ΑΡΘΡΟ-ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΗ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΣΑΦΩΣ ΟΤΙ ΤΟ ΔΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΩΝ ΔΕΝ ΕΛΑΒΕ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙ ΣΥΖΗΤΗΘΗΚΕ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΟΙ ΧΕΙΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΜΕΤΕΙΧΕ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ !!!
Το Υπ.Δικαιοσύνης και η κυβέρνηση όπως φαίνεται βιάζονται πολύ για να καθαρίσει τους δανειολήπτες του Νόμου Κατσέλη(και όχι μόνο), κάτι που είναι σαφώς απαίτηση δανειστών-τραπεζών. Ενώ δεν είναι τυχαία όσα έχουν συμβεί στην ΕΔΕ το τελευταίο διάστημα, σε χρόνο δηλαδή που θέλουν να τρέξουν παράλληλα "μεταρρυθμίσεις" στην Δικαιοσύνη....που όμως ευτυχώς καταγγέλλουν οι ίδιοι οι ΔΙΚΑΣΤΕΣ !!!
Διαβάστε τι καταγγέλλει ο εφέτης:
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ - ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ
Η ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3869/2010
Της Ακριβής Ερμίδου,
Ειρηνοδίκη Α΄Αθηνών
Επίκειται εντός των αμέσως επομένων ημερών να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο Νόμου, που περιέχει διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζεται η επιτάχυνση εκδίκασης εκκρεμών δικών του ν. 3869/2010 .
Ειδικότερα, για τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις είχε συσταθεί με την ΥΑ 93724/φ.335/19.12.2019 Ομάδα Εργασίας με αντικείμενο τη μελέτη και την πρόταση λύσεων επί του δικονομικού πλαισίου εκδίκασης των διαφορών του ν. 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις» και την εναρμόνιση προς στις επιταγές της παρ.1 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για την εύλογη διάρκεια της δίκης και την αποτελεσματικότητα της έννομης προστασίας. Μετά την συγκρότησή της, υπό την προεδρία του καθηγητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Παναγιώτη Γιαννόπουλου, και στην οποία η γράφουσα συμμετείχε με την ιδιότητα της εκπροσώπου της ΕΔΕ , που ορίσθηκε από το Προεδρείο της και απολάμβανε της εμπιστοσύνης του, η Ομάδα Εργασίας, κατόπιν πολυάριθμων και πολύωρων συνεδριάσεων, αφού επεξεργάσθηκε τα διαθέσιμα στατιστικά του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα έτη 2018, 2019 σε σχέση με τις υποθέσεις του Ν. 3869/2010 και κάλεσε προς ακρόαση αρμόδιους φορείς και Υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων τις διοικήσεις των Ειρηνοδικείων Αθηνών και Πειραιώς ,συνέταξε πόρισμα που κατέθεσε στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης .
Σύμφωνα με το παραπάνω πόρισμα η αναμόρφωση του ουσιαστικού πλαισίου παροχής προστασίας σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά, έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικών παρεμβάσεων με τους Ν. 4161/2013, 4366/2016, 4384/2016, 4549/2018, 4336/2015 κ.α. και κατά συνέπεια η αποσυμφόρηση των επιβαρυμένων Ειρηνοδικείων θα έπρεπε να υλοποιηθεί μέσω στοχευμένων δικονομικών μέτρων που θα αφορούν αποκλειστικά τις αιτήσεις που είναι εκκρεμείς πέραν ορισμένης ημερομηνίας δικασίμου και με γνώμονα την παροχή επαρκούς χρονικού περιθωρίου σε όλους τους ενδιαφερόμενους (ειρηνοδίκες, δικηγόροι, δανειολήπτες, πιστωτικά ιδρύματα, λοιποί πιστωτές) για την προετοιμασία τους.
Κατά τις εργασίες της Ομάδας επιχειρήσαμε, σε πρώτο επίπεδο, να αναδείξουμε την πλήρη ανταπόκριση των Ειρηνοδικών στην εφαρμογή του Ν. 3869/2010, και επιπλέον, να συμβάλλουμε στον εντοπισμό των αιτίων που προκάλεσαν την υπερφόρτωση συγκεκριμένων Ειρηνοδικείων, κυρίως της περιφέρειας Αττικής, που είχε σαν συνέπεια τον προσδιορισμό μεγάλου αριθμού υποθέσεων του Ν. 3869/2010 σε δικασίμους μετά την 1.1.2021, ακόμη και πέραν του έτους 2030. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία προέκυπτε ότι τα περισσότερα Ειρηνοδικεία είχαν εναρμονίσει τον Κανονισμό Λειτουργίας τους στο ν. 4336/2015, είχαν προβεί σε επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων που εκκρεμούσαν μετά την 31.12.2018 εντός των ορίων των δυνατοτήτων τους σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή ,με συνέπεια την υπερχρέωση των Ειρηνοδικών, αφού στην πλειοψηφία τους οι συνάδελφοι, είτε υπηρετούν σε ειδικό τμήμα υπερχρεωμένων είτε όχι, κατά μέσον όρο, χρεώνονται περισσότερες από 180 υποθέσεις (αμιγώς υπερχρεωμένων είτε συνολικά με τις λοιπές διαδικασίες). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ειρηνοδικείου Νικαίας, στο οποίο κάθε δικαστής χρεώνεται κατά μέσο όρο 250 υποθέσεις ανά έτος. Έτσι, λοιπόν, συνάγονταν, εξ αρχής, το συμπέρασμα ότι υφίσταται διοικητική αδυναμία για διαχείριση των ανωτέρω υποθέσεων, η οποία οφείλονταν – κατά την γνώμη μας -αφενός μεν στην έλλειψη δικαστών (λόγω της μη ορθολογικής κατανομής των οργανικών θέσεων σε σχέση με τις εισερχόμενες στο δικαστήριο υποθέσεις , είτε λόγω αναρρωτικών αδειών κοκ), καθώς και στην έλλειψη της κατάλληλης γραμματειακής υποστήριξης, αφετέρου, δε, και κυρίως, στον ιδιαίτερα μεγάλο όγκο των εισερχομένων υποθέσεων των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων κατά τα τελευταία έτη, γεγονός που αυτονόητα συνεπαγόταν ότι η όποια λύση προκρινόταν για την εκδίκαση των συγκεκριμένων υποθέσεων, θα έπρεπε να λάβει υπόψη της τον ανθρώπινο παράγοντα.
Προς το σκοπό αυτό έθεσα υπόψη της Ομάδας Εργασίας την ανάγκη : α) άμεσης κάλυψης των κενών οργανικών θέσεων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, όπως έχουν προκύψει στις 30.6.2019, β)εξέτασης του ζητήματος της ανακατανομής των οργανικών θέσεων των Ειρηνοδικών ώστε να επέλθει εξορθολογισμός και να ενισχυθούν τα Ειρηνοδικεία στα οποία κυρίως παρατηρείται δυσαναλογία των εισερχομένων υποθέσεων με τις ήδη υφιστάμενες οργανικές θέσεις (σχετικό το υπ΄αριθμ. πρωτ. 1585/2019 αναλυτικό έγγραφο Ειρηνοδικείου Κρωπίας), γ) εναρμόνισης του Κανονισμού Λειτουργίας σε όποιο Ειρηνοδικείο δεν έχει γίνει ακόμη, με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό των ανωτέρω υποθέσεων σε συντομότερες δικασίμους καθώς και δ) εξισορρόπησης της χρέωσης των υπηρετούντων σ΄ αυτά Ειρηνοδικών σε αριθμό λογικό μεν, ανάλογο, όμως, του αριθμού των υπηρετούντων .
Ωστόσο, και ανεξάρτητα από τους λόγους που οδήγησαν στην υπερφόρτωση των πινακίων, κυρίως της περιφέρειας Αθηνών και Πειραιώς, διαπιστώθηκε, επιπλέον, ότι με τα διαθέσιμα δεδομένα, ήταν αδύνατη η εκκαθάριση των εκκρεμών αιτήσεων του Ν. 3869/2010 σε χρόνους σύμφωνους με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ .Ετσι λοιπόν η Ομάδα Εργασίας προέβη στην διατύπωση μέτρων που, σαν κύρια βάση τους, έθεσαν την ανάγκη επίσπευσης των εκκρεμών υποθέσεων με επιμέλεια του αιτούντος καθώς και την απλοποίηση και τον εξορθολογισμό του δικονομικού πλαισίου εισαγωγής των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 προς συζήτηση, με την υιοθέτηση συστήματος ανάλογου με το επιτυχημένο δικονομικό πρότυπο της νέας τακτικής διαδικασίας αλλά και της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών.
Στην κατεύθυνση αυτή, ωστόσο, έπρεπε να αντιμετωπισθεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος τα Ειρηνοδικεία να βρεθούν μπροστά σε μια νέα επιβάρυνση των πινακίων από το νέο αυτό επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων. Για τον λόγο αυτό, και ύστερα από αναλυτική και διεξοδική -εκ μέρους μας -ανάδειξη των ανεπιθύμητων συνεπειών , προτείναμε κατ΄αρχήν και έγινε αποδεκτό από τα μέλη της Ομάδας Εργασίας ότι η διαδικασία του επαναπροσδιορισμού πρέπει να γίνει από τα ίδια τα Ειρηνοδικεία στα οποία εκκρεμούσαν οι εν λόγω υποθέσεις ,αποκλείοντας την διερεύνηση της δυνατότητας ίδρυσης Υπερειρηνοδικείων, αποκλειστικά, για τις δίκες του ν. 3869/2010, όπως, ατυχώς, είχε προταθεί από θεσμικό φορέα, αλλά και άλλων λύσεων, που ενδεχομένως επηρέαζαν την υπηρεσιακή κατάσταση συναδέλφων. Περαιτέρω, όμως, για να αποφευχθεί και ο κίνδυνος της νέας επιβάρυνσης των Ειρηνοδικών που μέχρι τότε είχαν επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια στον επαναπροσδιορισμό και εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων, θεωρήσαμε ως ορθή λύση την υιοθέτηση ως πλασματικής ημερομηνίας συζήτησης, της ημερομηνίας κλεισίματος της δικογραφίας (κατάθεση προσθήκης).[1] Με το προτεινόμενο αυτό σύστημα, η υπόθεση λογίζεται συζητηθείσα κατά την εκπνοή της ημερομηνίας κατάθεσης των προσθηκών των διαδίκων, χωρίς να συγχέεται με την ημερομηνία χρέωσης της υπόθεσης στον Δικαστή, ενώ στη συνέχεια, και μετά το κλείσιμο της δικογραφίας, η υπόθεση θα διαβιβάζεται στον Προϊστάμενο του αντίστοιχου Ειρηνοδικείου, ο οποίος θα προβαίνει στη χρέωση της υπόθεσης σε Δικαστή, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό του οικείου Δικαστηρίου. Έτσι, λοιπόν, επιτυγχάνεται διττός στόχος. Αφενός, δεν παρακάμπτεται ο Κανονισμός των Δικαστηρίων και αφετέρου η προθεσμία για την έκδοση απόφασης συνδέεται με την χρέωση στο Δικαστή και όχι με την πλασματική συζήτησή της.
Τέλος, ή Ομάδα εργασίας πρότεινε, χάριν της πρόληψης αδικιών, την προσωρινή αναστολή της ισχύος του άρθρου 91 § 2 αναφορικά με τις υποθέσεις του Ν. 3869/2010 για διάστημα μιας διετίας, ώστε να υπάρχει επαρκές χρονικό περιθώριο στους δικαστικούς λειτουργούς για την έκδοση των αποφάσεων, ενώ σημαντική προϋπόθεση όλων των ανωτέρω ρυθμίσεων κρίθηκε ι / η ενίσχυση των Ειρηνοδικείων σε ανθρώπινο δυναμικό, με την άμεση κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων και την τοποθέτηση τουλάχιστον 60 Ειρηνοδικών σε βάθος τριετίας στα Ειρηνοδικεία των πληττόμενων περιφερειών ιι/ η επιμόρφωση τόσο των υπηρετούντων Ειρηνοδικών όσο και εκείνων που θα προσληφθούν κατά το διάστημα 2020-2022. Προς τον σκοπό αυτό μάλιστα η Ομάδα Εργασίας εισηγήθηκε να γίνει χρήση της πρόβλεψης του άρθρου 38 Ν. 3689/2008 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4587/2018) με τη διοργάνωση τοπικού επιμορφωτικού προγράμματος στο Εφετείο Αθηνών. Ειδικά στην περίπτωση της επιμόρφωσης των νέων Ειρηνοδικών, ενδείκνυται επιπλέον η συμπλήρωση της ύλης του προγράμματος επιμόρφωσης με συνεδρίες σχετικές με την επεξεργασία δικογραφιών Ν. 3869/2010, τη συγγραφή αποφάσεων και τη διανομή σχεδίων αποφάσεων .
Με το ανωτέρω προτεινόμενο πόρισμα, συνεπώς: α) αναδείξαμε την επιτυχή διαχείριση του όγκου των αιτήσεων του ν. 3869/2010 τα προηγούμενα χρόνια εφαρμογής του, έτσι ώστε, να γίνει αντιληπτό στην κοινωνία ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ειρηνοδικείων ανταπεξήλθε στο δύσκολο έργο που μας ανέθεσε η Πολιτεία, β) αναλύσαμε διεξοδικά, τα αίτια υπάρξεως εκκρεμών αιτήσεων, γ) προτείναμε την υιοθέτηση σύγχρονων δικονομικών λύσεων εκδίκασής τους, με βάση τη νέα τακτική διαδικασία, που με βάση την προηγούμενη εμπειρία μας στην επιτροπή αξιολόγησης του ν. 4335/2015, έχει κριθεί, ως απολύτως επιτυχημένη στα Ειρηνοδικεία, αλλά και την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών, την οποία, ήδη, επίσης, επιτυχημένα εφαρμόζουμε, δ) αποτρέψαμε λύσεις αποσπασματικές με βάση την συγκυρία και την υιοθέτηση των Κανονισμών των Ειρηνοδικείων, ως δικλείδα ασφαλείας εκδίκασης των εκκρεμών αιτήσεων του ν. 3869/2010, αλλά, ε) και την ανάγκη ενίσχυσης σε ανθρώπινο δυναμικό, προκειμένου να εκκαθαριστούν οι εν λογω εκκρεμείς δίκες σε χρόνο που θα εναρμονίζεται με τις επιταγές του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Κλείνοντας την παρούσα ενημέρωση, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι επιθέσεις στο πρόσωπό μου εν όψει των επερχομένων αρχαιρεσιών της ΕΔΕ, κρίνονται τουλάχιστον κατά την δική μου άποψη, ανεπιτυχείς και άστοχες λαμβανομένου υπόψη ότι κατά την 4ετή θητεία μου ως μέλος του Προεδρείου της ΕΔΕ, ενήργησα πάντα θεσμικά και προς το όφελος των συναδέλφων μου. Κατά συνέπεια δεν θα ακολουθήσω πρακτικές φτηνού συνδικαλιστικού ύφους που δεν με αντιπροσωπεύουν.
[1] (Απόσπασμα του πορίσματος) Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ [ΕΔΔΑ, 29.5.1986, Deumeland v. Germany, 9384/ 81, § 90∙ ΕΔΔΑ, 12.10.1992, Boddaert v. Belgium, 12919/ 87, § 39∙ Jussila v. Finland, § 42] η διενέργεια προφορικής ακροαματικής διαδικασίας στην πρωτοβάθμια πολιτική δίκη δεν ανάγεται σε εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη συμμόρφωση των κρατών μελών στις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, αλλά επιβάλλεται να συνεκτιμώνται πάντοτε οι παράμετροι της οικονομίας της δίκης και της αρχής της αναλογικότητας. Καταλείπεται δε, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών νομοθεσιών να προβλέψουν τη μόνον κατ’ εξαίρεση διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν η γενικευμένη πρόβλεψη ακροαματικής διαδικασίας θα αποτελούσε τελικά εμπόδιο στην επιταγή του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ για εύλογη διάρκεια της δίκης [ΕΔΔΑ, 24.6.1993, Schuler-Zgraggen v. Switzerland, 24.6.1993 § 58]. Αυτό που είναι κρίσιμο κατά το ΕΔΔΑ για την κατάφαση του «εξαιρετικού χαρακτήρα» των περιστάσεων, αποτελεί η τη φύση της διαφοράς και όχι η συχνότητα με την οποία ανακύπτει, οπότε ο αποκλεισμός της προφορικότητας δεν είναι αναγκαίο να περιορίζεται μόνον σε «σπάνιες» περιπτώσεις [ΕΔΔΑ, 21.2.1990, Hakanson, Sturresson v. Sweden, § 64]∙ το στοιχείο αυτό συντρέχει π.χ. όταν δεν υφίστανται ιδιαίτερες αμφισβητήσεις για το πραγματολογικό μέρος της υπόθεσης και το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποφανθεί με ασφάλεια με βάση τις προτάσεις των διαδίκων και τα εγγράφως αποτυπούμενα αποδεικτικά μέσα ΕΔΔΑ, 12.11.2002, Dory v. Sweden, 28394/95, § 37∙ ΕΔΔΑ 25.11.2003, Prusiheimo v. Finland, 57795/00, σ. 7∙ Jussila v. Finland, § 41; Suhadolc v. Slovenia (dec.), σ. 13∙ Grande Stevens and Others v. Italy, 8640/10 18647/ 10 18663/10, § 119]. Κατά τη γνώμη της Ομάδας Εργασίας, η εγκατάλειψη της υποχρεωτικής προφορικής συζήτησης των αιτήσεων του Ν. 3869/2010 δεν αντιμετωπίζει προβλήματα συνταγματικότητας δεδομένου ότι κατά τη γνώμη που φαίνεται να επικρατεί πλέον στην επιστήμη [Μακρίδου, Πορίσματα, 42ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, 2017, σ. 440∙ Αθ. Πανταζόπουλος, Η Αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, 2009, σ. 479 επ., κατά τους οποίους η προφορικότητα δεν πρέπει να συνδέεται με τη δημο-σιότητα. Πρβλ. ακόμη Απαλαγάκη, Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη. Έννοια, περιεχόμενο, εκφάνσεις, 1989, σ. 42 επ. (σύμφωνα με την οποία υπό το πρίσμα του άρθρου 20 Σ, δεν δεσμεύεται ο νομοθέτης για την προφορική διεξαγωγή της δίκης). Προς στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν και τα πορίσματα της πρόσφατης Ημερίδας της Ολομελείας των Δικηγορικών Συλλόγων της 14.11.2019, όπου και διατυπώθηκε εισήγηση για την κατάργηση της προφορικής συζήτησης στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας και να λογίζεται η δικογραφία κλειόμενη και η υπόθεση συζητηθείσα ευθύς μετά την κατάθεση των προτάσεων [βλ. την πρόταση αυτή αναλυθείσα και παλαιότερα σε Καλαβρό, 45 χρόνια εφαρμογής του ΚΠολΔ -Παρελθόν, παρόν, μέλλον- Γενικό Μέρος, ΕλλΔνη 2012. 1 επ].
Το Υπ.Δικαιοσύνης και η κυβέρνηση όπως φαίνεται βιάζονται πολύ για να καθαρίσει τους δανειολήπτες του Νόμου Κατσέλη(και όχι μόνο), κάτι που είναι σαφώς απαίτηση δανειστών-τραπεζών. Ενώ δεν είναι τυχαία όσα έχουν συμβεί στην ΕΔΕ το τελευταίο διάστημα, σε χρόνο δηλαδή που θέλουν να τρέξουν παράλληλα "μεταρρυθμίσεις" στην Δικαιοσύνη....που όμως ευτυχώς καταγγέλλουν οι ίδιοι οι ΔΙΚΑΣΤΕΣ !!!
Διαβάστε τι καταγγέλλει ο εφέτης:
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ - ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ
Του Παναγιώτη Λυμπερόπουλου
Εφέτης
Σε αρθρογραφία της στον ηλεκτρονικό τύπο πριν λίγες ημέρες (dikastis.blogspot.com/8.7.2020, dikastiko.gr/9.7.2020) Συνάδελφος Ειρηνοδίκης, παρουσίασε σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σύμφωνα με το οποίο επέρχονται σημαντικές αλλαγές στην διαδικασία του ν.3869/2010. Στο ίδιο άρθρο παρατίθεται σχεδόν όλο το περιεχόμενο των ρυθμίσεων, ενώ σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυκλοφόρησε το σύνολό τους.
Η έκπληξη, που προκλήθηκε, δεν αφορά μόνον σε ορισμένες εκ των ρυθμίσεων, αλλά και στο γεγονός, ότι σε αυτές φαίνεται, ότι συνέπραξαν, άνευ αντιρρήσεων, εκπρόσωποι του Δικαστικού Σώματος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ αρ. 93724/Φ.35/19.12.2019 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ τ.Υ.Ο.Δ.Δ. 1102/27.12.2019), συστάθηκε Ομάδα Εργασίας, προκειμένου να εκπονήσει μελέτη, που αποτέλεσε τη βάση για τις ρυθμίσεις του ανωτέρω σχεδίου νόμου. Στην Ομάδα αυτή εκπροσωπήθηκε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων από την Ειρηνοδίκη κ. Α.Ερμίδου, τότε Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης της Ένωσης και το Ειρηνοδικείο Αθηνών από τους Ειρηνοδίκες κ.κ. Β.Φούρκα και Γ.Δελή. Η Ομάδα εργασίας φαίνεται να ολοκληρώνει τις εργασίες της τον Απρίλιο τ.ε., πλην όμως το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης ουδέποτε πληροφορήθηκε από τους ανωτέρω εκπροσώπους μας τις εργασίες της Ομάδας, ουδέποτε ετέθη υπόψη του η μελέτη και το επίμαχο σχέδιο νόμου, ώστε να γίνει η απαραίτητη διαβούλευση και ουδέποτε οι χειρισμοί των εκπρόσωπων μας έτυχαν της έγκρισης του.
Αν είχαμε λάβει εγκαίρως γνώση του περιεχομένου του πορίσματος και του σχεδίου νόμου, ή έστω κάποιες πληροφορίες για την πορεία των εργασιών της Ομάδας Εργασίας (αλήθεια, η ημερομηνία ολοκλήρωσης του και σύνταξης των σχετικών πορισμάτων συμπίπτει με άλλα γεγονότα που σχετίζονται με τη λειτουργία της ΕνΔΕ;) θα είχαμε εκφέρει δημόσια, όπως η δεοντολογία και η μεθοδολογία της νομοθέτησης με τη συμμετοχή των εμπλεκόμενων φορέων επιβάλλει, τους προβληματισμούς και την διαφωνία μας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης για συγκεκριμένες ρυθμίσεις και οπωσδήποτε θα είχαμε εξοπλίσει τους καλούς συναδέλφους (οι οποίοι εξ όσων γνωρίζω δεν υπηρετούν στο Τμήμα Υπερχρεωμένων) στο έργο τους στην Ομάδα Εργασίας με επιχειρήματα για τα όρια της ορθής νομοθέτησης εντός του πλαισίου, που καθορίζει το Σύνταγμα και ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών.
Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, του οποίου η ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν αμφισβητήθηκε, ούτε από τους μετέχοντες στην Ομάδα Εργασίας συναδέλφους, εμφανίζει τουλάχιστον τρία σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο: η διαδικασία επαναπροσδιορισμού δεν προβλέπει συζήτηση σε δημόσια συνεδρίαση. Η συγκεκριμένη παράλειψη συνιστά ευθεία παραβίαση του Συντάγματος και συγκεκριμένα του άρθρου 93 παρ.2 το οποίο επιβάλει την δημοσιότητα των συνεδριάσεων και τον κατ’ εξαίρεση περιορισμό τους με αυστηρά κριτήρια, που εκφεύγουν του περιεχόμενου του ν.3869/2010. Να θυμίσω ότι η νέα τακτική διαδικασία που καθιερώθηκε με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του 2015 προβλέπει δημόσια συζήτηση των υποθέσεων ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Το δεύτερο: η ασάφεια της ρύθμισης της άρσης του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου του αιτούντος. Η ρύθμιση είναι ελλιπής, διότι δεν λαμβάνει υπόψη της την ειδική νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα και την επεξεργασία τους, ενώ παραμένουν ασαφείς οι ρυθμίσεις για την διαδικασία και το εύρος της πληροφορίας, που θα τίθεται υπόψη των πιστωτών. Το τρίτο : η ρύθμιση περί επαναπροσδιορισμού όλων των εκκρεμουσών υποθέσεων κατά το χρονικό διάστημα από 15.11.2020 έως την 31.3.2021 σε συνδυασμό με την θεσμοθέτηση της υποχρέωσης των Δικαστών να εκδώσουν τις αποφάσεις επ’ αυτών εντός εξαμήνου, δηλαδή έως την 30.9.2021. Η ρύθμιση αυτή είναι εξαιρετικά προβληματική, γιατί θα μετακυλήσει την εκκρεμότητα των αδίκαστων υποθέσεων από τα ράφια της Γραμματείας των Δικαστηρίων στα σπίτια των Δικαστών. Είναι λογικά ανέφικτο στο ανωτέρω χρονικό διάστημα (15.11.2020-30.9.2021), από το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό των Ειρηνοδικείων της Χώρας (έστω και αν δια μαγείας αυξανόταν), να έχουν εκδοθεί 37.000 αποφάσεις σε 37.000 εκκρεμείς υποθέσεις (σύμφωνα με τα στατιστικά του Υπ.Δικαιοσύνης) και εξαιρετικά προβληματικό ως αντίληψη να μετατραπεί το πρόβλημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών σε πρόβλημα εκκρεμότητας των Ειρηνοδικών, που θα τις δικάσουν.
Τα προβλήματα αυτά του σχεδίου νόμου και κάποια ακόμα, που δεν είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να αναλυθούν, θα είχαν αποφευχθεί, αν οι εμπλεκόμενοι εκπρόσωποί μας είχαν τηρήσει την υποχρέωση τους για θεσμική επικοινωνία με τους φορείς που εκπροσωπούσαν. Το γιατί δεν το έπραξαν ας το απαντήσουν οι ίδιοι.
Το κρίσιμο αυτή τη στιγμή, για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, είναι η αναγκαιότητα το Υπουργείο Δικαιοσύνης να προχωρήσει σε αναθεώρηση του ανωτέρω σχεδίου νόμου. Πρέπει να δοθεί χρόνος για διαβούλευση, που θα προφυλάξει την Πολιτεία από μια ακόμα αναποτελεσματική νομοθέτηση και τους Ειρηνοδίκες από την μετακύλιση σε αυτούς δικαστικής ύλης, που σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκε από τις αστοχίες του νομοθέτη και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με άλλα μέσα και οπωσδήποτε με τους θεσμοθετημένους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών.
Για τους λόγους αυτούς ζητώ την αναστολή της νομοθετικής πρωτοβουλίας με το ως άνω περιεχόμενο, προκειμένου να δοθεί χρόνος στην Προσωρινή Διοίκηση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και στο Ειρηνοδικείο Αθηνών για την υποβολή παρατηρήσεων και την ανεύρεση ρεαλιστικών λύσεων.
Πρέπει να καταστεί σαφές, ότι ο Δικαστής δεν μπορεί να είναι η λύση όλων των προβλημάτων σε αυτή τη Χώρα και οπωσδήποτε δεν έχει το μαγικό ραβδί να εξαφανίσει από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων 37.000 εκκρεμείς υποθέσεις μέσα σε λιγότερο από έντεκα μήνες. Αν η Ομάδα Εργασίας δεν υπολόγισε αυτές τις παραμέτρους, ας συνειδητοποιήσει ο Νομοθέτης έστω την ύστατη στιγμή το ατελέσφορο του εγχειρήματος που του προτάθηκε.
Η έκπληξη, που προκλήθηκε, δεν αφορά μόνον σε ορισμένες εκ των ρυθμίσεων, αλλά και στο γεγονός, ότι σε αυτές φαίνεται, ότι συνέπραξαν, άνευ αντιρρήσεων, εκπρόσωποι του Δικαστικού Σώματος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ αρ. 93724/Φ.35/19.12.2019 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ τ.Υ.Ο.Δ.Δ. 1102/27.12.2019), συστάθηκε Ομάδα Εργασίας, προκειμένου να εκπονήσει μελέτη, που αποτέλεσε τη βάση για τις ρυθμίσεις του ανωτέρω σχεδίου νόμου. Στην Ομάδα αυτή εκπροσωπήθηκε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων από την Ειρηνοδίκη κ. Α.Ερμίδου, τότε Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης της Ένωσης και το Ειρηνοδικείο Αθηνών από τους Ειρηνοδίκες κ.κ. Β.Φούρκα και Γ.Δελή. Η Ομάδα εργασίας φαίνεται να ολοκληρώνει τις εργασίες της τον Απρίλιο τ.ε., πλην όμως το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης ουδέποτε πληροφορήθηκε από τους ανωτέρω εκπροσώπους μας τις εργασίες της Ομάδας, ουδέποτε ετέθη υπόψη του η μελέτη και το επίμαχο σχέδιο νόμου, ώστε να γίνει η απαραίτητη διαβούλευση και ουδέποτε οι χειρισμοί των εκπρόσωπων μας έτυχαν της έγκρισης του.
Αν είχαμε λάβει εγκαίρως γνώση του περιεχομένου του πορίσματος και του σχεδίου νόμου, ή έστω κάποιες πληροφορίες για την πορεία των εργασιών της Ομάδας Εργασίας (αλήθεια, η ημερομηνία ολοκλήρωσης του και σύνταξης των σχετικών πορισμάτων συμπίπτει με άλλα γεγονότα που σχετίζονται με τη λειτουργία της ΕνΔΕ;) θα είχαμε εκφέρει δημόσια, όπως η δεοντολογία και η μεθοδολογία της νομοθέτησης με τη συμμετοχή των εμπλεκόμενων φορέων επιβάλλει, τους προβληματισμούς και την διαφωνία μας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης για συγκεκριμένες ρυθμίσεις και οπωσδήποτε θα είχαμε εξοπλίσει τους καλούς συναδέλφους (οι οποίοι εξ όσων γνωρίζω δεν υπηρετούν στο Τμήμα Υπερχρεωμένων) στο έργο τους στην Ομάδα Εργασίας με επιχειρήματα για τα όρια της ορθής νομοθέτησης εντός του πλαισίου, που καθορίζει το Σύνταγμα και ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών.
Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, του οποίου η ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν αμφισβητήθηκε, ούτε από τους μετέχοντες στην Ομάδα Εργασίας συναδέλφους, εμφανίζει τουλάχιστον τρία σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο: η διαδικασία επαναπροσδιορισμού δεν προβλέπει συζήτηση σε δημόσια συνεδρίαση. Η συγκεκριμένη παράλειψη συνιστά ευθεία παραβίαση του Συντάγματος και συγκεκριμένα του άρθρου 93 παρ.2 το οποίο επιβάλει την δημοσιότητα των συνεδριάσεων και τον κατ’ εξαίρεση περιορισμό τους με αυστηρά κριτήρια, που εκφεύγουν του περιεχόμενου του ν.3869/2010. Να θυμίσω ότι η νέα τακτική διαδικασία που καθιερώθηκε με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του 2015 προβλέπει δημόσια συζήτηση των υποθέσεων ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Το δεύτερο: η ασάφεια της ρύθμισης της άρσης του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου του αιτούντος. Η ρύθμιση είναι ελλιπής, διότι δεν λαμβάνει υπόψη της την ειδική νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα και την επεξεργασία τους, ενώ παραμένουν ασαφείς οι ρυθμίσεις για την διαδικασία και το εύρος της πληροφορίας, που θα τίθεται υπόψη των πιστωτών. Το τρίτο : η ρύθμιση περί επαναπροσδιορισμού όλων των εκκρεμουσών υποθέσεων κατά το χρονικό διάστημα από 15.11.2020 έως την 31.3.2021 σε συνδυασμό με την θεσμοθέτηση της υποχρέωσης των Δικαστών να εκδώσουν τις αποφάσεις επ’ αυτών εντός εξαμήνου, δηλαδή έως την 30.9.2021. Η ρύθμιση αυτή είναι εξαιρετικά προβληματική, γιατί θα μετακυλήσει την εκκρεμότητα των αδίκαστων υποθέσεων από τα ράφια της Γραμματείας των Δικαστηρίων στα σπίτια των Δικαστών. Είναι λογικά ανέφικτο στο ανωτέρω χρονικό διάστημα (15.11.2020-30.9.2021), από το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό των Ειρηνοδικείων της Χώρας (έστω και αν δια μαγείας αυξανόταν), να έχουν εκδοθεί 37.000 αποφάσεις σε 37.000 εκκρεμείς υποθέσεις (σύμφωνα με τα στατιστικά του Υπ.Δικαιοσύνης) και εξαιρετικά προβληματικό ως αντίληψη να μετατραπεί το πρόβλημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών σε πρόβλημα εκκρεμότητας των Ειρηνοδικών, που θα τις δικάσουν.
Τα προβλήματα αυτά του σχεδίου νόμου και κάποια ακόμα, που δεν είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να αναλυθούν, θα είχαν αποφευχθεί, αν οι εμπλεκόμενοι εκπρόσωποί μας είχαν τηρήσει την υποχρέωση τους για θεσμική επικοινωνία με τους φορείς που εκπροσωπούσαν. Το γιατί δεν το έπραξαν ας το απαντήσουν οι ίδιοι.
Το κρίσιμο αυτή τη στιγμή, για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, είναι η αναγκαιότητα το Υπουργείο Δικαιοσύνης να προχωρήσει σε αναθεώρηση του ανωτέρω σχεδίου νόμου. Πρέπει να δοθεί χρόνος για διαβούλευση, που θα προφυλάξει την Πολιτεία από μια ακόμα αναποτελεσματική νομοθέτηση και τους Ειρηνοδίκες από την μετακύλιση σε αυτούς δικαστικής ύλης, που σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκε από τις αστοχίες του νομοθέτη και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με άλλα μέσα και οπωσδήποτε με τους θεσμοθετημένους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών.
Για τους λόγους αυτούς ζητώ την αναστολή της νομοθετικής πρωτοβουλίας με το ως άνω περιεχόμενο, προκειμένου να δοθεί χρόνος στην Προσωρινή Διοίκηση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και στο Ειρηνοδικείο Αθηνών για την υποβολή παρατηρήσεων και την ανεύρεση ρεαλιστικών λύσεων.
Πρέπει να καταστεί σαφές, ότι ο Δικαστής δεν μπορεί να είναι η λύση όλων των προβλημάτων σε αυτή τη Χώρα και οπωσδήποτε δεν έχει το μαγικό ραβδί να εξαφανίσει από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων 37.000 εκκρεμείς υποθέσεις μέσα σε λιγότερο από έντεκα μήνες. Αν η Ομάδα Εργασίας δεν υπολόγισε αυτές τις παραμέτρους, ας συνειδητοποιήσει ο Νομοθέτης έστω την ύστατη στιγμή το ατελέσφορο του εγχειρήματος που του προτάθηκε.
Διαβάστε τώρα τι αναφέρει η ειρηνοδίκης που μετείχε στην στην ομάδα εργασίας για τις επερχόμενες αλλαγές στον Νομο Κατσέλη:
Της Ακριβής Ερμίδου,
Ειρηνοδίκη Α΄Αθηνών
Επίκειται εντός των αμέσως επομένων ημερών να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο Νόμου, που περιέχει διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζεται η επιτάχυνση εκδίκασης εκκρεμών δικών του ν. 3869/2010 .
Ειδικότερα, για τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις είχε συσταθεί με την ΥΑ 93724/φ.335/19.12.2019 Ομάδα Εργασίας με αντικείμενο τη μελέτη και την πρόταση λύσεων επί του δικονομικού πλαισίου εκδίκασης των διαφορών του ν. 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις» και την εναρμόνιση προς στις επιταγές της παρ.1 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για την εύλογη διάρκεια της δίκης και την αποτελεσματικότητα της έννομης προστασίας. Μετά την συγκρότησή της, υπό την προεδρία του καθηγητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Παναγιώτη Γιαννόπουλου, και στην οποία η γράφουσα συμμετείχε με την ιδιότητα της εκπροσώπου της ΕΔΕ , που ορίσθηκε από το Προεδρείο της και απολάμβανε της εμπιστοσύνης του, η Ομάδα Εργασίας, κατόπιν πολυάριθμων και πολύωρων συνεδριάσεων, αφού επεξεργάσθηκε τα διαθέσιμα στατιστικά του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα έτη 2018, 2019 σε σχέση με τις υποθέσεις του Ν. 3869/2010 και κάλεσε προς ακρόαση αρμόδιους φορείς και Υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων τις διοικήσεις των Ειρηνοδικείων Αθηνών και Πειραιώς ,συνέταξε πόρισμα που κατέθεσε στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης .
Σύμφωνα με το παραπάνω πόρισμα η αναμόρφωση του ουσιαστικού πλαισίου παροχής προστασίας σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά, έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικών παρεμβάσεων με τους Ν. 4161/2013, 4366/2016, 4384/2016, 4549/2018, 4336/2015 κ.α. και κατά συνέπεια η αποσυμφόρηση των επιβαρυμένων Ειρηνοδικείων θα έπρεπε να υλοποιηθεί μέσω στοχευμένων δικονομικών μέτρων που θα αφορούν αποκλειστικά τις αιτήσεις που είναι εκκρεμείς πέραν ορισμένης ημερομηνίας δικασίμου και με γνώμονα την παροχή επαρκούς χρονικού περιθωρίου σε όλους τους ενδιαφερόμενους (ειρηνοδίκες, δικηγόροι, δανειολήπτες, πιστωτικά ιδρύματα, λοιποί πιστωτές) για την προετοιμασία τους.
Κατά τις εργασίες της Ομάδας επιχειρήσαμε, σε πρώτο επίπεδο, να αναδείξουμε την πλήρη ανταπόκριση των Ειρηνοδικών στην εφαρμογή του Ν. 3869/2010, και επιπλέον, να συμβάλλουμε στον εντοπισμό των αιτίων που προκάλεσαν την υπερφόρτωση συγκεκριμένων Ειρηνοδικείων, κυρίως της περιφέρειας Αττικής, που είχε σαν συνέπεια τον προσδιορισμό μεγάλου αριθμού υποθέσεων του Ν. 3869/2010 σε δικασίμους μετά την 1.1.2021, ακόμη και πέραν του έτους 2030. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία προέκυπτε ότι τα περισσότερα Ειρηνοδικεία είχαν εναρμονίσει τον Κανονισμό Λειτουργίας τους στο ν. 4336/2015, είχαν προβεί σε επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων που εκκρεμούσαν μετά την 31.12.2018 εντός των ορίων των δυνατοτήτων τους σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή ,με συνέπεια την υπερχρέωση των Ειρηνοδικών, αφού στην πλειοψηφία τους οι συνάδελφοι, είτε υπηρετούν σε ειδικό τμήμα υπερχρεωμένων είτε όχι, κατά μέσον όρο, χρεώνονται περισσότερες από 180 υποθέσεις (αμιγώς υπερχρεωμένων είτε συνολικά με τις λοιπές διαδικασίες). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ειρηνοδικείου Νικαίας, στο οποίο κάθε δικαστής χρεώνεται κατά μέσο όρο 250 υποθέσεις ανά έτος. Έτσι, λοιπόν, συνάγονταν, εξ αρχής, το συμπέρασμα ότι υφίσταται διοικητική αδυναμία για διαχείριση των ανωτέρω υποθέσεων, η οποία οφείλονταν – κατά την γνώμη μας -αφενός μεν στην έλλειψη δικαστών (λόγω της μη ορθολογικής κατανομής των οργανικών θέσεων σε σχέση με τις εισερχόμενες στο δικαστήριο υποθέσεις , είτε λόγω αναρρωτικών αδειών κοκ), καθώς και στην έλλειψη της κατάλληλης γραμματειακής υποστήριξης, αφετέρου, δε, και κυρίως, στον ιδιαίτερα μεγάλο όγκο των εισερχομένων υποθέσεων των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων κατά τα τελευταία έτη, γεγονός που αυτονόητα συνεπαγόταν ότι η όποια λύση προκρινόταν για την εκδίκαση των συγκεκριμένων υποθέσεων, θα έπρεπε να λάβει υπόψη της τον ανθρώπινο παράγοντα.
Προς το σκοπό αυτό έθεσα υπόψη της Ομάδας Εργασίας την ανάγκη : α) άμεσης κάλυψης των κενών οργανικών θέσεων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, όπως έχουν προκύψει στις 30.6.2019, β)εξέτασης του ζητήματος της ανακατανομής των οργανικών θέσεων των Ειρηνοδικών ώστε να επέλθει εξορθολογισμός και να ενισχυθούν τα Ειρηνοδικεία στα οποία κυρίως παρατηρείται δυσαναλογία των εισερχομένων υποθέσεων με τις ήδη υφιστάμενες οργανικές θέσεις (σχετικό το υπ΄αριθμ. πρωτ. 1585/2019 αναλυτικό έγγραφο Ειρηνοδικείου Κρωπίας), γ) εναρμόνισης του Κανονισμού Λειτουργίας σε όποιο Ειρηνοδικείο δεν έχει γίνει ακόμη, με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό των ανωτέρω υποθέσεων σε συντομότερες δικασίμους καθώς και δ) εξισορρόπησης της χρέωσης των υπηρετούντων σ΄ αυτά Ειρηνοδικών σε αριθμό λογικό μεν, ανάλογο, όμως, του αριθμού των υπηρετούντων .
Ωστόσο, και ανεξάρτητα από τους λόγους που οδήγησαν στην υπερφόρτωση των πινακίων, κυρίως της περιφέρειας Αθηνών και Πειραιώς, διαπιστώθηκε, επιπλέον, ότι με τα διαθέσιμα δεδομένα, ήταν αδύνατη η εκκαθάριση των εκκρεμών αιτήσεων του Ν. 3869/2010 σε χρόνους σύμφωνους με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ .Ετσι λοιπόν η Ομάδα Εργασίας προέβη στην διατύπωση μέτρων που, σαν κύρια βάση τους, έθεσαν την ανάγκη επίσπευσης των εκκρεμών υποθέσεων με επιμέλεια του αιτούντος καθώς και την απλοποίηση και τον εξορθολογισμό του δικονομικού πλαισίου εισαγωγής των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 προς συζήτηση, με την υιοθέτηση συστήματος ανάλογου με το επιτυχημένο δικονομικό πρότυπο της νέας τακτικής διαδικασίας αλλά και της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών.
Στην κατεύθυνση αυτή, ωστόσο, έπρεπε να αντιμετωπισθεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος τα Ειρηνοδικεία να βρεθούν μπροστά σε μια νέα επιβάρυνση των πινακίων από το νέο αυτό επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων. Για τον λόγο αυτό, και ύστερα από αναλυτική και διεξοδική -εκ μέρους μας -ανάδειξη των ανεπιθύμητων συνεπειών , προτείναμε κατ΄αρχήν και έγινε αποδεκτό από τα μέλη της Ομάδας Εργασίας ότι η διαδικασία του επαναπροσδιορισμού πρέπει να γίνει από τα ίδια τα Ειρηνοδικεία στα οποία εκκρεμούσαν οι εν λόγω υποθέσεις ,αποκλείοντας την διερεύνηση της δυνατότητας ίδρυσης Υπερειρηνοδικείων, αποκλειστικά, για τις δίκες του ν. 3869/2010, όπως, ατυχώς, είχε προταθεί από θεσμικό φορέα, αλλά και άλλων λύσεων, που ενδεχομένως επηρέαζαν την υπηρεσιακή κατάσταση συναδέλφων. Περαιτέρω, όμως, για να αποφευχθεί και ο κίνδυνος της νέας επιβάρυνσης των Ειρηνοδικών που μέχρι τότε είχαν επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια στον επαναπροσδιορισμό και εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων, θεωρήσαμε ως ορθή λύση την υιοθέτηση ως πλασματικής ημερομηνίας συζήτησης, της ημερομηνίας κλεισίματος της δικογραφίας (κατάθεση προσθήκης).[1] Με το προτεινόμενο αυτό σύστημα, η υπόθεση λογίζεται συζητηθείσα κατά την εκπνοή της ημερομηνίας κατάθεσης των προσθηκών των διαδίκων, χωρίς να συγχέεται με την ημερομηνία χρέωσης της υπόθεσης στον Δικαστή, ενώ στη συνέχεια, και μετά το κλείσιμο της δικογραφίας, η υπόθεση θα διαβιβάζεται στον Προϊστάμενο του αντίστοιχου Ειρηνοδικείου, ο οποίος θα προβαίνει στη χρέωση της υπόθεσης σε Δικαστή, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό του οικείου Δικαστηρίου. Έτσι, λοιπόν, επιτυγχάνεται διττός στόχος. Αφενός, δεν παρακάμπτεται ο Κανονισμός των Δικαστηρίων και αφετέρου η προθεσμία για την έκδοση απόφασης συνδέεται με την χρέωση στο Δικαστή και όχι με την πλασματική συζήτησή της.
Τέλος, ή Ομάδα εργασίας πρότεινε, χάριν της πρόληψης αδικιών, την προσωρινή αναστολή της ισχύος του άρθρου 91 § 2 αναφορικά με τις υποθέσεις του Ν. 3869/2010 για διάστημα μιας διετίας, ώστε να υπάρχει επαρκές χρονικό περιθώριο στους δικαστικούς λειτουργούς για την έκδοση των αποφάσεων, ενώ σημαντική προϋπόθεση όλων των ανωτέρω ρυθμίσεων κρίθηκε ι / η ενίσχυση των Ειρηνοδικείων σε ανθρώπινο δυναμικό, με την άμεση κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων και την τοποθέτηση τουλάχιστον 60 Ειρηνοδικών σε βάθος τριετίας στα Ειρηνοδικεία των πληττόμενων περιφερειών ιι/ η επιμόρφωση τόσο των υπηρετούντων Ειρηνοδικών όσο και εκείνων που θα προσληφθούν κατά το διάστημα 2020-2022. Προς τον σκοπό αυτό μάλιστα η Ομάδα Εργασίας εισηγήθηκε να γίνει χρήση της πρόβλεψης του άρθρου 38 Ν. 3689/2008 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4587/2018) με τη διοργάνωση τοπικού επιμορφωτικού προγράμματος στο Εφετείο Αθηνών. Ειδικά στην περίπτωση της επιμόρφωσης των νέων Ειρηνοδικών, ενδείκνυται επιπλέον η συμπλήρωση της ύλης του προγράμματος επιμόρφωσης με συνεδρίες σχετικές με την επεξεργασία δικογραφιών Ν. 3869/2010, τη συγγραφή αποφάσεων και τη διανομή σχεδίων αποφάσεων .
Με το ανωτέρω προτεινόμενο πόρισμα, συνεπώς: α) αναδείξαμε την επιτυχή διαχείριση του όγκου των αιτήσεων του ν. 3869/2010 τα προηγούμενα χρόνια εφαρμογής του, έτσι ώστε, να γίνει αντιληπτό στην κοινωνία ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ειρηνοδικείων ανταπεξήλθε στο δύσκολο έργο που μας ανέθεσε η Πολιτεία, β) αναλύσαμε διεξοδικά, τα αίτια υπάρξεως εκκρεμών αιτήσεων, γ) προτείναμε την υιοθέτηση σύγχρονων δικονομικών λύσεων εκδίκασής τους, με βάση τη νέα τακτική διαδικασία, που με βάση την προηγούμενη εμπειρία μας στην επιτροπή αξιολόγησης του ν. 4335/2015, έχει κριθεί, ως απολύτως επιτυχημένη στα Ειρηνοδικεία, αλλά και την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών, την οποία, ήδη, επίσης, επιτυχημένα εφαρμόζουμε, δ) αποτρέψαμε λύσεις αποσπασματικές με βάση την συγκυρία και την υιοθέτηση των Κανονισμών των Ειρηνοδικείων, ως δικλείδα ασφαλείας εκδίκασης των εκκρεμών αιτήσεων του ν. 3869/2010, αλλά, ε) και την ανάγκη ενίσχυσης σε ανθρώπινο δυναμικό, προκειμένου να εκκαθαριστούν οι εν λογω εκκρεμείς δίκες σε χρόνο που θα εναρμονίζεται με τις επιταγές του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Κλείνοντας την παρούσα ενημέρωση, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι επιθέσεις στο πρόσωπό μου εν όψει των επερχομένων αρχαιρεσιών της ΕΔΕ, κρίνονται τουλάχιστον κατά την δική μου άποψη, ανεπιτυχείς και άστοχες λαμβανομένου υπόψη ότι κατά την 4ετή θητεία μου ως μέλος του Προεδρείου της ΕΔΕ, ενήργησα πάντα θεσμικά και προς το όφελος των συναδέλφων μου. Κατά συνέπεια δεν θα ακολουθήσω πρακτικές φτηνού συνδικαλιστικού ύφους που δεν με αντιπροσωπεύουν.
[1] (Απόσπασμα του πορίσματος) Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ [ΕΔΔΑ, 29.5.1986, Deumeland v. Germany, 9384/ 81, § 90∙ ΕΔΔΑ, 12.10.1992, Boddaert v. Belgium, 12919/ 87, § 39∙ Jussila v. Finland, § 42] η διενέργεια προφορικής ακροαματικής διαδικασίας στην πρωτοβάθμια πολιτική δίκη δεν ανάγεται σε εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη συμμόρφωση των κρατών μελών στις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, αλλά επιβάλλεται να συνεκτιμώνται πάντοτε οι παράμετροι της οικονομίας της δίκης και της αρχής της αναλογικότητας. Καταλείπεται δε, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών νομοθεσιών να προβλέψουν τη μόνον κατ’ εξαίρεση διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν η γενικευμένη πρόβλεψη ακροαματικής διαδικασίας θα αποτελούσε τελικά εμπόδιο στην επιταγή του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ για εύλογη διάρκεια της δίκης [ΕΔΔΑ, 24.6.1993, Schuler-Zgraggen v. Switzerland, 24.6.1993 § 58]. Αυτό που είναι κρίσιμο κατά το ΕΔΔΑ για την κατάφαση του «εξαιρετικού χαρακτήρα» των περιστάσεων, αποτελεί η τη φύση της διαφοράς και όχι η συχνότητα με την οποία ανακύπτει, οπότε ο αποκλεισμός της προφορικότητας δεν είναι αναγκαίο να περιορίζεται μόνον σε «σπάνιες» περιπτώσεις [ΕΔΔΑ, 21.2.1990, Hakanson, Sturresson v. Sweden, § 64]∙ το στοιχείο αυτό συντρέχει π.χ. όταν δεν υφίστανται ιδιαίτερες αμφισβητήσεις για το πραγματολογικό μέρος της υπόθεσης και το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποφανθεί με ασφάλεια με βάση τις προτάσεις των διαδίκων και τα εγγράφως αποτυπούμενα αποδεικτικά μέσα ΕΔΔΑ, 12.11.2002, Dory v. Sweden, 28394/95, § 37∙ ΕΔΔΑ 25.11.2003, Prusiheimo v. Finland, 57795/00, σ. 7∙ Jussila v. Finland, § 41; Suhadolc v. Slovenia (dec.), σ. 13∙ Grande Stevens and Others v. Italy, 8640/10 18647/ 10 18663/10, § 119]. Κατά τη γνώμη της Ομάδας Εργασίας, η εγκατάλειψη της υποχρεωτικής προφορικής συζήτησης των αιτήσεων του Ν. 3869/2010 δεν αντιμετωπίζει προβλήματα συνταγματικότητας δεδομένου ότι κατά τη γνώμη που φαίνεται να επικρατεί πλέον στην επιστήμη [Μακρίδου, Πορίσματα, 42ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, 2017, σ. 440∙ Αθ. Πανταζόπουλος, Η Αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, 2009, σ. 479 επ., κατά τους οποίους η προφορικότητα δεν πρέπει να συνδέεται με τη δημο-σιότητα. Πρβλ. ακόμη Απαλαγάκη, Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη. Έννοια, περιεχόμενο, εκφάνσεις, 1989, σ. 42 επ. (σύμφωνα με την οποία υπό το πρίσμα του άρθρου 20 Σ, δεν δεσμεύεται ο νομοθέτης για την προφορική διεξαγωγή της δίκης). Προς στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν και τα πορίσματα της πρόσφατης Ημερίδας της Ολομελείας των Δικηγορικών Συλλόγων της 14.11.2019, όπου και διατυπώθηκε εισήγηση για την κατάργηση της προφορικής συζήτησης στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας και να λογίζεται η δικογραφία κλειόμενη και η υπόθεση συζητηθείσα ευθύς μετά την κατάθεση των προτάσεων [βλ. την πρόταση αυτή αναλυθείσα και παλαιότερα σε Καλαβρό, 45 χρόνια εφαρμογής του ΚΠολΔ -Παρελθόν, παρόν, μέλλον- Γενικό Μέρος, ΕλλΔνη 2012. 1 επ].
ΠΗΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου