Τον Φεβρουάριο του 1825, η Ελλάδα σύναψε δάνειο 2 εκατομμυρίων λιρών με τον τραπεζικό οίκο Ρικάρντο στο Λονδίνο. Ήταν το δεύτερο δάνειο που λάμβανε η επαναστατική κυβέρνηση, με στόχο την χρηματοδότηση του αγώνα για την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το πρώτο δάνειο υπογράφτηκε ένα χρόνο πριν, τον Φεβρουάριο του 1824, για το ποσό των 800 χιλιάδων λιρών, το οποίο καταναλώθηκε αμέσως για τα έξοδα της επανάστασης, αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ οπλαρχηγών και πολιτικών που είχε ξεσπάσει. Σχεδόν αμέσως, η επαναστατική κυβέρνηση έκρινε πως χρειάζονταν και δεύτερο δάνειο, με το οποίο θα δημιουργούσαν στόλο, το οποίο θα τους έδινε το προβάδισμα στη θάλασσα εναντίον των Τούρκων. Έτσι κι έγινε.
Ωστόσο, τη διαχείριση των χρημάτων δεν ανέλαβε η ελληνική πλευρά, αλλά αντιθέτως, ο τραπεζικός οίκος Ρικάρντο και οι Βρετανοί, μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, που διαμεσολάβησαν για το δάνειο. Χωρίς τη συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης, απέρριψαν εξαρχής την επιλογή αγοράς μεταχειρισμένων πλοίων, που θα κόστιζαν λιγότερο και παρήγγειλαν έξι ατμόπλοια από βρετανικά ναυπηγεία και οχτώ φρεγάτες από αμερικάνικα ναυπηγεία. Από αυτά όμως, μόλις τέσσερα έφτασαν στην Ελλάδα και μόνο δύο χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο.
Τα ατμόπλοια
Η συμφωνία με τους Βρετανούς είχε ως μοναδικό όρο την παράδοση έξι ατμοκίνητων πλοίων μέχρι το 1825, έναντι περίπου 160 χιλιάδων λιρών.
Κανένα πλοίο ‘ομως δεν παραδόθηκε μέχρι το 1825. Το 1826, έφτασε η Καρτερία, που ήταν και το μοναδικό πλοίο που χρησιμοποιήθηκε στην επανάσταση. Το 1827 και το 1828 έφτασαν ο Ερμής και η Επιχείρηση αντίστοιχα, αλλά χωρίς να συνεισφέρουν ουσιαστικά στον αγώνα.
Από τα τρία που απέμειναν, το πλοίο «Ακαταμάχητος» βούλιαξε στον Τάμεση, ενώ τα άλλα δύο σάπισαν στα ναυπηγεία, χωρίς να μετακινηθούν ποτέ.
Για την αποτυχία, κατηγορήθηκε ο Ναύαρχος Κόχραν, που είχε αναλάβει την ηγεσία του ελληνικού στόλου, ο οποίος άλλαξε τα σχέδια, για να προσθέσει μηχανές τελευταίας τεχνολογίας, τις οποίες όμως δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τα ατμόπλοια. Παρ’ όλα αυτά, ο Κόχραν αμείφθηκε με 37 χιλιάδες λίρες, πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή. Κατηγορήθηκε ακόμα ο ναυπηγός Γκάλογουεη, ότι καθυστέρησε επίτηδες την ναυπήγηση των πλοίων, για να σαμποτάρει την ελληνική προσπάθεια. Ο γιος του συνεργαζόταν με τον Μοχάμεντ Αλί της Αιγύπτου, ο θετός γιος του οποίου, ο Ιμπραήμ, επρόκειτο να εισβάλει στην Πελοπόννησο, ως σύμμαχος των Οθωμανών.
Η Καρτερία
Το πλοίο «Καρτερία» ήταν το μοναδικό από τα ατμόπλοια που έφτασε εγκαίρως στην Ελλάδα. Ο λόγος ήταν η συμμετοχή του ναυάρχου Άστιγξ, ο οποίος όχι μόνο επιμελήθηκε τα σχέδια και την κατασκευή του πλοίου, αλλά έδωσε 4 χιλιάδες λίρες από την προσωπική του περιουσία, για να ολοκληρωθεί η ναυπήγηση. Εξαιτίας του Άστιγξ, η «Καρτερία» κόστισε μόλις 13 χιλιάδες λίρες, όταν για το κάθε πλοίο πληρώθηκαν περίπου 26 χιλιάδες λίρες, σύμφωνα με την αρχική συμφωνία. Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα είχε δεχτεί να πληρώσει σχεδόν το διπλάσιο ποσό από ότι πραγματικά απαιτούνταν για την ναυπήγηση έξι πλοίων, τα οποία δεν παρέλαβε καν στο σύνολό τους.
Οι Φρεγάτες
Η συμφωνία με τα αμερικάνικα ναυπηγεία προέβλεπε την ναυπήγηση οκτώ φρεγατών, δύο μεγάλων και τεσσάρων μικρών. Στο συμβόλαιο όμως, που υπογράφτηκε, υπήρχαν πολλές ασάφειες, κυρίως ως προς το είδος των πλοίων, τον χρόνο παράδοσης, αλλά ακόμα και την τελική τιμή. Οι Αμερικάνοι ναυπηγοί εκμεταλλεύτηκαν την απειρία της ελληνικής πλευράς και καθυστερούσαν συνεχώς την παράδοση των πλοίων, ενώ παράλληλα αύξαναν την τιμή.
Για να δικαιολογήσουν τις καθυστερήσεις υποστήριξαν ακόμα ότι δεν είχαν καταλάβει ότι η παραγγελία ήταν για τρίκροτες φρεγάτες, δηλαδή φρεγάτες με τρία ιστία και είχαν κατασκευάσει δίκροτες.
Τελικά ναυπηγήθηκαν δύο απ’ τις οχτώ φρεγάτες. Η Ελλάδα όμως αδυνατούσε να πληρώσει το ποσό που ζητούσαν οι Αμερικάνοι.
Για να λυθεί το πρόβλημα, χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Χιώτης τραπεζίτης Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, ο οποίος ταξίδεψε μέχρι την Ουάσινγκτον και κατάφερε να παρουσιάσει το ζήτημα στον πρόεδρο Τζον Άνταμς. Με τη βοήθεια του προέδρου, ο Κοντόσταβλος κατέφυγε σε διαιτησία, αλλά ούτε εκεί έληξε το θέμα. Ο πρόεδρος των διαιτητών, Πρατ, χρηματίστηκε από τα ναυπηγεία με 4 χιλιάδες δολάρια, με αποτέλεσμα να πάρει το μέρος τους.
Η τελική απόφαση της διαιτησίας δεν προέβλεπε καμία τιμωρία για τους ναυπηγούς που αθέτησαν τους όρους της συμφωνίας, αλλά απλώς μείωνε το ποσό που όφειλε η ελληνική πλευρά από 396 χιλιάδες δολάρια σε 156 χιλιάδες. Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση, ο Ερρίκος Σέντγουικ, ο Αμερικάνος δικηγόρος που εκπροσώπησε την Ελλάδα, είπε στον πρόεδρο Πρατ:
- Κύριε, πράξατε ό,τι μπορούσατε για να καταστρέψετε ένα έθνος (την Ελλάδα) και να ατιμάσετε ένα άλλο (την Αμερική)
Όμως η περιπέτεια συνεχίστηκε. Η Ελλάδα δεν διέθετε ούτε τις 156 χιλιάδες δολάρια που απαιτούνταν για την αγορά των δύο φρεγατών, γι’ αυτό, αναγκάστηκε να πουλήσει τη μία φρεγάτα στην Αμερική έναντι μόλις 30 χιλιάδων δολαρίων και με τα χρήματα αυτά, να καλύψει τη διαφορά για την εναπομένουσα φρεγάτα, που πήρε το όνομα «Ελλάς».
Συνολικά, η Ελλάδα πλήρωσε περίπου 300 χιλιάδες λίρες για την αγορά τεσσάρων πλοίων, όταν σύμφωνα με τους αρχικούς προϋπολογισμούς, το ποσό αυτό θα αρκούσε για δεκατέσσερα. Η απουσία του στόλου έγινε ιδιαιτέρως αισθητή τα τελευταία χρόνια της επανάστασης και συγκεκριμένα στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου όπου νίκη εξασφαλίστηκε λόγω της συμμετοχής των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποβάλει τον τουρκικό ζυγό, αλλά να παραμείνει εξαρτημένη από τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης.
Το στιχάκι για τον Κοντόσταυλο
Όταν επέστρεψε, ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος κατηγορήθηκε ότι κερδοσκόπησε εις βάρος της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τις φρεγάτες και ότι με τα χρήματα έχτισε την έπαυλή του, στον χώρο που βρίσκεται σήμερα το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Κυκλοφόρησε μάλιστα και το εξής τετράστιχο:
Ο οίκος σου Κοντόσταυλε
μακρόθεν ομοιάζει
τρίκροτον εξ’ Αμερικής
εξ’ ού αυτός πηγάζει
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου