος εκάστου Δανειολήπτη, κατά το στάδιο της προαξιολόγησης, το οποίο ρητά προσδιορίζεται στο 30%-40% αυτού, σταθμισμένο με τη σταθερότητα του εισοδήματος, το απόλυτο ύψος αυτού και την επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν τις εξασφαλίσεις.
(ζ) Δεν συμμορφώθηκαν, ως όφειλαν, με τις Αρχές του Συνετού και Υπεύθυνου Δανεισμού, και την εξ’ αυτών υποχρέωσή τους, αφενός προς παροχή πληροφοριών πριν και κατά τη σύναψη των πιστωτικών συμβάσεων, αφετέρου ως προς την εξέταση της πιστοληπτικής ικανότητας των Δανειοληπτών, ώστε να απόσχουν από το δανεισμό, λόγω της αδυναμίας αυτών να ανταποκριθούν, κατά τις ανωτέρω προϋποθέσεις, στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ενώ γνώριζαν, ότι, δεν ορίζεται υποχρέωση ανάλογης ευθύνης Υπεύθυνου Δανειολήπτη για τον καταναλωτή και, έτσι, οι Δανειολήπτες, δεν είχαν κατά την κατάρτιση και συνομολόγηση των πιστωτικών συμβάσεων, τη νομοθετική υποχρέωση να ενεργούν με σύνεση, αφού τέτοια υποχρέωση δεν ορίζεται ειδικά στη σχετική διάταξη, ενώ οι τράπεζες γνώριζαν ότι, καθιερώνεται για αυτές ειδική μορφή ευθύνης, σε ότι αφορά την υπεύθυνη χορήγηση πίστωσης, με αποτέλεσμα, κατά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, να υφίσταται, δικαίως, δυσμενέστερη μεταχείριση τους σε σχέση με τους Δανειολήπτες.
Δικαιότερη του Αρείου Πάγου με τους Δανειολήπτες, ακόμη και η ΕΕΤ !!!
Ακόμη και η ΓΓ της ΕΕΤ, Χαρίκλεια Απαλαγάκη, σε τηλεοπτική της συνέντευξη, στην ΕΡΤ1, τον Φεβρουάριο του 2018, ομολόγησε ότι υπάρχει Συνυπαιτιότητα των Τραπεζών στην αδυναμία των Δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνεια και τις πιστωτικές τους κάρτες και, μάλιστα, την προσδιόρισε στο 20% !!!
Όμως, ο Άρειος Πάγος, ως βασιλικότερος του βασιλέως και, έτσι, φιλοτραπεζικότερος ακόμη και από τους ίδιους τους τραπεζίτες, αντί να κρίνει ότι ο μέσος Δανειολήπτης του Νόμου Κατσέλη, πρέπει, λόγω της ομολογημένης πλέον συνευθύνης και της συνυπαιτιότητας των τραπεζών στην υπερχρέωσή του, να απαλλάσσεται τουλάχιστον από το κόστος της χορηγηθείσας πίστωσης, περιλαμβανομένων των τόκων και, έτσι, να έχει την υποχρέωση να καταβάλει στην τράπεζα μόνο το ποσό του κεφαλαίου που του χορήγησε, αποφάσισε, ότι, όχι μόνο συνευθύνη και συνυπαιτιότητα των τραπεζών δεν υπάρχει, αλλά και, ότι, η ευθύνη της υπερχρέωσης βαρύνει εξ’ ολοκλήρου τον Δανειολήπτη και, μάλιστα, επιβαρύνεται και με την περίσταση του συντρέχοντος δόλου, που νομολογήθηκε ως αντικειμενικός και οριζόντιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου