ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ, ΞΕΠΛΥΜΑ ΜΑΥΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ OFFSHORE !!!

 



Του Βασίλη Βιλιάρδου


Επειδή πρόκειται να θεσμοθετηθεί μία οδηγία της ΕΕ για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην Ελλάδα, υπενθυμίζουμε τα εξής (με τιμές του 2016): Ο τρόπος, με τον οποίο κάποιος μπορεί να αποφύγει τη φορολόγηση των περιουσιακών του στοιχείων μέσω μίας παράκτιας εταιρείας (offshore), δεν είναι τόσο δύσκολος όσο ακούγεται. Ειδικότερα, όποιος έχει αγοράσει προϊόντα από ένα διαδικτυακό κατάστημα, έχει τη δυνατότητα να ιδρύσει μέσα σε λίγα μόλις λεπτά μία εταιρεία, σε έναν φορολογικό παράδεισο – η οποία προσφέρεται ακόμη και σε ιστοσελίδες τύπου «Web Shops». Ακριβώς όπως ένα προϊόν που αγοράζει κανείς ορισμένες φορές τοποθετώντας το απλά στο καλάθι εμπορευμάτων – μαζί με τους διευθυντές, τους μετόχους και τον ανώνυμο τραπεζικό λογαριασμό!

Το κόστος ίδρυσης, συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων (τελών) για το πρώτο έτος, υπολογίζεται στα 790 € στις Σεϋχέλλες και στη Μπελίζε, στα 990 € στον Παναμά , από 1.090 έως 1.199 € στις βρετανικές Παρθένες Νήσους  και στην Ανγκουίλα, καθώς επίσης 4.200 € στη Σιγκαπούρη. Ο τραπεζικός λογαριασμός, ανώνυμος φυσικά, κοστίζει από 320 € στη Λετονία και 750 € στο Γιβραλτάρ, έως 1.700 € στη Σιγκαπούρη – ενώ ένας διευθυντής (Director) ή ένα μέτοχος, πίσω από τους οποίους κρύβεται ο πραγματικός ιδιοκτήτης που δεν φαίνεται πουθενά, περί τα 350 € έκαστος.

Μεταξύ του ιδιοκτήτη και του διευθυντή υπογράφεται φυσικά μία σύμβαση, η οποία εγγυάται πως ο διευθυντής θα ενεργεί μόνο μετά από συμφωνία με τον ιδιοκτήτη – ενώ πρέπει κανείς να αποφασίσει τον τύπο του γραφείου, τον οποίο προτιμάει. Οι τιμές εδώ κυμαίνονται μεταξύ 400 € και 1.800 € – όπου η απλούστερη μορφή περιορίζεται σε μία ταχυδρομική διεύθυνση, ενώ η ακριβότερη συμπεριλαμβάνει μία εταιρική πινακίδα, έναν αυτόματο τηλεφωνητή με εκτροπή σε κάποιο κινητό ή μία γραμματέα/τηλεφωνήτρια για πολλές εταιρείες μαζί (τιμοκατάλογος υπηρεσιών). Παρεμπιπτόντως, στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται το βασικό σχήμα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος – όπου οι τράπεζες, τα μεγάλα πλυντήρια, βρίσκονται συνήθως σε φορολογικούς παραδείσους.




Εάν θέλει τώρα κανείς να ενημερωθεί για περισσότερες λεπτομέρειες, τις οποίες δεν βρίσκει στην ιστοσελίδα, οι μεσάζοντες παρέχουν προσωπικές συνομιλίες μέσω ειδικών τηλεφωνικών συνδέσεων (hotlines) και διαδικτυακών καναλιών συζητήσεων . Όσον αφορά τα ιδρύματα, όπως στην περίπτωση του Παναμά, τα οποία προτείνονται συνήθως για μεγάλες κληρονομιές, είναι λίγο πιο ακριβά – ενώ μπορεί να απευθυνθεί κανείς σε ένα δικηγορικό γραφείο στο Λιχτενστάιν, το οποίο θα σχεδιάσει ενδεχομένως ένα ίδρυμα στη Μπελίζε, με έναν ανώνυμο τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο ή στη Λετονία (η οποία έχει πάρει πλέον πολλούς πελάτες της Μεγαλονήσου, μετά την υπαγωγή της στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, έχοντας φορολογικό συντελεστή 15% και 0% για Holdings).

Το καθεστώς των Offshore

Περαιτέρω, η ίδρυση μίας offshore ή ενός ιδρύματος είναι νόμιμη, η φορολογία μηδενική και η δήλωση τους στην εφορία της χώρας διαμονής αποτελεί επιλογή του ιδιοκτήτη της – ενώ κανένας δεν μπορεί να πληροφορηθεί ποιός βρίσκεται πίσω από την εταιρεία, εκτός εάν διαρρεύσουν στοιχεία, όπως στην περίπτωση του Λουξεμβούργου ή του Παναμά. Από τον ανώνυμο λογαριασμό της δε, μπορεί κανείς να προβεί σε αναλήψεις μετρητών χρημάτων ή σε αγορές, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος.

Βέβαια, η κατοχή μίας offshore δεν σημαίνει αυτόματα πως ο ιδιοκτήτης της φοροδιαφεύγει – αφού συνήθως εξυπηρετεί στη βελτιστοποίηση των φορολογικών του επιβαρύνσεων, έτσι όπως αυτή επιτρέπεται από τους νόμους. Άλλωστε, εάν τα κράτη δεν ήθελαν να υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες, θα τις είχαν απαγορεύσει – κάτι που φυσικά δεν το κάνουν, επειδή οι πολιτικοί, καθώς επίσης οι επιχειρηματίες που τους χρηματοδοτούν, έχουν οι ίδιοι ανάγκη και χρησιμοποιούν αυτού του είδους τις «διευκολύνσεις».

Όσον αφορά τώρα τους μεγάλους ομίλους, όπως η Apple, η Starbucks, η Amazon κλπ, διαθέτουν ένα ολόκληρο δίκτυο τέτοιου είδους εταιρειών, μέσω του οποίου μεταφέρουν δισεκατομμύρια κέρδη και κεφάλαια, έτσι ώστε να μην πληρώνουν καθόλου φόρους – ενώ οι τρόποι που χρησιμοποιούν περιγράφονται σε ένα ανάλογο άρθρο μας .

Το γεγονός αυτό σημαίνει δυστυχώς ότι, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς επίσης τα αντίστοιχα νοικοκυριά, καλούνται να αναπληρώσουν τους διαφυγόντες φόρους – με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι φορολογικοί συντελεστές τους, να μειώνονται οι συντάξεις τους και να περιορίζεται το κοινωνικό κράτος.

Την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις απαιτούν φορολογική συνείδηση από τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα ή τις γνώσεις για να χρησιμοποιήσουν τέτοιου είδους τεχνάσματα – ενώ παράλληλα ελέγχουν αυστηρά τα σουβλατζίδικα και τα υπόλοιπα δύστυχα φορολογικά υποζύγια, κατηγορώντας τα για φοροδιαφυγή, χωρίς φυσικά να ψηφίζουν νόμους που θα εμπόδιζαν την αποφυγή της φορολογίας από τους εισοδηματικά ισχυρούς.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει επίσης με εκείνες τις μικρές χώρες, οι οποίες δεν διαθέτουν τέτοιου είδους παραδείσους ή/και χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές του ύψους αυτών της Κύπρου, της Λετονίας ή της Ιρλανδίας – πόσο μάλλον μηδενικούς, όπως το Λιχτενστάιν ή το Μονακό, το οποίο λέγεται πως βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο των ερευνητών δημοσιογράφων της ICIJ που έφερε στο φως το σκάνδαλο του Παναμά. Εντός της Ευρωζώνης πάντως υπάρχουν πολλές χώρες που εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που τους παρέχει η φορολογική νομοθεσία – κυρίως η Ολλανδία, η βασίλισσα της φοροδιαφυγής, το Λουξεμβούργο και η Γερμανία .


Το μέγεθος της αγοράς και οι μέθοδοι των υπεράκτιων εταιρειών

Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται το ελάχιστο (σκούρο μπλε) και μέγιστο (ανοιχτό) ύψος των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε φορολογικούς παραδείσους ανά τον πλανήτη, σε τρισεκατομμύρια δολάρια – καθώς επίσης η εξέλιξη τους, από το 2004 έως το 2010 (σήμερα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα). Είναι περίπου ίσα με το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ – ένα μέγεθος κυριολεκτικά εξωπραγματικό, εάν σκεφθεί κανείς ότι ένα μεγάλο μέρος τους τοποθετείται μοχλευμένο, πολλαπλασιασμένο τεχνητά δηλαδή στα διεθνή χρηματιστήρια, παράγοντας τεράστια κέρδη.



Συνεχίζοντας, εάν αγοράσει κανείς μέσω του διαδικτύου μία offshore στις Σεϋχέλλες με έναν ανώνυμο λογαριασμό στη Λετονία ή στην Κύπρο, χωρίς διευθυντή και μετόχους, κοστίζει περίπου 1.150 € με ανανέωση 690 € ετήσια - ενώ θα διαπιστώσει από τον αύξοντα αριθμό της εταιρείας του πως στις Σεϋχέλλες, με πληθυσμό μόλις 90.000 ανθρώπους, είναι καταχωρημένες πάνω από 125.000 offshore.

Τα ιδρυτικά έγγραφα στέλνονται ταχυδρομικά, συμπληρώνονται από τον ιδιοκτήτη και επιστρέφονται στο μεσάζοντα – ενώ μετά από ελάχιστες ημέρες λαμβάνεται η επίσημη κατοχύρωση της εταιρείας μέσω της DHL, από την οποία δεν μπορεί κανένας να βρει τον πραγματικό της μέτοχο.

Βέβαια, οι περισσότεροι δεν ιδρύουν τις εταιρείες αυτές διαδικτυακά, αλλά με τη βοήθεια μεγάλων τραπεζών, όπως διαπιστώθηκε από την υπόθεση του Παναμά – οι οποίες διαχειρίζονται τα καταπιστεύματα, τα ιδρύματα και γενικότερα τις offshore εκείνων των πλουσίων πελατών τους, η περιουσία των οποίων υπερβαίνει πάντοτε το 1 εκ. $, αφού διαφορετικά δεν τις συμφέρει.

Ο κίνδυνος εν προκειμένω επικεντρώνεται στους εκάστοτε διαχειριστές – οι οποίοι κάποιες φορές, όταν συγκρούονται με την τράπεζα/εργοδότη τους, υποκλέπτουν τα εσωτερικά στοιχεία των πελατών, στέλνοντας τα στις κρατικές υπηρεσίες ή στα Wikileaks. Όλοι γνωρίζουν τις υποθέσεις με τα κλεμμένα CD στη Γερμανία, τις λίστες της HSBC που δόθηκαν στην Ελλάδα κοκ. – γεγονότα που έχουν οδηγήσει στην απομάκρυνση πολλών πλουσίων από την Ελβετία, από το Λιχτενστάιν και το Λουξεμβούργο, με προορισμό τη Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ κοκ.

Περαιτέρω, οι φοροφυγάδες με μεγάλους μαύρους λογαριασμούς επιλέγουν τα ιδρύματα – τα τραστ όπως συνήθως ονομάζονται. Τα τραστ αυτά ιδρύουν με τη σειρά τους νέα ή συμμετέχουν σε εταιρείες ταχυδρομικής θυρίδας – με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αδιαπέραστο πλέγμα συμμετοχών, το οποίο είναι αδύνατον να ερευνήσει κανείς. Αυτό που θεωρείται εν προκειμένω μεγάλο πρόβλημα είναι η μεταφορά των χρημάτων σε αυτά τα τραστ – τα οποία είτε καταθέτονται ως ίδια κεφάλαια τους, είτε επενδύονται σε ακίνητα, σε μετοχές κοκ.

Για τη μεταφορά χρησιμοποιούνται εξειδικευμένες τράπεζες, δήθεν χρηματιστηριακοί σύμβουλοι, δικηγόροι ή άλλου είδους μεσάζοντες και συχνοί ταξιδιώτες – ενώ είναι εφικτή ακόμη και όταν υπάρχουν έλεγχοι στη διακίνηση των κεφαλαίων, παράνομα ή νομότυπα μέσω ναυτιλιακών και άλλων εταιρειών που έχουν διεθνή παρουσία και γραφεία στην εκάστοτε χώρα, με δαπάνες εγχωρίου προσωπικού κοκ.

Τέλος, για τέτοιου είδους «κατασκευές» υπάρχει ένας καταμερισμός εργασίας μεταξύ του «οικογενειακού γραφείου» (Family Office), το οποίο διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία, καθώς επίσης των δικηγόρων ή των άλλων εξωτερικών συνεργατών – όπου, όταν το «οικογενειακό γραφείο» καθορίζει τη στρατηγική, οι τράπεζες ανήκουν στους συνεργάτες του, οι οποίοι την εφαρμόζουν στην πράξη.

Η CPI και η ICIJ

Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνονται ορισμένοι φορολογικοί παράδεισοι εκτός Ευρώπης ανά τον πλανήτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, πρέπει κανείς να ταξιδέψει σε οποιονδήποτε από αυτούς για να ιδρύσει μία offshore ή για να μεταφέρει χρήματα – αφού έχουν γραφεία σε πολλές χώρες, κυρίως στη Γενεύη, στο Λονδίνο, στην Ολλανδία και αλλού, καθώς επίσης τοπικούς αντιπροσώπους σε πολλά άλλα κράτη, οι οποίοι υπόσχονται πλήρη εχεμύθεια και φυσικά δεν διαφημίζονται για να μην κινήσουν την προσοχή των Αρχών.




Περαιτέρω, όσο πιο πολλοί συμμετέχουν στη διαδικασία, τόσο πιο επικίνδυνο είναι να αποκαλυφθεί – ειδικά μετά την ίδρυση της ICIJ το 1997, ένα εγχείρημα του κέντρου δημόσιας ακεραιότητας (Center for Public Integrity – CPI), το οποίο όμως φαίνεται να αποφεύγει το μεγαλύτερο φορολογικό παράδεισο των Η.Π.Α. (Delaware), για λόγους που μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς.

Το CPI είναι ένας κοινωφελής οργανισμός στις Η.Π.Α., ο οποίος έχει ως αντικείμενο την καταπολέμηση της κατάχρησης εξουσίας, της διαφθοράς, καθώς επίσης της παράβασης καθήκοντος εκ μέρους των ισχυρών δημοσίων και ιδιωτικών Θεσμών – ενώ είναι γνωστός από την πολυετή σύγκρουση του με τα λόμπι της βιομηχανίας καπνού, όπου έδωσε πολλά κρυφά έγγραφα των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στη δημοσιότητα.

Ο οργανισμός χρηματοδοτείται από μία σειρά ιδρυμάτων (!), μεταξύ των οποίων τα «Knight Foundation» και «Ford Foundation» – ενώ ο G. Soros του δώρισε συνολικά πάνω από 1 εκ. $ από το 2000 έως το 2002. Με την ίδρυση της ICIJ, η οποία αποκάλυψε την υπόθεση του Παναμά εξυπηρετώντας προφανώς άλλες σκοπιμότητες , ο οργανισμός ήθελε να επεκτείνει τις δραστηριότητες του σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τη βοήθεια των ερευνητών δημοσιογράφων  – ενώ στο κλειστό αυτό κλαμπ μπορεί να γίνει κανείς μέλος, μόνο μετά από ειδική πρόσκληση του.

Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ICIJ είναι το ονομαζόμενο «Offshore Leak» από το 2013, όπου δόθηκαν στη δημοσιότητα 130.000 λογαριασμοί υπεράκτιων εταιρειών από 170 χώρες (προηγούμενο γράφημα) – ενώ έλαβαν μέρος 100 δημοσιογράφοι από 60 περίπου κράτη . Σε σχέση με την Ελλάδα βρέθηκαν 130 εταιρείες, εκ των οποίων μόνο οι 4 ήταν γνωστές στο δημόσιο.

Λέγεται δε πως συνολικά υπάρχουν 6.500 Offshore εταιρίες που έχουν σχέση με τη χώρα μας – ενώ μέσω αυτών το κράτος χάνει ετήσια 6 δις € φόρους (πάνω από δύο ΕΝΦΙΑ). Μέρος του δικτύου προώθησης εγγράφων της ICIJ είναι η ελληνική εφημερίδα «Τα Νέα» , η οποία ανήκει στο δημοσιογραφικό οργανισμό ΔΟΛ – ο βασικός μέτοχος του οποίου ερευνάται από την κυβέρνηση, ενώ φέρεται να είναι ιδιοκτήτης κάποιας Offshore .

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας υπενθυμίζουμε πως όταν τα κράτη υπερχρεώνονται ή πτωχεύουν, οι Πολίτες τους ενοχοποιούν συνήθως την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, εγκαλώντας την για ανεπάρκεια, για ανικανότητα και για διαφθορά – ενώ οι διαμαρτυρίες τους μετατρέπονται σε όπλο της αντιπολίτευσης, η οποία προσπαθεί με τη βοήθεια του να ανέλθει στην εξουσία: για να «ηρεμήσουν τα πλήθη» και να επαναληφθεί το έργο, με άλλους ηθοποιούς.

Συχνά οι Πολίτες δεν κατανοούν, επειδή δεν ενημερώνονται σωστά και αντικειμενικά, πως οι βασικοί υπεύθυνοι, οι οποίοι βέβαια «υπηρετούνται έμμισθα» τόσο από την εθνική, όσο και από τη διεθνή πολιτική, είναι αφενός μεν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφετέρου οι πολυεθνικές επιχειρήσεις – οι οποίες, με τη μέθοδο της νόμιμης φοροδιαφυγής, μειώνουν τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου σε επικίνδυνο βαθμό, χρεοκοπούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυξάνουν την ανεργία και οδηγούν τα κράτη σε αδιέξοδα. Συχνά πολεμούν επίσης μεταξύ τους, «καρφώνοντας» η μία την άλλη ή τις λιγότερο ισχυρές, με αποκαλύψεις φορολογικών σκανδάλων κοκ.

Στη συνέχεια, στα πιο αδύναμα κράτη, όπως η Ελλάδα, εισβάλλει το ΔΝΤ, στην περίπτωση της Ευρωζώνης μαζί με την ευρωπαϊκή Τρόικα (Κομισιόν, ΕΚΤ, ESM), αποτελειώνοντας την καταστροφή – ένα μέρος της οποίας είναι η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας από τους εντολείς του, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από το χρηματοπιστωτικό τέρας, καθώς επίσης από τα αχόρταγα πολυεθνικά μεγαθήρια.

Υστερόγραφο: Σε σχέση με τη δικηγορική εταιρία «Mossack-Fonseca» του Παναμά, από την οποία «κλάπηκαν» τα δεδομένα των πελατών της, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ο πατέρας του ενός ιδρυτή, ο Ε. Mossack, ήταν κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου στρατιώτης των SS – μέλος της πλέον αιμοχαρούς ομάδας «Νεκροκεφαλές», από τους οποίους προέρχονταν οι ομάδες περιφρούρησης των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, μεταξύ των οποίων του Άουσβιτς.

Ο «κύριος» αυτός μετανάστευσε το 1948 μαζί με την οικογένεια του στον Παναμά – όπου ο γιός του και συνιδρυτής της δικηγορικής εταιρείας εργαζόταν για τη CIA, σύμφωνα με τους Times του Ισραήλ . Εύλογα λοιπόν υποθέτει κανείς ότι, πίσω από το σκάνδαλο ευρίσκονται οι μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. – πολύ περισσότερο αφού δεν βρέθηκαν σημαντικοί αμερικανοί στα δεδομένα της εταιρίας .


πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου