ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ: ΤΟ SUI GENERIS ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΙΤΙΑΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗ & ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ !!!



Tης Λίλας Κοζυράκη*

Το τελευταίο τρίμηνο ο προβληματισμός της νομικής επιστήμης επικεντρώνεται στην ανεύρεση των νομικών εργαλείων και της θεωρητικής φόρμουλας με τα οποία θα αντιμετωπιστούν προσηκόντως κι αποτελεσματικώς οι αρνητικές συνέπειες της πανδημίας Covid 19 σε όλο το φάσμα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων κι εμπορικών συναλλαγών.

Καταρχήν σύμφωνα με παγία νομολογία, στην έννοια της ανωτέρας βίας περιλαμβάνεται οιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός όλως εξαιρετικής κι απρόβλεπτης φύσεως -δηλαδή και τα λεγόμενα τυχηρά συμβάντα– ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, προσοχής και φροντίδας του μέσου συνετού ανθρώπου.(βλ. ΑΠ 219/2016, ΕφΑθ 39/2017). Εξάλλου το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce) αποτυπώνει την παγκοσμίως διαμορφούμενη πρακτική ορίζοντας ως ανωτέρα βία το γεγονός ή την περίσταση που καθιστά αδύνατη ή παρεμποδίζει την μερική ή ολική εκπλήρωση των συμβατικών του θιγόμενου μέρους εφόσον το τελευταίο αυτό αποδεικνύει σωρευτικά ότι: 

1. το γεγονός εκφεύγει του εύλογου ελέγχου και του πεδίου ευθύνης του, 
2. το γεγονός δεν ήταν λογικά δυνατόν να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της σύμβασης και 
3. οι επιπτώσεις του γεγονότος δεν μπορούν ανυπαίτια να αποφευχθούν από το θιγόμενο μέρος.

Εν προκειμένω λοιπόν αναφύεται η επιτακτική ανάγκη απαρέγκλιτης εφαρμογής ενός sui generis τεκμηρίου περί ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής του οφειλέτη/δανειολήπτη πέραν των απαλλακτικών ρητρών που καθιερώνει ο Αστικός Κώδικας στα άρθρα 336 & 342 και ιδίως ενόψει της νομοθετικής πρόβλεψης μιας σειράς μέτρων ερειδόμενων στη γενική παραδοχή ότι για τις χαρακτηρισμένες ως πληττόμενες από την πανδημία Covid 19 κατηγορίες επαγγελματιών κι εργαζομένων τεκμαίρεται αμάχητα η έλλειψη υπαιτιότητάς τους ως προς την μη εκπλήρωση των οικονομικών υποχρέωσεών τους έναντι Ιδιωτών και Δημοσίου. Και τούτο χωρίς να εξετάζονται οι ατομικές συνθήκες ενός εκάστου εκ των πληττομένων προσώπων.

Η μέχρι πρότινος κρατούσα άποψη της θεωρίας και νομολογίας κατέτεινε στην παραδοχή πως δεν νοείται αδυναμία στην εκπλήρωση των χρηματικών ενοχών ως ενοχών γένους και δη στην Πώληση. Ενδεικτικά παραπέμπω στην ΕφΑθ 5916/2007, που έκρινε ότι “επί χρηματικής οφειλής δεν νοείται αδυναμία παροχής με την επιφύλαξη όλως εξαιρετικών περιστάσεων, σε κάθε δε περίπτωση η τυχόν οικονομική δυσχέρεια και ειδικότερα η μη επίτευξη των προσδοκώμενων οικονομικών αποτελεσμάτων και η επέλευση ζημιών από επαγγελματική δραστηριότητα, δεν δικαιολογεί την αθέτηση των συναλλακτικών υποχρέωσεων του οφειλέτη”. Αντιστοίχως, στη θεωρία χαρακτηριστικά αναφέρω τους κ. κ. Π. Ζέπο & Μ. Σταθόπουλο, κατά τους οποίους “επί χρηματικής ενοχής δεν δύναται να υπάρξει επιγενόμενη αδυναμία παροχής, εφόσον πάντα θα υπάρχει χρήμα αναγνωρισμένο ως μέσο εξόφλησης υποχρεώσεων” κι ως εκ τούτου δεν νοείται απαλλαγή του οφειλέτη λόγω ανωτέρας βίας, και μάλιστα “ως αδυναμία παροχής νοείται η διαρκής και μη άρσιμη, δυνάμενη να υπάρξει μόνον στις ενοχές είδους κι ως εκ τούτου ουδέποτε στις χρηματικές ενοχές γένους. Κατά συνέπεια η μέχρι τώρα παγιωμένη θεωρία και νομολογία, δεν αποδεχόταν την απαλλαγή του οφειλέτη από την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του ένεκα υφισταμένης οικονομικής αδυναμίας του, ειμή μόνον εάν αυτός επικαλεστεί και αποδείξει ότι η υπερημερία του οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για ανυπαίτια καθυστέρηση εκπλήρωσης που κείται εκτός του εννοιολογικού πλαισίου της υπερημερίας οφειλέτη και κατά κανόνα δεν επιφέρει δυσμενείς συνέπειες γι αυτόν.

Κατά λογική ακολουθία λοιπόν δύναται αν υποστηριχθεί ότι σε ειδικές και όλως εξαιρετικές συνθήκες που πληρούν την έννοια της ανώτερης βίας, ο οφειλέτης/δανειολήπης δέον να έχει τη δυνατότητα επίκλησης κι απόδειξης της “μη ευθύνης του” για την μερική ή ολική απαλλαγή του από την εκπλήρωση της παροχής του, εφόσον μάλιστα κατά το Ακυρωτικό της Πολιτικής Δικαιοσύνης “η ανωτέρα βία περιλαμβάνει τα ακραία περιστατικά που είναι αδύνατο για τις ανθρώπινες δυνάμεις να αποτραπούν ή τουλάχιστον δυσκολότερο απ’ ότι τα λοιπά τυχηρά δηλαδή τα υπό στενή έννοια ευρισκόμενα πλησιέστερα προς την αμέλεια….. υπό την προϋπόθεση τα περιστατικά αυτά είναι απρόβλεπτα και αναπότρεπτα ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του βλαπτόμενου μέρους”.

Στην κατεύθυνση αυτή κινείται η πρόσφατη αρεοπαγίτικη 1088/2017 (Α2Πολ) η οποία αναπτύσσει ένα εξόχως σημαίνον σκεπτικό για το διακριτό εννοιολογικό εύρος των γενικών ρητρών των άρθρων 200 & 288 ΑΚ εν σχέσει με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ. Η ειδική αυτή διάταξη θεσπίζει την υποχώρηση της αρχής του απαραβίαστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda) αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης ή λύσης αμφοτεροβαρούς συμβάσεως στην περίπτωση της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και της εξ αυτής ανατροπής ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δέον να συντρέχουν σωρευτικά τα εξής: α. Να πρόκειται για αμφοτεροβαρή σύμβαση, μη εισέτι εκπληρωθείσα, β. Η μεταβολή να αφορά περιστατικά στα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη στήριξαν από κοινού τη σύναψη της σύμβασης ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δηλαδή αμφότερα τα μέρη πρέπει να έθεσαν τα νομικά ή πραγματικά γεγονότα που αποτέλεσαν το θεμέλιο της σύμβασης ως όρο ισχύος της (θεωρία περί δικαιοπρακτικού θεμελίου), γ. Η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους και μη δυνάμενους να προβλεφθούν και δ. Από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη κατέστη υπέρμετρα επαχθής ενόψει και της αντιπαροχής. Λόγοι έκτακτοι και απρόβλεπτοι είναι περιστατικά που δεν επέρχονται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά. Ετσι τυχαία γεγονότα που όμως είθισται να συμβαίνουν, όπως η μεταβολή της αξίας του εγχώριου νομίσματος σε σχέση με τα ξένα νομίσματα εφόσον δεν υπερβαίνει το συνηθισμένο μέτρο ώστε να ανατρέπει του υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ή η γενική οικονομική κρίση με την οριζόντια επιβολή μέτρων λιτότητας, συνεπαγόμενων τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, δεν συνιστούν περιστατικά έκτακτα κι απρόβλεπτα, ιδίως σε οικονομίες όπως η Ελληνική, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρούνται συνεχείς διακυμάνσεις σταθερότητας (πρβλ. και ΑΠ 1171/2004).

Τούτων δοθέντων, ο Αρειος Πάγος οριοθετεί και εξειδικεύει το πεδίο εφαρμογής των νομικών και πραγματολογικών προϋποθέσεων ισχύος της Αρχής pacta sunt servanda, που δεν είναι άλλο από το οριζόμενο ως “rebus sic stantibus”, ήτοι η σταθερή και συνήθης εξέλιξη των πραγμάτων. Παράλληλα, εξ’ αντιδιαστολής έρχεται να ορίσει το εννοιολογικό εύρος των “λοιπών τυχηρών” δηλαδή αυτών που δεν συμβαίνουν συνήθως, όπως η πρόσφατη πανδημία Covid 19, οι αποσαθρωτικές οικονομικές συνέπειες της οποίας δύνανται να αντιμετωπιστούν μόνον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ υπό το πρίσμα του αμάχητου τεκμηρίου της μόνιμης ανυπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη-δανειολήπτη προς εκπλήρωση των συναλλακτικών του υποχρεώσεων, επί σκοπώ διατήρησης της απαιτούμενης κοινωνικής συνοχής και αποτροπής κοινωνικών εξεγέρσεων.

*
Δικηγόρος, Επικεφαλής Παρατηρητηρίου Καταστρατήγησης Δικαιωμάτων Δανειληπτών 
και ιδρυτικό μέλος της Ευνομίας

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου