Σε διαχωρισμό των αποφάσεων από τα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια προχώρησε με απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Όπως αποφάνθηκε τυχόν αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης κάποιου κατηγορούμενου, δεν οδηγεί αυτόματα και σε απαλλαγή από όποια αστική ευθύνη η οποία τον βαρύνει.
Ανεξαρτήτως δηλαδή της απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια, η απόφαση των αστικών ευθυνών και διεκδικήσεων αποζημίωσης από τον κατηγορούμενο εναπόκειται αποκλειστικά στην κρίση των πολιτικών δικαστηρίων. Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν καθιερώνεται «δεδικασμένο» (δέσμευση) στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου.
Αυτό ισχύει, μάλιστα, όπως αναφέρεται, ακόμα και όταν είναι ίδια τα πραγματικά περιστατικά, ανεξάρτητα από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως. Δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής, πολιτική, δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της Ολομέλειας του ανωτάτου δικαστηρίου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων αποδεικτικών προϋποθέσεων, που δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, επομένως, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής.
Το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του.
Στο σχετικό σκεπτικό των ανώτατων δικαστών, όσον αφορά και την «αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής)» τονίζονται τα εξής:
– Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ’ εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση.
– Πρέπει, επιπλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως.
– Το πολιτικό δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. Fleschner κατά Γερμανίας).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση φορά σε αντιδικία μεταξύ δύο εταίρων (διαδίκων) που σύστησαν μεταξύ τους ομόρρυθμη εταιρεία, σκοπός της εταιρείας ήταν η μελέτη, κατασκευή και επίβλεψη ιδιωτικών τεχνικών έργων και η κατασκευή και επίβλεψη δημόσιων τεχνικών έργων. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφαση 04/2020) απέρριψε εν μέρει (κατά το πρώτο σκέλος της) την αίτηση αναίρεσης εφετειακής απόφασης (του Τριμελούς Εφετείου Πατρών) και ανέπεμψε την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου προς έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου