Τι γράφει το insider.gr :
Σοβαρές δικονομικές δυσλειτουργίες που έχουν δημιουργήσει ένα «θολό» τοπίο για τις περιπτώσεις που η φορολογική διοίκηση μπορεί να υποβάλει μηνύσεις σε σημαντικές υποθέσεις όπως αυτές που αφορούν σε πλαστά και εικονικά στοιχεία, επιχειρεί να θεραπεύσει το υπουργείο Οικονομικών με διάταξη που περιλαμβάνεται στο φορολογικό νομοσχέδιο.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 35 του φορολογικού νομοσχεδίου προβλέπει πως η παρ. 1 του άρθρου 55Α του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Εάν με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως».
Η αλλαγή στη λεκτική διατύπωση του άρθρου 55Α του ν. 4174/2013 είναι εξαιρετικά σημαντική. Με το σημερινό καθεστώς, η συνδυαστική ανάγνωση του άρθρου 68 παρ. 1 με το άρθρο 55Α παρ. 1 του ν. 4174/2013 οδηγεί στην υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τον επικεφαλής της ΑΑΔΕ, από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης (Δ.Ο.Υ. υποβολής της δήλωσης) και από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει της οριστικής πράξης προσδιορισμού του φόρου και αποκλειστικά μόνον βάσει αυτής.
Στην πράξη αποδείχθηκε πως η λεκτική αυτή διατύπωση του νόμου είναι προβληματική και έχει επιφέρει δικονομικές ακυρότητες σε εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν σε πλαστά και εικονικά στοιχεία, στα οποία δεν προκύπτει φόρος, αλλά παραδοσιακά επιβάλλεται πρόστιμο.
Αν και η ΑΑΔΕ κοινοποιούσε και εξακολουθεί να αποστέλλει όλες τις υποθέσεις που αφορούν σε πλαστά και εικονικά τιμολόγια στον εισαγγελέα, ωστόσο πολλές φορές οι αυτεπάγγελτες διώξεις εκ μέρους των εισαγγελέων δεν τελεσφορούν με την επίκληση λόγων ακυρότητας της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 εδαφ. α' του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και με κάθειρξη έως δέκα έτη εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.
Με την εν λόγω διάταξη ο δράστης δεν καταδικάζεται αν τα επίδικα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για φοροδιαφυγή είτε στο εισόδημα είτε στο ΦΠΑ είτε σε διάφορους παρακρατούμενους φόρους. Επομένως αν το εικονικό τιμολόγιο λ.χ. έγινε αποδεκτό από επιχείρηση με σκοπό να μειωθούν τα φορολογητέα έσοδα και άρα το ποσό του καταβαλλόμενου φόρου εισοδήματος, τότε εφόσον τιμωρείται η τελευταία πράξη φοροδιαφυγής στο εισόδημα, μένει ατιμώρητη η πράξη της αποδοχής του εικονικού τιμολογίου. Να σημειωθεί πως η ρύθμιση του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 είναι επιεικέστερη της προϊσχύσασας του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του ν. 2523/1997, αφού η έκδοση ή η αποδοχή εικονικών- πλαστών φορολογικών στοιχείων απορροφάται από την πράξη της φοροδιαφυγής και δεν τιμωρείται αυτοτελώς.
Αυτό το τοπίο πλέον ξεκαθαρίζεται με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο με τη νέα διάταξη να κάνει ρητή αναφορά στην «πράξη επιβολής προστίμου», ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία σε σχέση με τις περιπτώσεις που ο Διοικητής της ΑΑΔΕ έχει το δικαίωμα να υποβάλει μηνύσεις για τέλεση ή απόπειρα τέλεσης του εγκλήματος της φοροδιαφυγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου