της Σούζαν Τζωρτζ,
από το Άρδην τ. 98,
Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014
Η Ντελφίν Μπατό πίστευε πως ήταν υπουργός Οικολογίας. Φανταζόταν ότι οι δημοκρατικές εκλογές, τα θεσμικά όργανα της Δημοκρατίας, της είχαν εμπιστευθεί την εξουσία να αναλάβει δημόσια δράση προς όφελος του κοινού συμφέροντος, όπως επιθυμούσαν οι ψηφοφόροι του 2012. Πίστευε πως, ενισχυμένη με αυτή τη νομιμοποίηση, θα μπορούσε να αντιταχθεί κυρίως στις καταστροφικές γεωτρήσεις προς αναζήτηση σχιστολιθικού αερίου στη Γαλλία. Η νεαρή γυναίκα κατέρρευσε ένα πρωί, τον Ιούνιο του 2013, ανακαλύπτοντας ένα άρθρο στην εφημερίδα Les Échos, από το οποίο μάθαινε, και η Γαλλία μαζί της, ότι, σύμφωνα με τα λόγια ενός μεγάλου επιχειρηματία, ήταν μια «πραγματική καταστροφή» και ότι η «επιρροή της στην κυβέρνηση πρόκειται να περιοριστεί».
Στο βιβλίο της Insoumise (Ανυπότακτη), η Ντελφίν Μπατό γράφει: «Μία αναφορά που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν: ο πρόεδρος της εταιρείας Vallourec [συγγραφέας των αναφερθέντων σχολίων] είναι σύζυγος της Συλβί Υμπάκ (Sylvie Hubac), διευθύντριας του γραφείου του Φρανσουά Ολάντ».
Στη συνέχεια, η Ντελφίν Μπατό εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση. Αντιθέτως, η Συλβί Υμπάκ βρίσκεται πάντα στο Μέγαρο των Ηλυσίων και ο σύζυγός της εξακολουθεί να διευθύνει μεγάλη γαλλική εταιρεία, παγκόσμιο πρωταθλητή στην κατασκευή σωλήνων για γεωτρήσεις πετρελαίου… Η πρώην εκπρόσωπος Τύπου του υποψήφιου για την Προεδρία, Ολάντ, έμαθε με σκληρό τρόπο ποιος έχει πραγματικά την εξουσία. Η μαρτυρία της μπορεί να συμπεριληφθεί στα εκατοντάδες ανέκδοτα που αναφέρει η Σούζαν Τζωρτζ στο βιβλίο της Les Usurpateurs (Οι Σφετεριστές), που περιγράφει την ύπουλη κατάληψη της εξουσίας από τις μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών.
Παγκοσμιοποίηση της ισχύος
Η κοινή γνώμη τις υποδεικνύει με τον όρο «πολυεθνικές». Ονομάζονται Pfizer, Siemens, Total, Shell, General Electric… Η συγγραφέας προτιμά να τις αποκαλεί «δι-εθνικές», επειδή, όπως σωστά λέει, αυτές οι εταιρείες διοικούνται από άτομα που έχουν συγκεκριμένη εθνικότητα. Είναι γερά ριζωμένες στις διάφορες χώρες και γνωρίζουν πώς να τις χρησιμοποιούν, ακόμα και να τις μεταβάλλουν σε βαμπίρ, για να τις καταστήσουν βάσεις των κατακτήσεών τους έξω από τα σύνορα. Εδώ και καιρό, αυτά τα δι-εθνικά συγκροτήματα, που συχνά εξυμνούνται ως «εθνικοί πρωταθλητές» από τα μέσα ενημέρωσης, είναι σε θέση να επηρεάζουν τις αποφάσεις στο υψηλότερο επίπεδο του κράτους. Αυτό που ισχύει στη Γαλλία ισχύει επίσης και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη δεκαετία του ’90, ένας μοιρολάτρης Μπιλ Κλίντον παραδέχτηκε ο ίδιος μπροστά στους έκπληκτους δημοσιογράφους, που είχαν συγκεντρωθεί στο προεδρικό αεροπλάνο: «Τι θέλετε να κάνω; Δεν είμαι παρά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις».
Το καινούργιο είναι ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνοδεύτηκε από μια παγκοσμιοποίηση της εξουσίας αυτών των πολυεθνικών. Όχι από κάποια συνομωσία που προετοιμάστηκε κρυφά από τα διοικητικά συμβούλια, με πρότυπο την τηλεοπτική σειρά «X-Files», αλλά από τη σχεδόν φυσική, και αχαλίνωτη, έκφραση των «συμφερόντων» του ομίλου και από τη θέληση να επιβληθεί η «νεοφιλελεύθερη» ιδεοληψία που εμποδίζει κάθε προσπάθεια ρύθμισης. Μια ιδεοληψία σύμφωνα με την οποία μόνο το κεφάλαιο δημιουργεί πλούτο και αξίζει φροντίδα και προσοχή, ενώ η εργασία πρέπει να θεωρείται αμελητέα, ή τουλάχιστον αναλώσιμη· όσο για τη φύση, θα πρέπει να θεωρείται εκμεταλλεύσιμη μέχρις εξαντλήσεως των φυσικών πόρων.
Υπονομευτές της εθνικής κυριαρχίας
Αυτή η «αόρατη (σιδερένια) χείρα» των πολυεθνικών δραστηριοποιείται κατ’ εξοχήν στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται για τη μετάβαση σε μια νέα φάση απελευθέρωσης του εμπορίου –διάβαζε: μετάβαση στην αγριότητα– ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, ή την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτή την ευκαιρία, οι δι-εθνικοί όμιλοι διευρύνουν συλλογικά την επιρροή τους υποσκάπτοντας τα θεμέλια της κυριαρχίας των κρατών. Για τον λόγο αυτό ακριβώς, σε αυτές τις συμφωνίες περιλαμβάνεται συστηματικά μια ρήτρα για την «προστασία των επενδυτών έναντι των κρατών», σύμφωνα με την οποία θεσμοθετούνται διαιτητικά δικαστήρια, στη θέση της θεσμικής δικαιοσύνης, η οποία έχει πλέον δικαιοδοσία μόνο επάνω στους απλούς ανθρώπους σαν εμάς. Το πρόγραμμα αυτών των «σφετεριστών» δεν σταματά εδώ. Γιατί οι δι-εθνικοί όμιλοι έχουν ένα δόγμα, επεξεργασμένο από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Το Νταβός δεν αποτελεί μόνο ένα εξαιρετικό θέρετρο για τους ηγέτες των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων, που συντρώγουν στο πολυτελές χιονοδρομικό κέντρο, όπως αρέσκονται να περιγράφουν τα ΜΜΕ. Είναι επίσης ο χώρος όπου εξυφαίνεται μια πρωτοφανής αντεπανάσταση, μια «παγκόσμια ημερήσια διάταξη», που περιλαμβάνει 46 επιμέρους προγράμματα, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στην επιθυμία να περιοριστούν οι δημόσιες εξουσίες και να εγκαταλειφθεί η διαχείριση ολόκληρων τομέων του δημοσίου συμφέροντος στα χέρια των δι-εθνικών εταιρειών. Τεράστιο πρόγραμμα που επείγει να ανακοπεί.
Μια πλανητική απειλή
Το πιο ύπουλο τέχνασμα που χρησιμοποιούν είναι να διεισδύουν στην κυβέρνηση και να αποδομούν τους μηχανισμούς προστασίας των πολιτών μέσω των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Τον Ιούλιο 2013, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με στόχο τη δημιουργία διατλαντικής εταιρικής σχέσης για το εμπόριο και τις επενδύσεις. Αυτή η συμφωνία, εάν επικυρωθεί, θα καθορίσει την πλειοψηφία των κανονισμών που διέπουν το 40% σχεδόν του παγκόσμιου ΑΕΠ. Προετοιμάζεται από το 1995, υπό την αιγίδα των μεγάλων δι-εθνικών εταιρειών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι ρήτρες που αφορούν στις επενδύσεις θα παραχωρούν στις δι-εθνικές επιχειρήσεις [ΔΙ.ΕΠ] την πρωτοφανή δυνατότητα να κινούν νομικές διαδικασίες εναντίον ενός κράτους, ενώπιον ενός ιδιωτικού διαιτητικού δικαστηρίου, εάν εκτιμούν ότι τα σημερινά ή μελλοντικά κέρδη τους απειλούνται από κάποια κυβερνητική απόφαση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γίνεται συνένοχος των δι-εθνικών εταιρειών σκοπεύοντας να καταργήσει κάθε κανονισμό που μπορεί να προκαλέσει την επιβολή κυρώσεων.
Οι ΔΙ.ΕΠ. παρεμβαίνουν ακόμα και στη διεθνή σκηνή. Δεν αρκούνται στην ιδιοποίηση προς όφελός τους των εκτελεστικών, νομοθετικών, ακόμα και δικαστικών λειτουργιών του κράτους, αλλά προσπαθούν να βάλουν χέρι και στα Ηνωμένα Έθνη. Αυτή η διείσδυση δεν έγινε στα κρυφά, αλλά μετά από πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα αυτοπροσώπως, μέσω του Παγκόσμιου Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών, που εξυπηρετεί τις ταξικές φιλοδοξίες του Νταβός: να γίνουν οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ είναι αποφασισμένο να πάρει στα χέρια του κάθε τι που, κατά την άποψή του, είναι αντικείμενο κακής διαχείρισης εκ μέρους των κυβερνήσεων και των διακυβερνητικών οργανισμών, από την οικονομία έως το ναυτικό δίκαιο. Ο οργανισμός που έχει αυτοδιοριστεί για να προχωρήσει στην υποκατάσταση των κυβερνήσεων από τις εταιρείες είναι περισσότερο γνωστός από το τοπωνύμιο Νταβός και το πρόγραμμά του τιτλοφορείται, με ιδιαίτερη σεμνότητα, «Πρωτοβουλία για τον Παγκόσμιο Επανασχεδιασμό–ΠΠΕ» («Global Redesign Initiative», «GRI»).
Η απειλή που αποτελούν για τη δημοκρατία οι ΔΙ.ΕΠ. δεν σχετίζεται μόνο με το μέγεθός τους, τα πλούτη και την περιουσία τους, αλλά έχει να κάνει με τη συγκεντροποίηση και τη συνοχή τους, που τους επιτρέπουν να επηρεάζουν τις κυβερνήσεις, να διεισδύουν σε αυτές, ακόμη και τις υποκαθιστούν. Οι δι-εθνικοί όμιλοι αποτελούν μια πραγματική διεθνή «εξουσία», αποφασισμένη να προασπίσει τα εμπορικά συμφέροντά της, την ισχύ και τα κέρδη της, αγνοώντας το κοινό συμφέρον. Μοιράζονται ένα λεξιλόγιο, μια ιδεολογία και φιλοδοξίες απέναντι στα οποία οι πολίτες που παραμένουν προσηλωμένοι στις δημοκρατικές αξίες θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί.
Το πιο ισχυρό λόμπι: Η υγεία
Αν μου ζητούσαν να μαντέψω ποιοι τομείς της βιομηχανίας δαπανούν τα περισσότερα χρήματα για τη δημιουργία ομάδων συμφερόντων στις ΗΠΑ (λόμπι), θα απαντούσα, ίσως, με αυτή τη σειρά: η άμυνα, το πετρέλαιο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, είναι ο τομέας της υγείας. Η φαρμακευτική και ιατρική βιομηχανία σπάει όλα τα ρεκόρ, με έναν προϋπολογισμό 65,4 εκατ. δολαρίων, το 2013. Αν προσθέσουμε τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία, τους επαγγελματίες της υγείας, τις υγειονομικές υπηρεσίες και τους ιδιωτικούς οργανισμούς ασφάλισης υγείας, ο λογαριασμός ανέρχεται σχεδόν στα 129 εκατομμύρια. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς γιατί το σύστημα υγείας των ΗΠΑ είναι το πιο ακριβό στον κόσμο, γιατί τόσοι πολλοί Αμερικανοί δεν έχουν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και τόσοι άλλοι διάκεινται εχθρικά απέναντι στη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (Obamacare), με το επιχείρημα ότι πλήττει τις ελευθερίες τους. Προφανώς, οι λομπίστες κάνουν καλά τη δουλειά τους και οι εκστρατείες πλύσης εγκεφάλου που διεξάγουν είναι τρομακτικά αποτελεσματικές.
Στον τομέα της άμυνας και της αεροδιαστημικής, αποδεικνύεται ότι αυτοί οι τομείς δαπανούν μόνο 15,5 εκατ. δολάρια, έστω και αν το σύνολο αυτού του βιομηχανικού συμπλέγματος φτάνει στο συνολικό ύψος των 30 εκατ. Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν ζυγίζει παρά «μόνο» 34 εκατομμύρια δολάρια· αν όμως προσθέσουμε την ενέργεια και τους φυσικούς πόρους, φτάνουμε στα 91,4 εκατομ. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος τους ξεπερνά αν συμπεριλάβουμε τους τίτλους και τις επενδύσεις, τις εμπορικές τράπεζες και την αγορά των ακινήτων (119 εκατομμύρια δολάρια). Επομένως, η πρώτη μου εκτίμηση ήταν εσφαλμένη. Τούτου λεχθέντος, το βέβαιο είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις σε αυτούς τους τομείς, με ή χωρίς λομπίστες, θα κατορθώνουν πάντα να επιβάλλουν τους όρους τους.
Μια κρίση που κοστίζει 5 δισ. $
Ανεξάρτητα από τα ποσά που δαπανούν για τη δράση των λόμπι, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι αρκετά ισχυρά για να απειλούν όλους, και δεν διστάζουν να το κάνουν. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενισχυμένες από την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, οι κυριότερες αμερικανικές ΔΙ.ΕΠ στον τομέα των τραπεζών, των ασφαλίσεων και των μεγάλων λογιστικών επιχειρήσεων ένωσαν τις δυνάμεις τους, απασχολώντας περίπου 3.000 λομπίστες, και δαπάνησαν περίπου 5 δισ. δολάρια για να απαλλαγούν από μια ντουζίνα νόμους που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση Ρούζβελτ στη δεκαετία του ’30, στα πλαίσια του New Deal. νόμους που, για πάνω από εξήντα χρόνια, χρησίμευαν ως ασφαλιστική δικλίδα στην οικονομία των ΗΠΑ.
Αυτή η ασφαλιστική δικλίδα δεν άντεξε στην επίθεση των λόμπι που ανέπτυξαν οι επιχειρήσεις. Οι εταιρείες πέτυχαν να αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους τα ζημιογόνα στοιχεία του ενεργητικού τους για να τα τοποθετήσουν σε παράλληλες ή μη δηλωμένες τράπεζες, όπου ακόμα και οι μέτοχοί τους δεν θα μπορούσαν να τα ανακαλύψουν ποτέ. Μπόρεσαν να δημιουργήσουν και να διαπραγματευτούν, χωρίς κανέναν ρυθμιστικό κανονισμό και για ένα ποσό πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, παράγωγα προϊόντα συνδεδεμένα με υποθηκευμένα δάνεια «υψηλού κινδύνου» (όπως τα subprimes).
Η οικονομική καταστροφή επιταχύνθηκε με την κατάργηση του νόμου Glass-Steagall. Αυτή η βασική νομοθεσία του New Deal, που είχε υιοθετηθεί το 1933, απαιτούσε τον διαχωρισμό ανάμεσα σε καταθετικές και επενδυτικές τράπεζες. Τα οικονομικά λόμπι προσπαθούσαν να απαλλαγούν από αυτήν για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τελικά, το 1999, ο Μπιλ Κλίντον υποχώρησε, μετά από τις συστάσεις του Άλαν Γκρίνσπαν, προέδρου τότε της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, του Λάρι Σάμερς, κύριου οικονομικού συμβούλου του, και του Ρόμπερτ Ρούμπιν, υπουργού Οικονομικών και πρώην διευθυντή της Goldman Sachs.
Οι κυβερνήσεις και οι φορολογούμενοι δεν άργησαν να πληρώσουν αυτή τη μεταρρύθμιση. Πράγματι, αυτή άνοιξε τον δρόμο σε μια σειρά από εξαγορές και συγχωνεύσεις που έμελλαν να προκαλέσουν τη δημιουργία γιγαντιαίων δομών, «υπερβολικά μεγάλων για να χρεοκοπήσουν» («too big to fail»). Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα γνώριζαν ότι, σε περίπτωση δυσκολίας, το κράτος θα υποχρεωνόταν να τα διασώσει: ήταν πάρα πολύ μεγάλα για να χρεοκοπήσουν, αλλά όχι για να ενισχυθούν. Και πάρα πολύ ισχυρά για να τιμωρηθούν: σε κάποιες τράπεζες επιβλήθηκαν πρόστιμα, αλλά κανένας από τους διευθυντές τους δεν στάλθηκε στη φυλακή για τον ρόλο του στην πυροδότηση της κρίσης.
Οι 1318 βασίλισσες του κόσμου
Από τα 37 εκατομμύρια επιχειρήσεις που έχουν καταχωρισθεί στη βάση δεδομένων του Orbis, αυτή η ερευνητική ομάδα απομόνωσε 43.000 δι-εθνικές εταιρείες, ταυτοποίησε τους ιδιοκτήτες τους και περιόρισε αυτόν τον κατάλογο σε 1.318 εταιρείες, κάθε μια από τις οποίες συνδέεται κατά μέσο όρο με 20 άλλες. Έφτασαν στο συμπέρασμα ότι 147 από αυτές τις «υπεροντότητες» ελέγχουν μόνες τους το 40% του κύκλου εργασιών του συνόλου του δικτύου. Αν η οικονομία πηγαίνει καλά, ολόκληρη η δομή φαντάζει στέρεα, αλλά αρκεί να ταλαντευτεί μία από αυτές τις συστημικές οντότητες για να παρασύρει όλες τις άλλες στην πτώση της. Αυτό το φαινόμενο-ντόμινο φάνηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers, η οποία, το 2007, περιλαμβανόταν στις 50 κορυφαίες από τις εν λόγω εταιρείες. Αυτή η διαπίστωση δεν προκύπτει από καμία θεωρία συνωμοσίας: έχει αποδειχθεί από μια σειρά μαθηματικών μελετών, τα συμπεράσματα των οποίων είναι αρκετά ανησυχητικά για να μας προτρέψουν να θέσουμε υπό έλεγχο το χρηματοπιστωτικό λόμπι.
Η Ντελφίν Μπατό πίστευε πως ήταν υπουργός Οικολογίας. Φανταζόταν ότι οι δημοκρατικές εκλογές, τα θεσμικά όργανα της Δημοκρατίας, της είχαν εμπιστευθεί την εξουσία να αναλάβει δημόσια δράση προς όφελος του κοινού συμφέροντος, όπως επιθυμούσαν οι ψηφοφόροι του 2012. Πίστευε πως, ενισχυμένη με αυτή τη νομιμοποίηση, θα μπορούσε να αντιταχθεί κυρίως στις καταστροφικές γεωτρήσεις προς αναζήτηση σχιστολιθικού αερίου στη Γαλλία. Η νεαρή γυναίκα κατέρρευσε ένα πρωί, τον Ιούνιο του 2013, ανακαλύπτοντας ένα άρθρο στην εφημερίδα Les Échos, από το οποίο μάθαινε, και η Γαλλία μαζί της, ότι, σύμφωνα με τα λόγια ενός μεγάλου επιχειρηματία, ήταν μια «πραγματική καταστροφή» και ότι η «επιρροή της στην κυβέρνηση πρόκειται να περιοριστεί».
Στο βιβλίο της Insoumise (Ανυπότακτη), η Ντελφίν Μπατό γράφει: «Μία αναφορά που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν: ο πρόεδρος της εταιρείας Vallourec [συγγραφέας των αναφερθέντων σχολίων] είναι σύζυγος της Συλβί Υμπάκ (Sylvie Hubac), διευθύντριας του γραφείου του Φρανσουά Ολάντ».
Στη συνέχεια, η Ντελφίν Μπατό εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση. Αντιθέτως, η Συλβί Υμπάκ βρίσκεται πάντα στο Μέγαρο των Ηλυσίων και ο σύζυγός της εξακολουθεί να διευθύνει μεγάλη γαλλική εταιρεία, παγκόσμιο πρωταθλητή στην κατασκευή σωλήνων για γεωτρήσεις πετρελαίου… Η πρώην εκπρόσωπος Τύπου του υποψήφιου για την Προεδρία, Ολάντ, έμαθε με σκληρό τρόπο ποιος έχει πραγματικά την εξουσία. Η μαρτυρία της μπορεί να συμπεριληφθεί στα εκατοντάδες ανέκδοτα που αναφέρει η Σούζαν Τζωρτζ στο βιβλίο της Les Usurpateurs (Οι Σφετεριστές), που περιγράφει την ύπουλη κατάληψη της εξουσίας από τις μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών.
Παγκοσμιοποίηση της ισχύος
Η κοινή γνώμη τις υποδεικνύει με τον όρο «πολυεθνικές». Ονομάζονται Pfizer, Siemens, Total, Shell, General Electric… Η συγγραφέας προτιμά να τις αποκαλεί «δι-εθνικές», επειδή, όπως σωστά λέει, αυτές οι εταιρείες διοικούνται από άτομα που έχουν συγκεκριμένη εθνικότητα. Είναι γερά ριζωμένες στις διάφορες χώρες και γνωρίζουν πώς να τις χρησιμοποιούν, ακόμα και να τις μεταβάλλουν σε βαμπίρ, για να τις καταστήσουν βάσεις των κατακτήσεών τους έξω από τα σύνορα. Εδώ και καιρό, αυτά τα δι-εθνικά συγκροτήματα, που συχνά εξυμνούνται ως «εθνικοί πρωταθλητές» από τα μέσα ενημέρωσης, είναι σε θέση να επηρεάζουν τις αποφάσεις στο υψηλότερο επίπεδο του κράτους. Αυτό που ισχύει στη Γαλλία ισχύει επίσης και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη δεκαετία του ’90, ένας μοιρολάτρης Μπιλ Κλίντον παραδέχτηκε ο ίδιος μπροστά στους έκπληκτους δημοσιογράφους, που είχαν συγκεντρωθεί στο προεδρικό αεροπλάνο: «Τι θέλετε να κάνω; Δεν είμαι παρά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις».
Το καινούργιο είναι ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνοδεύτηκε από μια παγκοσμιοποίηση της εξουσίας αυτών των πολυεθνικών. Όχι από κάποια συνομωσία που προετοιμάστηκε κρυφά από τα διοικητικά συμβούλια, με πρότυπο την τηλεοπτική σειρά «X-Files», αλλά από τη σχεδόν φυσική, και αχαλίνωτη, έκφραση των «συμφερόντων» του ομίλου και από τη θέληση να επιβληθεί η «νεοφιλελεύθερη» ιδεοληψία που εμποδίζει κάθε προσπάθεια ρύθμισης. Μια ιδεοληψία σύμφωνα με την οποία μόνο το κεφάλαιο δημιουργεί πλούτο και αξίζει φροντίδα και προσοχή, ενώ η εργασία πρέπει να θεωρείται αμελητέα, ή τουλάχιστον αναλώσιμη· όσο για τη φύση, θα πρέπει να θεωρείται εκμεταλλεύσιμη μέχρις εξαντλήσεως των φυσικών πόρων.
Υπονομευτές της εθνικής κυριαρχίας
Αυτή η «αόρατη (σιδερένια) χείρα» των πολυεθνικών δραστηριοποιείται κατ’ εξοχήν στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται για τη μετάβαση σε μια νέα φάση απελευθέρωσης του εμπορίου –διάβαζε: μετάβαση στην αγριότητα– ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, ή την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτή την ευκαιρία, οι δι-εθνικοί όμιλοι διευρύνουν συλλογικά την επιρροή τους υποσκάπτοντας τα θεμέλια της κυριαρχίας των κρατών. Για τον λόγο αυτό ακριβώς, σε αυτές τις συμφωνίες περιλαμβάνεται συστηματικά μια ρήτρα για την «προστασία των επενδυτών έναντι των κρατών», σύμφωνα με την οποία θεσμοθετούνται διαιτητικά δικαστήρια, στη θέση της θεσμικής δικαιοσύνης, η οποία έχει πλέον δικαιοδοσία μόνο επάνω στους απλούς ανθρώπους σαν εμάς. Το πρόγραμμα αυτών των «σφετεριστών» δεν σταματά εδώ. Γιατί οι δι-εθνικοί όμιλοι έχουν ένα δόγμα, επεξεργασμένο από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Το Νταβός δεν αποτελεί μόνο ένα εξαιρετικό θέρετρο για τους ηγέτες των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων, που συντρώγουν στο πολυτελές χιονοδρομικό κέντρο, όπως αρέσκονται να περιγράφουν τα ΜΜΕ. Είναι επίσης ο χώρος όπου εξυφαίνεται μια πρωτοφανής αντεπανάσταση, μια «παγκόσμια ημερήσια διάταξη», που περιλαμβάνει 46 επιμέρους προγράμματα, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στην επιθυμία να περιοριστούν οι δημόσιες εξουσίες και να εγκαταλειφθεί η διαχείριση ολόκληρων τομέων του δημοσίου συμφέροντος στα χέρια των δι-εθνικών εταιρειών. Τεράστιο πρόγραμμα που επείγει να ανακοπεί.
Μια πλανητική απειλή
Το πιο ύπουλο τέχνασμα που χρησιμοποιούν είναι να διεισδύουν στην κυβέρνηση και να αποδομούν τους μηχανισμούς προστασίας των πολιτών μέσω των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Τον Ιούλιο 2013, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με στόχο τη δημιουργία διατλαντικής εταιρικής σχέσης για το εμπόριο και τις επενδύσεις. Αυτή η συμφωνία, εάν επικυρωθεί, θα καθορίσει την πλειοψηφία των κανονισμών που διέπουν το 40% σχεδόν του παγκόσμιου ΑΕΠ. Προετοιμάζεται από το 1995, υπό την αιγίδα των μεγάλων δι-εθνικών εταιρειών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι ρήτρες που αφορούν στις επενδύσεις θα παραχωρούν στις δι-εθνικές επιχειρήσεις [ΔΙ.ΕΠ] την πρωτοφανή δυνατότητα να κινούν νομικές διαδικασίες εναντίον ενός κράτους, ενώπιον ενός ιδιωτικού διαιτητικού δικαστηρίου, εάν εκτιμούν ότι τα σημερινά ή μελλοντικά κέρδη τους απειλούνται από κάποια κυβερνητική απόφαση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γίνεται συνένοχος των δι-εθνικών εταιρειών σκοπεύοντας να καταργήσει κάθε κανονισμό που μπορεί να προκαλέσει την επιβολή κυρώσεων.
Οι ΔΙ.ΕΠ. παρεμβαίνουν ακόμα και στη διεθνή σκηνή. Δεν αρκούνται στην ιδιοποίηση προς όφελός τους των εκτελεστικών, νομοθετικών, ακόμα και δικαστικών λειτουργιών του κράτους, αλλά προσπαθούν να βάλουν χέρι και στα Ηνωμένα Έθνη. Αυτή η διείσδυση δεν έγινε στα κρυφά, αλλά μετά από πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα αυτοπροσώπως, μέσω του Παγκόσμιου Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών, που εξυπηρετεί τις ταξικές φιλοδοξίες του Νταβός: να γίνουν οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ είναι αποφασισμένο να πάρει στα χέρια του κάθε τι που, κατά την άποψή του, είναι αντικείμενο κακής διαχείρισης εκ μέρους των κυβερνήσεων και των διακυβερνητικών οργανισμών, από την οικονομία έως το ναυτικό δίκαιο. Ο οργανισμός που έχει αυτοδιοριστεί για να προχωρήσει στην υποκατάσταση των κυβερνήσεων από τις εταιρείες είναι περισσότερο γνωστός από το τοπωνύμιο Νταβός και το πρόγραμμά του τιτλοφορείται, με ιδιαίτερη σεμνότητα, «Πρωτοβουλία για τον Παγκόσμιο Επανασχεδιασμό–ΠΠΕ» («Global Redesign Initiative», «GRI»).
Η απειλή που αποτελούν για τη δημοκρατία οι ΔΙ.ΕΠ. δεν σχετίζεται μόνο με το μέγεθός τους, τα πλούτη και την περιουσία τους, αλλά έχει να κάνει με τη συγκεντροποίηση και τη συνοχή τους, που τους επιτρέπουν να επηρεάζουν τις κυβερνήσεις, να διεισδύουν σε αυτές, ακόμη και τις υποκαθιστούν. Οι δι-εθνικοί όμιλοι αποτελούν μια πραγματική διεθνή «εξουσία», αποφασισμένη να προασπίσει τα εμπορικά συμφέροντά της, την ισχύ και τα κέρδη της, αγνοώντας το κοινό συμφέρον. Μοιράζονται ένα λεξιλόγιο, μια ιδεολογία και φιλοδοξίες απέναντι στα οποία οι πολίτες που παραμένουν προσηλωμένοι στις δημοκρατικές αξίες θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί.
Το πιο ισχυρό λόμπι: Η υγεία
Αν μου ζητούσαν να μαντέψω ποιοι τομείς της βιομηχανίας δαπανούν τα περισσότερα χρήματα για τη δημιουργία ομάδων συμφερόντων στις ΗΠΑ (λόμπι), θα απαντούσα, ίσως, με αυτή τη σειρά: η άμυνα, το πετρέλαιο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, είναι ο τομέας της υγείας. Η φαρμακευτική και ιατρική βιομηχανία σπάει όλα τα ρεκόρ, με έναν προϋπολογισμό 65,4 εκατ. δολαρίων, το 2013. Αν προσθέσουμε τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία, τους επαγγελματίες της υγείας, τις υγειονομικές υπηρεσίες και τους ιδιωτικούς οργανισμούς ασφάλισης υγείας, ο λογαριασμός ανέρχεται σχεδόν στα 129 εκατομμύρια. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς γιατί το σύστημα υγείας των ΗΠΑ είναι το πιο ακριβό στον κόσμο, γιατί τόσοι πολλοί Αμερικανοί δεν έχουν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και τόσοι άλλοι διάκεινται εχθρικά απέναντι στη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (Obamacare), με το επιχείρημα ότι πλήττει τις ελευθερίες τους. Προφανώς, οι λομπίστες κάνουν καλά τη δουλειά τους και οι εκστρατείες πλύσης εγκεφάλου που διεξάγουν είναι τρομακτικά αποτελεσματικές.
Στον τομέα της άμυνας και της αεροδιαστημικής, αποδεικνύεται ότι αυτοί οι τομείς δαπανούν μόνο 15,5 εκατ. δολάρια, έστω και αν το σύνολο αυτού του βιομηχανικού συμπλέγματος φτάνει στο συνολικό ύψος των 30 εκατ. Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν ζυγίζει παρά «μόνο» 34 εκατομμύρια δολάρια· αν όμως προσθέσουμε την ενέργεια και τους φυσικούς πόρους, φτάνουμε στα 91,4 εκατομ. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος τους ξεπερνά αν συμπεριλάβουμε τους τίτλους και τις επενδύσεις, τις εμπορικές τράπεζες και την αγορά των ακινήτων (119 εκατομμύρια δολάρια). Επομένως, η πρώτη μου εκτίμηση ήταν εσφαλμένη. Τούτου λεχθέντος, το βέβαιο είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις σε αυτούς τους τομείς, με ή χωρίς λομπίστες, θα κατορθώνουν πάντα να επιβάλλουν τους όρους τους.
Μια κρίση που κοστίζει 5 δισ. $
Ανεξάρτητα από τα ποσά που δαπανούν για τη δράση των λόμπι, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι αρκετά ισχυρά για να απειλούν όλους, και δεν διστάζουν να το κάνουν. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενισχυμένες από την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, οι κυριότερες αμερικανικές ΔΙ.ΕΠ στον τομέα των τραπεζών, των ασφαλίσεων και των μεγάλων λογιστικών επιχειρήσεων ένωσαν τις δυνάμεις τους, απασχολώντας περίπου 3.000 λομπίστες, και δαπάνησαν περίπου 5 δισ. δολάρια για να απαλλαγούν από μια ντουζίνα νόμους που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση Ρούζβελτ στη δεκαετία του ’30, στα πλαίσια του New Deal. νόμους που, για πάνω από εξήντα χρόνια, χρησίμευαν ως ασφαλιστική δικλίδα στην οικονομία των ΗΠΑ.
Αυτή η ασφαλιστική δικλίδα δεν άντεξε στην επίθεση των λόμπι που ανέπτυξαν οι επιχειρήσεις. Οι εταιρείες πέτυχαν να αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους τα ζημιογόνα στοιχεία του ενεργητικού τους για να τα τοποθετήσουν σε παράλληλες ή μη δηλωμένες τράπεζες, όπου ακόμα και οι μέτοχοί τους δεν θα μπορούσαν να τα ανακαλύψουν ποτέ. Μπόρεσαν να δημιουργήσουν και να διαπραγματευτούν, χωρίς κανέναν ρυθμιστικό κανονισμό και για ένα ποσό πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, παράγωγα προϊόντα συνδεδεμένα με υποθηκευμένα δάνεια «υψηλού κινδύνου» (όπως τα subprimes).
Η οικονομική καταστροφή επιταχύνθηκε με την κατάργηση του νόμου Glass-Steagall. Αυτή η βασική νομοθεσία του New Deal, που είχε υιοθετηθεί το 1933, απαιτούσε τον διαχωρισμό ανάμεσα σε καταθετικές και επενδυτικές τράπεζες. Τα οικονομικά λόμπι προσπαθούσαν να απαλλαγούν από αυτήν για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τελικά, το 1999, ο Μπιλ Κλίντον υποχώρησε, μετά από τις συστάσεις του Άλαν Γκρίνσπαν, προέδρου τότε της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, του Λάρι Σάμερς, κύριου οικονομικού συμβούλου του, και του Ρόμπερτ Ρούμπιν, υπουργού Οικονομικών και πρώην διευθυντή της Goldman Sachs.
Οι κυβερνήσεις και οι φορολογούμενοι δεν άργησαν να πληρώσουν αυτή τη μεταρρύθμιση. Πράγματι, αυτή άνοιξε τον δρόμο σε μια σειρά από εξαγορές και συγχωνεύσεις που έμελλαν να προκαλέσουν τη δημιουργία γιγαντιαίων δομών, «υπερβολικά μεγάλων για να χρεοκοπήσουν» («too big to fail»). Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα γνώριζαν ότι, σε περίπτωση δυσκολίας, το κράτος θα υποχρεωνόταν να τα διασώσει: ήταν πάρα πολύ μεγάλα για να χρεοκοπήσουν, αλλά όχι για να ενισχυθούν. Και πάρα πολύ ισχυρά για να τιμωρηθούν: σε κάποιες τράπεζες επιβλήθηκαν πρόστιμα, αλλά κανένας από τους διευθυντές τους δεν στάλθηκε στη φυλακή για τον ρόλο του στην πυροδότηση της κρίσης.
Οι 1318 βασίλισσες του κόσμου
Από τα 37 εκατομμύρια επιχειρήσεις που έχουν καταχωρισθεί στη βάση δεδομένων του Orbis, αυτή η ερευνητική ομάδα απομόνωσε 43.000 δι-εθνικές εταιρείες, ταυτοποίησε τους ιδιοκτήτες τους και περιόρισε αυτόν τον κατάλογο σε 1.318 εταιρείες, κάθε μια από τις οποίες συνδέεται κατά μέσο όρο με 20 άλλες. Έφτασαν στο συμπέρασμα ότι 147 από αυτές τις «υπεροντότητες» ελέγχουν μόνες τους το 40% του κύκλου εργασιών του συνόλου του δικτύου. Αν η οικονομία πηγαίνει καλά, ολόκληρη η δομή φαντάζει στέρεα, αλλά αρκεί να ταλαντευτεί μία από αυτές τις συστημικές οντότητες για να παρασύρει όλες τις άλλες στην πτώση της. Αυτό το φαινόμενο-ντόμινο φάνηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers, η οποία, το 2007, περιλαμβανόταν στις 50 κορυφαίες από τις εν λόγω εταιρείες. Αυτή η διαπίστωση δεν προκύπτει από καμία θεωρία συνωμοσίας: έχει αποδειχθεί από μια σειρά μαθηματικών μελετών, τα συμπεράσματα των οποίων είναι αρκετά ανησυχητικά για να μας προτρέψουν να θέσουμε υπό έλεγχο το χρηματοπιστωτικό λόμπι.
Ο κλιματικός αρνητισμός
Την επαύριο της αποτυχίας της Διάσκεψης για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη στην Κοπεγχάγη, το 2009, ένας συνασπισμός από πετρελαϊκές και αυτοκινητιστικές βιομηχανίες, που χρηματοδοτεί τον αρνητισμό, ανακοίνωσε τη διάλυσή του: έκρινε ότι είχε φέρει εις πέρας την αποστολή του. Πράγματι, από τότε, αυτές οι βιομηχανίες ευδοκιμούν, τα ΜΜΕ δεν μιλούν σχεδόν καθόλου για την αλλαγή του κλίματος και ο ΟΗΕ δεν την περιλαμβάνει πλέον στις προτεραιότητές του.
Ο Ρόμπερτ Μπραλ (Robert Brulle), καθηγητής κοινωνιολογίας και περιβαλλοντικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Drexel (Φιλαδέλφεια), ερεύνησε αυτό το κίνημα των «αρνητών» και, πιο συγκεκριμένα, τη χρηματοδότησή τους. Τα συμπεράσματά του είναι επιβαρυντικά. Κατέγραψε 118 οργανώσεις αρνητών, που δραστηριοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ακολούθησε τις διαδρομές χρηματοδότησής τους. Όλως τυχαίως, οι κύριοι χορηγοί είναι ιδρύματα νεο-συντηρητικών ή φιλελεύθερων, στενά συνδεδεμένα με τα ακραία φιλελεύθερα συμφέροντα των δι-εθνικών ομίλων. Μεταξύ 2003 και 2010, 140 ιδρύματα έχουν ενισχύσει με 558 εκατομμύρια δολάρια περίπου εκατό οργανώσεις που αρνούνται την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής. Αρκετά για να χρηματοδοτήσουν μια σειρά ψευδο-επιστημονικές μελέτες, συκοφαντικές επιθέσεις και προπαγανδιστικές εκστρατείες.
Στις απαρχές του σχεδίου διατλαντικής συνθήκης
Ας δούμε τώρα τις απαρχές της ΤΤΙΡ [Διατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων], και τι μας επιφυλάσσει. Η συμφωνία αυτή θα καθορίζει τους κανόνες που θα εφαρμόζονται σε εμπορικές συναλλαγές ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου ημερησίως, καθώς και στις οικονομίες των δύο πλουσιότερων περιφερειών του κόσμου. Οι επιπτώσεις της στην καθημερινή ζωή περισσότερων από 800 εκατομμύρια ανθρώπων, για να μην πούμε του κόσμου όλου, μπορεί να είναι και προβλέψιμες και απρόβλεπτες.
Έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το 2013 για να δούμε την ΤΤΙΡ –στα σκαριά ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες– να ανακοινώνεται στο κοινό. Ενώ μόλις είχαν ιδρύσει τον ΠΟΕ, το 1994, οι εταιρείες είχαν αρχίσει να απεργάζονται ακόμη πιο φιλόδοξες κατακτήσεις. Ήδη από το 1995, ο Διατλαντικός Εμπορικός Διάλογος (ΔΕΔ) «είχε εγκαινιαστεί από το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στον επίσημο διάλογο (η υπογράμμιση δική μου) μεταξύ των κύριων εμπορικών πρωταγωνιστών της Ευρώπης και των ΗΠΑ, τους υπουργούς Εμπορίου των ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους επιτρόπους».
Επρόκειτο για το προκαταρκτικό στάδιο στην αμερικανο-ευρωπαϊκή επεξεργασία ενός εταιρικού δικαίου. Εξ αρχής, ο ΔΕΔ συνέστησε ομάδες εργασίας, αποτελούμενες από εκπροσώπους των σχετικών βιομηχανικών κλάδων, που ανέλαβαν να εξετάσουν «τα ζητήματα προτύπων και κανονισμών», που ανέκαθεν αποτελούσαν το μαύρο πρόβατο γι’ αυτούς. Τα μέλη του διατλαντικού διαλόγου προώθησαν το τουλάχιστον αλαζονικό σύνθημα: «Εγκεκριμένο άπαξ, αποδεκτό παντού». Μετάφραση: «Αν εμείς, οι ΔΙ.ΕΠ., και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δώσουμε το πράσινο φως, ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει παρά να ακολουθήσει». […] Οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται σήμερα σκοπεύουν να δώσουν σε αυτό το σύνθημα ισχύ νόμου: αυτή είναι η αποστολή που έχουν αναλάβει οι κυβερνητικοί διαπραγματευτές. Εάν η ΤΤΙΡ επικυρωθεί και υπογραφεί, οι κυβερνήσεις θα είναι υποχρεωμένες να την εφαρμόσουν και να κάνουν τους πολίτες τους να την καταπιούν. Το κράτος εξακολουθεί να είναι απαραίτητο, οι κυβερνήσεις έχουν ακόμα έναν ρόλο να παίξουν· οι ΔΙ.ΕΠ. δεν προτίθενται να κυβερνήσουν άμεσα, ωστόσο δεν παύουν να προχωρούν σε έναν πραγματικό σφετερισμό της εξουσίας. Και οι κυβερνήσεις γίνονται συνένοχοί τους: αυτές δεν βρίσκονται πίσω από την πρωτοβουλία του ΔΕΔ, που σκοπεύει να αναθέσει στις δι-εθνικές επιχειρήσεις την εμπορική και ρυθμιστική πολιτική η οποία θα έπρεπε να είναι αρμοδιότητα του κράτους;
Ο ΔΕΔ δεν ξεφύτρωσε πάνοπλος από το κεφάλι του Δία ή του Ζακ Ντελόρ. Στην Ευρώπη, είχε προηγηθεί η Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα των Βιομηχάνων – ΕΣΤΒ (European Roundtable of Industrialists), που ιδρύθηκε το 1983 από δέκα οκτώ διευθυντές των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών δι-εθνικών εταιρειών. Σήμερα, η ΕΣΤΒ υπενθυμίζει με καμάρι ότι τα μέλη της, επικεφαλής πενήντα περίπου εταιρειών, χειρίζονται εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ και έχουν δημιουργήσει 6,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, εκ των οποίων 2,6 εκατομμύρια άμεσα. Οι ίδιες ΔΙ.ΕΠ. βρίσκονται πίσω από τη στρατηγική της Λισαβόνας, η οποία ευθυγραμμίζεται με τις απαιτήσεις που προβλήθηκαν σε μια έκθεση της ΕΣΤΒ, με τον τίτλο «Όραμα για μια ανταγωνιστική Ευρώπη το 2025» (και της οποίας ο υπότιτλος αναφέρεται σε «πολιτικές συμβουλές»). Ο ΔΕΔ αρκέστηκε στο να αντιγράψει κατά λέξη αυτές τις διεκδικήσεις, και τα μέλη της ΕΣΤΒ συνέχισαν να υπαγορεύουν τη θέλησή τους, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ικανοποιηθούν. Τον Μάρτιο του 2013, η Άνγκελα Μέρκελ κάλεσε στο Βερολίνο τον Ολάντ και 15 Διευθύνοντες Συμβούλους, μέλη της ΕΣΤΒ, όπου εξέχοντες επιχειρηματίες, όπως ο Jean-Louis Beffa (Διαχειριστής της Saint-Gobain και μέλος πολλών Δ.Σ. βιομηχανιών και τραπεζών) και ο Gerhard Cromme (Siemens, ThyssenKrupp) παρουσίασαν μια έκθεση για την «ανταγωνιστικότητα» […] Το δόγμα της ΕΣΤΒ επικρατεί πλέον τόσο μεταξύ των ηγετών της γαλλικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης όσο και της γερμανικής κεντροδεξιάς.
Όπως καυχιέται ο Πήτερ Σάδερλαντ (Peter Sutherland), πρώην ευρωπαϊκός Επίτροπος και πρώην διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, της British Petroleum και της Goldman Sachs, η ΕΣΤΒ είναι κάτι «πολύ περισσότερο από μια ομάδα άσκησης πίεσης. Τα μέλη της έχουν πρόσβαση στα ανώτερα κυβερνητικά επίπεδα».
Νταβός, το γενικό επιτελείο
Σήμερα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ένας θεσμός που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό δι-εθνικών εταιρειών και κυβερνήσεων, αλλάζει τα δεδομένα. Σκαρφαλωμένο στα ελβετικά βουνά, έχει θέσει ένα στόχο φιλόδοξο, μεγαλειώδη, υπερβολικό: να πάρει τη σκυτάλη από τις κυβερνήσεις, να ολοκληρώσει όσα αυτές αφήνουν στη μέση, να πάρει αποφάσεις για ζητήματα που δεν τολμούν να θίξουν. Για πρώτη φορά, οι επιχειρήσεις, αναλαμβάνουν να εκτεθούν διακηρύσσοντας: «Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να το κάνει πολύ καλύτερα από το κράτος!»
Για την εκπλήρωση του έργου τους, διαθέτουν ένα πιλοτικό σχέδιο και ένα όχημα: το διεθνές δίκτυο του Νταβός και την «Global Redesign Initiative». Αυτή η «Πρωτοβουλία για τον Παγκόσμιο Επανασχεδιασμό» σημαίνει απλώς ότι παραμερίζονται οι πολυμερείς κυβερνητικές συνεργασίες για να αντικατασταθούν από ένα νέο σχέδιο παγκόσμιας διακυβέρνησης: πρόκειται για ένα εκτεταμένο δίκτυο των «ενδιαφερομένων», οι οποίοι έχουν συσπειρωθεί γύρω από το τεράστιο πρόγραμμα που περιγράφεται στο εγχειρίδιο με τον τίτλο Everybody’s Business. Strengthening Inter-national Cooperation In A More Interdependent World («Αφορά όλους. Ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας σε ένα όλο και πιο αλληλοεξαρτώμενο κόσμο»).
[…] Σαράντα έξι Συμβούλια της Παγκόσμιας Ημερήσιας Διάταξης (ΣΠΗΔ-CAM), επιφορτισμένα με τη διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων. […] Τρία ΣΠΗΔ έχουν αποστολή να «σταθεροποιήσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό και νομισματικό σύστημα». Στα 19 μέλη του ΣΠΗΔ, που είναι υπεύθυνο για τις παγκόσμιες επενδυτικές ροές, περιλαμβάνονται δώδεκα βιομήχανοι, πέντε πανεπιστημιακοί ή μέλη δεξαμενών σκέψης και τρεις ανώτεροι αξιωματούχοι (ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας του Κουβέιτ, που προεδρεύει επίσης στο Συμβούλιο των αραβικών εταιρειών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, έχει διπλή ψήφο). Στο ΣΠΗΔ που ευθύνεται για το διεθνές νομισματικό σύστημα, υπάρχουν μόνο τρεις βιομήχανοι, οκτώ πανεπιστημιακοί και πέντε ανώτεροι αξιωματούχοι (μεταξύ αυτών ο υπ’ αριθ. 2 του ΔΝΤ και ο επικεφαλής των οικονομικών υπεύθυνων της Παγκόσμιας Τράπεζας). Ένας από αυτούς τους πανεπιστημιακούς δεν είναι άλλος από τον οικονομολόγο Τζον Γουίλιαμσον, εμπνευστή της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» που υποστηρίζει τη «διαρθρωτική προσαρμογή», δηλ. τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται στις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις.
Αυτά τα νεοφιλελεύθερα μέτρα αναγνωρίζονται ευρέως (κυρίως από πολλούς αξιωματούχους του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη) ότι ευθύνονται για τη «χαμένη δεκαετία» των χωρών του Νότου κατά τη δεκαετία του ’80. Το ΣΠΗΔ που ευθύνεται για τους συστημικούς κινδύνους δεν μου εμπνέει επίσης καμία εμπιστοσύνη: αποτελείται από εννέα μέλη προερχόμενα από τον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα και από μια δέσμη οικονομολόγων από τους οποίους κανένας δεν είχε προβλέψει την κρίση 2007-2008. Πρόεδρός της είναι ένα πρώην στέλεχος της Goldman Sachs, που είναι και η μοναδική γυναίκα στην ομάδα.
Όσο για το ΣΠΗΔ που αφορά στη διατροφική ασφάλεια, είναι διαβρωμένο από τον γίγαντα της αγρο-βιομηχανίας Bunge, τους Διευθύνοντες Συμβούλους της General Mills και της Unilever, μια μεγάλη αγροδιατροφική εταιρεία της Βραζιλίας, καθώς και το περίφημο πρόγραμμα του Ιδρύματος Γκέιτς, «Συμμαχία για μια πράσινη επανάσταση στην Αφρική» (Agra). Το ΣΠΗΔ για τη διατροφή περιλαμβάνει την Coca-Cola, την PepsiCo και τη Nestlé.
Η Water Pathways 2030 (για την προώθηση σε τοπικό επίπεδο της μεταρρύθμισης του τομέα των υδάτων), δηλαδή το ΣΠΗΔ που είναι υπεύθυνο για την ασφάλεια των υδάτων, είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο αναπτυγμένα, με πολλά προγράμματα σε διάφορες περιοχές του κόσμου (το Μεξικό, τη Νότια Αφρική, κ.λπ.). Τα 12 μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της είναι όλοι εκπρόσωποι δι-εθνικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων η Coca-Cola, η Dow Chemical, η Nestlé, η PepsiCo, η Standard Chartered Bank, η Syngenta και η Unilever.
Μεταξύ 2009 και 2011, οπότε δημοσίευσε τη μνημειώδη έκθεσή της, η «Πρωτοβουλία για τον Παγκόσμιο Επανασχεδιασμό» δεν σταμάτησε να εργάζεται. Συνεχίζει μέχρι σήμερα με διάφορα προσωπεία και παρεμβαίνει σε πολλά μέτωπα, σε όλο τον κόσμο. Το 2013, ο αριθμός των ατόμων που εμπλέκονται στα ΣΠΗΔ έχει αυξηθεί από 1.200 στα 1.500 και ο αριθμός των ίδιων των ΣΠΗΔ έχει σχεδόν διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 80. Όλος αυτός ο καλός κόσμος συναντιέται κάθε χρόνο με την ευκαιρία μιας συνδιάσκεψης («ο μεγαλύτερος καταιγισμός ιδεών στον κόσμο») που διοργανώνεται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, από την πλευρά του, παράγει ασταμάτητα νέες εκθέσεις και ενημερώσεις. Η διατύπωση «πρωτοβουλία πολλών ενδιαφερομένων μερών» αρχίζει να εδραιώνεται στο διεθνές λεξιλόγιο. «Εταιρική σχέση» είναι η νέα λέξη για «προσάρτηση». Οι κυβερνήσεις και οι διακυβερνητικές δομές πρέπει να αντλήσουν νέα ενέργεια από τον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για ένα μοντέλο που έχει μέλλον.
*Η δοκιμιογράφος Σούζαν Τζωρτζ καταγγέλλει στο βιβλίο της την κυριαρχία των «δι-εθνικών» εταιρειών πάνω στο παγκόσμιο εμπόριο, πέρα από κάθε έλεγχο. Και κυρίως τον έλεγχο των πολιτικών, οι οποίοι έχουν περιέλθει σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας.
Mετάφραση-επιμέλεια: Χριστίνα Σταματοπούλου
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου