ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ΥΠΕΡΒΑΣΗ NEWS 03/12/2020

 

Ο Δανειολήπτης πρέπει να εύχεται, τα κόκκινα δάνεια και οι πιστωτικές του κάρτες, να έχουν πουληθεί στα funds !!!

Γράφει ο Λεωνίδας Στάμος
Maitre Ιδιωτικού Δικαίου - Δικηγόρος πΑΠ - Αντιπρόεδρος ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ

Τα funds αγοράζουν από τις τράπεζες μόνο τις απαιτήσεις των πιστωτικών συμβάσεων και όχι τις ίδιες τις συμβάσεις, με τα εξ αυτών δικαιώματα των τραπεζών. Έτσι, το συμβατικό δικαίωμα της αποδεικτικότητας της απαίτησης με τα ίδια τα έγγραφα της τράπεζας, δεν μεταβιβάζεται στα funds, με αποτέλεσμα, αυτά, να μην μπορούν στα Δικαστήρια να αποδείξουν το πραγματικό ύψος της οφειλής του Δανειολήπτη, επικαλούμενα τα έγγραφα των κινήσεων λογαριασμού που έχουν παραλάβει από τις τράπεζες κατά την διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων από δάνεια και κάρτες.   

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με την συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή να αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα.

Περαιτέρω, κατά την νομολογία, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας δεν αποτελούν έγγραφα αποδεικτικά των απαιτήσεων του τηρούντος αυτά προσώπου κατά τρίτων, κατά την έννοια των άρθρων 444 ΚΠολΔ και 448 ΚΠολΔ, επιτρέπεται όμως, να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, ότι τα εν λόγω αποσπάσματα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη
υπέρ του εκδότη τους (δικονομική συμφωνία). Συγκεκριμένα, η περιλαμβανόμενη στην πιστωτική σύμβαση ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της είναι έγκυρη, ως δικονομική σύμβαση.

Με βάση την συμφωνία αυτή, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, (που διαφορετικά δεν θα είχαν αποδεικτική δύναμη), αποτελούν prima facie αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής (άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω ,σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.6 του ν.3156/2003 ορίζεται η διαδικασία τιτλοποίησης, ως έγγραφης συμφωνίας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (εκχώρησης) λόγω πώλησης μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» με τη συνακόλουθη έκδοση ομολογιών, οι οποίες εξοφλούνται είτε από το προϊόν είσπραξης απαιτήσεων που
έχουν μεταβιβασθεί είτε από δάνεια και πιστώσεις. Η μεταβίβαση απαιτήσεων διέπεται αναλογικά από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ και 455 επ. ΑΚ. Ειδικότερα, από την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 455 ΑΚ προκύπτει σαφώς ότι, αντικείμενο της σύμβασης εκχώρησης καθίσταται οποιαδήποτε απαίτηση και όχι η συμβατική σχέση.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 6 και 3 παρ. 1 των νόμων 3156/2003 και 4354/2015, ορίζεται ότι διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν εμπίπτουν στην έννοια των παρεπομένων, όπως αυτά ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να συμμεταβιβάζονται με
αυτές. Το άρθρο 458 ΑΚ ορίζει ότι με την εκχώρηση απαιτήσεων μεταβιβάζονται αυτοδικαίως και παρακολουθηματικώς, εκτός από τις απαιτήσεις και οι υποθήκες, εγγυήσεις, ενέχυρα ή άλλα παρεπόμενα δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση, τελούν δηλαδή σε σχέση
εξάρτησης προς αυτή και είτε την ισχυροποιούν ή επεκτείνουν το περιεχόμενό της ή διευκολύνουν την πραγματοποίησή της (Γεωργιάδης Απόστολος, «Ενοχικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος», Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 1999, σελίδες 418-420). Μεταβιβάζονται ακόμη προνόμια, που συνδέονται με τη φύση της απαίτησης ή της εγγύησης που συνεκχωρείται,
όχι όμως και προνόμια που συνδέονται με το πρόσωπο του δανειστή. Η σημασία των προνομίων εμφανίζεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και της πτώχευσης, καθώς συνδέονται με τη σειρά κατάταξης και ικανοποίησης της απαίτησης. Με τις ρυθμίσεις που ακολούθησε στους νόμους 3156/2003 και 4354/2015 ο νομοθέτης προχώρησε ένα βήμα
παραπέρα, αφού επέτρεψε και τη μεταβίβαση διαπλαστικών δικαιωμάτων που συνδέονται με ολόκληρη τη συμβατική σχέση, από την οποία απορρέει η απαίτηση και η άσκηση των οποίων μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή ολόκληρης της σχέσης, όπου αντισυμβαλλόμενος παραμένει ο εκχωρητής. Τέτοια δικαιώματα είναι το δικαίωμα υπαναχώρησης, καταγγελίας ή
ακύρωσης της σύμβασης. Ο λόγος που οι διατάξεις του γενικού δικαίου της εκχώρησης εξαιρούν τα παραπάνω δικαιώματα από την αυτοδίκαιη μεταβίβασή τους στον εκδοχέα των απαιτήσεων έγκειται τόσο στη βούληση του νομοθέτη να λάβει μέριμνα για τη μη χειροτέρευση της θέσης του οφειλέτη όσο και, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι κατά την εκχώρηση
της απαίτησης επέρχεται απλώς ειδική διαδοχή και δεν μεταβιβάζεται ολόκληρη η έννομη σχέση.

Εν κατακλείδι, τόσο κατά τις γενικές διατάξεις του ΑΚ όσο και κατά τις ειδικότερες που εισήχθησαν με τα άρθρα 10 παρ. 6 και 3 παρ. 1 των νόμων 3156/2003 και 4354/2015, δεν μεταβιβάζεται ολόκληρη η έννομη χέση παρά μόνον η απαίτηση και προνόμια, που συνδέονται με τη φύση της απαίτησης ή της εγγύησης που συνεκχωρείται, όχι όμως και προνόμια
που συνδέονται με το πρόσωπο του δανειστή.

Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι:
Το FUND να αγοράζει δικαίωμα ΑΠΟ σύμβαση (απαίτηση) και όχι δικαίωμα ΣΕ σύμβαση (συμβατική σχέση), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χρησιμοποιεί τα «εργαλεία» που η Τράπεζα είχε στην συμβατική σχέση (ίδετε ανωτέρω: δικονομική συμφωνία) ώστε να αποδεικνύεται ότι η ΑΠΑΙΤΗΣΗ είναι ταυτόχρονα και ΟΦΕΙΛΗ.

2 σχόλια:

  1. Πολύ καλό. Ερώτημα ποια η τύχη νομικώς για υποθέσεις όπου το fund ή ο servicer ασκεί παρέμβαση σε απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί ΔΠ από την μεταβιβάζουσα ή τιτλοποιούσα τράπεζα πριν την μεταβίβαση?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σας ευχαριστουμε που υπαρχετε και μας ανοιγετε τα ματια . Συνεχιστε ετσι !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή