ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ :
ΑΔΙΑΦΑΝΗΣ Ο ΟΡΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ Ν.128/75 ΩΣ Γ.Ο.Σ. (Γενικός Όρος Συναλλαγών)
Γράφει η Όλγα Μιχαλοπούλου
Δικηγόρος Αθηνών
To ΣτΕ με την υπ’ αρ. 2857/2015 απόφασή του απεφάνθη ότι: «Η Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (Α΄ 277/18.11.2002) προβλέπει τα ακόλουθα: «… Α. Γενικές Αρχές. Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: -Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές… -Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανομένους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. Ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση.
To ΣτΕ με την υπ’ αρ. 2857/2015 απόφασή του απεφάνθη ότι: «Η Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (Α΄ 277/18.11.2002) προβλέπει τα ακόλουθα: «… Α. Γενικές Αρχές. Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: -Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές… -Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανομένους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. Ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση.
Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: 1. Καταθέσεις. […] 2. Χορηγήσεις. Ως προς τις χορηγήσεις η ελάχιστη ενημέρωση αφορά: α) i) Το ύψος των βασικών επιτοκίων χορηγήσεων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται όλες οι τυχόν χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, και το ύψος του περιθωρίου επιτοκίου (spread), όπου αυτό εφαρμόζεται. Επί πλέον αναφέρονται χωριστά οι ειδικές εισφορές, οι φόροι και τα τέλη που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (είδος και ποσό ή ποσοστό). ii)… iv) Σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας). v)… Γ. Τρόπος ενημέρωσης. Τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν τους συναλλασσόμενους, κατ΄ ελάχιστον, ως ακολούθως: 1. Γενικοί όροι α) […] γ) Οφείλουν να γνωστοποιούν τους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση και να τους παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά τη σύναψή της. δ)… ε) Στην περίπτωση μονομερούς τροποποίησης των όρων των συμβάσεων, όπου αυτή επιτρέπεται, γνωστοποιούν στους αντισυμβαλλόμενους τις σχετικές μεταβολές των αρχικών όρων είτε με γενική είτε με εξατομικευμένη ενημέρωση και προαναγγέλλουν και στις δύο περιπτώσεις την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των νέων όρων. Παρέχεται προθεσμία τουλάχιστον 30 ημερών για την αποδοχή των όρων ή την καταγγελία της σύμβασης, βάσει των σχετικών όρων της σύμβασης που θα πρέπει να έχουν διατυπωθεί με τρόπο σαφή και κατανοητό. 2. … Ζ. … Οι διατάξεις της παρούσας Πράξης ισχύουν από 1 Ιανουαρίου 2003. […]». Στην συνέχεια, εκδόθηκε η κανονιστική απόφαση 178/19.7.2004 (θέμα 3) της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (Α΄ 152/9.8.2004) «Διευκρινίσεις των ΠΔ/ΤΕ…, καθώς και της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, που αφορούν τη διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων», στο προοίμιο της οποίας αναφέρεται ότι τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα (στοιχείο η΄) και ότι υφίσταται ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατάξεων της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (στοιχείο θ΄). Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της τελευταίας αυτής κανονιστικής απόφασης, «1. Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. […] Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό. 2. α) Η παράγραφος 2 εδ. α (iv) του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί κυμαινομένου επιτοκίου είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσομένων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης. β) Η μεταβολή του κυμαινομένου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων κτλ., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, ως εξής: i) ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανωτάτου ορίου. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινομένου επιτοκίου. γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ. α (iv) του Κεφ. Β΄ "..., καθώς και ... αντίστοιχου δανείου", αφορά αποκλειστικά την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς. Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτά παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου. [……] 5.α) Η αναφερόμενη στο κεφάλαιο Β΄της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ελάχιστη ενημέρωση δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις τους σαφείς όρους για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων τους. β) Η πρόβλεψη στη σύμβαση δυνατότητας μονομερούς τροποποίησής της από το πιστωτικό ίδρυμα (Κεφ. Γ παρ. 1 εδ ε της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) οφείλει να συνοδεύεται από τον καθορισμό ειδικών και εύλογων κριτηρίων».
Περαιτέρω, για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγών στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών" που ενσωμάτωσαν την Οδηγία 93/131 EΟK της 5.4.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι Γ.Ο.Σ. που μεταξύ άλλων: α'),, β')... ια') χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή-δανειολήπτη (στην έννοια του οποίου εμπίπτει και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμβάλλεται με το πιστωτικό ίδρυμα για κάλυψη επαγγελματικών αναγκών (ΟλΑΠ 13/2015, ΑΠ 1001/2010, ΕφΘ 1034/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργηση του. Δηλαδή, ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Μετά δε την αντικατάσταση της παρ, 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με το άρ. 10 παρ. 24β' του ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι "υπέρμετρη" διατάραξη ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (ΑΠ 6291/2000 ΝοΒ 2001.644). Συνεπώς, καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος είναι κάθε Γ.Ο.Σ., ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτιολογία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Εξάλλου, το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. καταναλωτή διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιωτική αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω του άρθρου 2 παρ. 1 έως 3 και άρθρο 5 του ν. 2251/1994 αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. ε ζ η', Γ και ια' του ίδιου νόμου. Έχει δύο εκφάνσεις, τη σαφήνεια και το κατανοητό των όρων. Δηλαδή οι Γ.Ο.Σ. πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Η σαφήνεια αφορά τις νομικές συνέπειες μιας ρήτρας στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Ιδιαίτερα δε οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι ευκρινείς. Αδιαφανείς ρήτρες που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις, που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Έτσι οι αδιαφανείς ρήτρες, λόγω ακριβώς της αδιαφάνειας τους, οδηγούν στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Επομένως, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει, κατά τα ανωτέρω, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Δηλαδή, προκειμένου να τηρηθεί η κατά τα ανωτέρω αρχή της διαφάνειας και να μην υπάρχει διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, θα πρέπει ο Γ.Ο.Σ. να είναι σαφής σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ, 7 εδ. ια' του ν. 2251/1994, κατά την οποία το τίμημα πρέπει να είναι για τον καταναλωτή σαφώς περιγεγραμμένο και προσδιορισμένο. Στο τίμημα ανήκει κάθε είδος παροχής που θα καταβάλει ο καταναλωτής, ως αντίτιμο, για τις υπηρεσίες που του παρέχονται. Η διαφάνεια και σαφήνεια πρέπει να υπάρχει τόσο ως προς την αιτία της παροχής όσο και ως προς το περιεχόμενο της. Η διαφάνεια αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Με αυτή την έννοια πρέπει να προκύπτει από τον Γ.Ο.Σ. ο λόγος της υποχρέωσης του δανειολήπτη, το τελικό ύψος της επιβάρυνσης του, αλλά και τα κριτήρια από τα οποία προκύπτει και υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, ΕφΑΘ 5253/2003 ΑρχΝ 2004.201, ΠολΠρΑΘ 1119/2002, ΔΕΕ 2003.422, ΜονΠρΑΘ 4593/2005 ΔΕΕ 2006.517). Ειδικότερα δε στις καταναλωτικές συμβάσεις ο ν. 2251/1994 αξιώνει, τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο ν. 2251/1994 (άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ια') δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνον αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 296/2001 ΕλλΔνη 42.1321, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 11.1125, ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 42.1603).
Στην τραπεζική πρακτική, πλείστες όσες φορές, οι δανειολήπτες / πιστούχοι επιβαρύνονται, σύμφωνα με προδιατυπωμένο όρο, με την πληρωμή προσαύξησης του επιτοκίου κατά το ποσοστό της εισφοράς του ν.128/75, χωρίς όμως να γίνεται μνεία συνυπολογισμού του ποσοστού της στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρεται.
Περαιτέρω, για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγών στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών" που ενσωμάτωσαν την Οδηγία 93/131 EΟK της 5.4.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι Γ.Ο.Σ. που μεταξύ άλλων: α'),, β')... ια') χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή-δανειολήπτη (στην έννοια του οποίου εμπίπτει και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμβάλλεται με το πιστωτικό ίδρυμα για κάλυψη επαγγελματικών αναγκών (ΟλΑΠ 13/2015, ΑΠ 1001/2010, ΕφΘ 1034/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργηση του. Δηλαδή, ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Μετά δε την αντικατάσταση της παρ, 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με το άρ. 10 παρ. 24β' του ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι "υπέρμετρη" διατάραξη ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (ΑΠ 6291/2000 ΝοΒ 2001.644). Συνεπώς, καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος είναι κάθε Γ.Ο.Σ., ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτιολογία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Εξάλλου, το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. καταναλωτή διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιωτική αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω του άρθρου 2 παρ. 1 έως 3 και άρθρο 5 του ν. 2251/1994 αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. ε ζ η', Γ και ια' του ίδιου νόμου. Έχει δύο εκφάνσεις, τη σαφήνεια και το κατανοητό των όρων. Δηλαδή οι Γ.Ο.Σ. πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Η σαφήνεια αφορά τις νομικές συνέπειες μιας ρήτρας στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Ιδιαίτερα δε οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι ευκρινείς. Αδιαφανείς ρήτρες που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις, που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Έτσι οι αδιαφανείς ρήτρες, λόγω ακριβώς της αδιαφάνειας τους, οδηγούν στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Επομένως, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει, κατά τα ανωτέρω, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Δηλαδή, προκειμένου να τηρηθεί η κατά τα ανωτέρω αρχή της διαφάνειας και να μην υπάρχει διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, θα πρέπει ο Γ.Ο.Σ. να είναι σαφής σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ, 7 εδ. ια' του ν. 2251/1994, κατά την οποία το τίμημα πρέπει να είναι για τον καταναλωτή σαφώς περιγεγραμμένο και προσδιορισμένο. Στο τίμημα ανήκει κάθε είδος παροχής που θα καταβάλει ο καταναλωτής, ως αντίτιμο, για τις υπηρεσίες που του παρέχονται. Η διαφάνεια και σαφήνεια πρέπει να υπάρχει τόσο ως προς την αιτία της παροχής όσο και ως προς το περιεχόμενο της. Η διαφάνεια αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Με αυτή την έννοια πρέπει να προκύπτει από τον Γ.Ο.Σ. ο λόγος της υποχρέωσης του δανειολήπτη, το τελικό ύψος της επιβάρυνσης του, αλλά και τα κριτήρια από τα οποία προκύπτει και υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, ΕφΑΘ 5253/2003 ΑρχΝ 2004.201, ΠολΠρΑΘ 1119/2002, ΔΕΕ 2003.422, ΜονΠρΑΘ 4593/2005 ΔΕΕ 2006.517). Ειδικότερα δε στις καταναλωτικές συμβάσεις ο ν. 2251/1994 αξιώνει, τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο ν. 2251/1994 (άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ια') δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνον αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 296/2001 ΕλλΔνη 42.1321, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 11.1125, ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 42.1603).
Στην τραπεζική πρακτική, πλείστες όσες φορές, οι δανειολήπτες / πιστούχοι επιβαρύνονται, σύμφωνα με προδιατυπωμένο όρο, με την πληρωμή προσαύξησης του επιτοκίου κατά το ποσοστό της εισφοράς του ν.128/75, χωρίς όμως να γίνεται μνεία συνυπολογισμού του ποσοστού της στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρεται.
Τέτοιος όμως προδιατυπωμένος γενικός όρος των συναλλαγών (ΓΟΣ), προβλέπει κατά τρόπο αόριστο και μη δυνάμενο εκ των προτέρων, με σαφήνεια, να καθορισθεί, άρα κατά συνέπεια και αδιαφανή, μελλοντικές επιβαρυντικές για τον δανειολήπτη / πιστούχο.
Η μη τήρηση όμως της αρχής της προβλεψιμότητας και η εντεύθεν αυτής απορρέουσα ασάφεια και αδιαφάνεια ως προς τις μελλοντικές οικονομικές υποχρεώσεις του αντισυμβαλλομένου, που τυγχάνει συν τοις άλλοις, κατ’ αντικειμενική κρίση και το ασθενέστερο μέρος της συμβατικής σχέσεως, παρίσταται εξόχως καταχρηστική, ως αντικείμενη στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.
Στις περιπτώσεις αυτές, η εισφορά του ν.128/75 επιβάλλεται όλως καταχρηστικά χωρίς προηγούμενη ενημέρωση κατά παράβαση του αρ. 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, και της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, όπως και της ΠΔ/ΔΤ 2501/2002.
Η μη τήρηση όμως της αρχής της προβλεψιμότητας και η εντεύθεν αυτής απορρέουσα ασάφεια και αδιαφάνεια ως προς τις μελλοντικές οικονομικές υποχρεώσεις του αντισυμβαλλομένου, που τυγχάνει συν τοις άλλοις, κατ’ αντικειμενική κρίση και το ασθενέστερο μέρος της συμβατικής σχέσεως, παρίσταται εξόχως καταχρηστική, ως αντικείμενη στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.
Στις περιπτώσεις αυτές, η εισφορά του ν.128/75 επιβάλλεται όλως καταχρηστικά χωρίς προηγούμενη ενημέρωση κατά παράβαση του αρ. 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, και της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, όπως και της ΠΔ/ΔΤ 2501/2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου