ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ VIVA(ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΛΑΤΣΗ) ΠΥΡΟΔΟΤΗΣΕ ΤΟ ΝΕΟ ΝΤΟΥ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ;;;
Από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, εκτός των τραπεζικών χαρατσιών, ερευνάται και αν οι συστημικές τράπεζες κλείνουν τον δρόμο στον ανταγωνισμό.
ΠΗΓΗ
Από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, εκτός των τραπεζικών χαρατσιών, ερευνάται και αν οι συστημικές τράπεζες κλείνουν τον δρόμο στον ανταγωνισμό.
Δύτερος γύρος ελέγχων από την Επιτροπή Ανταγωνισμού στις τράπεζες βρίσκεται σήμερα(σ.σ. χθες) σε εξέλιξη, αυτή την φορά όχι με αφορμή καταγγελία κατά των κυρίαρχων, συστημικών τραπεζών για συνεννοήσεις με στόχο να υψωθούν ανυπέρβλητα εμπόδια σε επίδοξους ανταγωνιστές. Αργότερα σήμερα(σ.σ. χθες) είναι πιθανό να γίνει συνοπτική ανακοίνωση της Επιτροπής, που θα επιβεβαιώνει τη διενέργεια των ελέγχων, που άρχισαν χθες, με την πρώτη έφοδο στα γραφεία των τραπεζών και της Ένωσης Τραπεζών.
Οι έλεγχοι προκλήθηκαν από αναφορές της εταιρείας ηλεκτρονικών πληρωμώνViva Wallet, η οποία ελέγχεται από τον όμιλο Λάτση και έχει ήδη κατακτήσει σημαντικά μερίδια αγοράς, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές με POS, ενώ φιλοδοξεί να καταστήσει το «ηλεκτρονικό πορτοφόλι» της ανταγωνιστικό προς τις «κλασικές» υπηρεσίες καθημερινών συναλλαγών των τραπεζών.
Δεν είναι, όμως, μόνο η Viva Wallet, αλλά και μικρότερες τράπεζες, που στρέφονται εναντίον των μεγάλων, σε ένα «πόλεμο»... από το μέλλον, όπως τον χαρακτηρίζουν στελέχη της αγοράς, περιγράφοντας με αυτό τον τρόπο τον αγώνα που θα κληθούν να δώσουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, που σήμερα έχουν μερίδιο αγοράς 95%, όταν σταδιακά εξομαλυνθούν οι συνθήκες στην αγορά και αρχίσει να γίνεται ελκυστική σε νέους «παίκτες», οι οποίοι θα διεκδικήσουν τα δικά τους μερίδια.
Ένα αντικειμενικό πρόβλημα που έχουν σήμερα όλοι όσοι φιλοδοξούν να εισέλθουν στην τραπεζική αγορά στον τομέα της λιανικής είναι ότι για τους νέους παίκτες είναι απολύτως απαραίτητη η σύνδεση με το δίκτυο ATM των μεγάλων τραπεζών, με κόστος που δεν θα είναι απαγορευτικό γι' αυτούς και τους πελάτες τους.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλείται να εξετάσει μια αρκετά σύνθετη υπόθεση, σε αυτό το πλαίσιο, καθώς οι συστημικές τράπεζες κατηγορούνται ότι από το καλοκαίρι ύψωσαν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στη λειτουργία ανταγωνιστών: αρχικά επέβαλαν πολύ υψηλές προμήθειες, 2 – 3 ευρώ, στις συναλλαγές με κάρτες ξένων τραπεζών στα ελληνικά ATM (direct access fees – D.A.F.). Όταν έγιναν καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από μεγάλους οργανισμούς πληρωμών (Visa – Mastercard) για την πρακτική αυτή, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες ισότιμης μεταχείρισης όλων των πελατών στον ευρωπαϊκό χώρο, οι ελληνικές τράπεζες δεν μείωσαν τις προμήθειες για τους ξένους, αλλά επέβαλαν ακριβώς τις ίδιες και στους Έλληνες πελάτες.
Το γεγονός αυτό, όπως υποστηρίζουν όσοι έχουν βλέψεις εισόδου με αξιώσεις στις συναλλαγές λιανικής, δημιουργεί γι' αυτούς ένα συντριπτικό μειονέκτημα: οι κάρτες που μπορεί να εκδίδουν για πελάτες τους εναλλακτικές εταιρείες πληρωμών ή μικρότερες τράπεζες, που δεν διαθέτουν δίκτυα ή έχουν πολύ περιορισμένη παρουσία φυσικών καταστημάτων, γίνονται υπερβολικά ακριβές για τους πελάτες, αφού σε όλες τις συναλλαγές τους επιβάλλονται υψηλές προμήθειες.
Έτσι, όποιος προσπαθήσει να διεκδικήσει μερίδιο αγοράς από τους μεγάλους, έχει δύο πολύ κακές επιλογές: να «σηκώσει» το τεράστιο κόστος ανάπτυξης ενός δικτύου με επαρκή κάλυψη της χώρας, ή να συμφωνήσει με τις τράπεζες να καλύπτει ο ίδιος τις προμήθειες που θα πλήρωναν οι κάτοχοι καρτών, κάτι που σημαίνει ότι ο επίδοξος ανταγωνιστής των μεγάλων τραπεζών και πάλι θα πρέπει να «ματώσει» σε τέτοιο βαθμό, που είναι αμφίβολο αν έχει νόημα να επιχειρήσει διείσδυση στην αγορά.
Από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως τονίζουν νομικοί, έχει μεγάλη σημασία αν οι τράπεζες απλώς ακολούθησαν τη λεγόμενη «παράλληλη συμπεριφορά» στην επιβολή αυτών των προμηθειών, δηλαδή η μία τράπεζα «παρακολούθησε» την τιμολογιακή πολιτική της άλλης, χωρίς προσυνεννόηση, ή αν υπήρξε συντονισμός της συμπεριφοράς τους, με σκοπό να εφαρμόσουν κοινή τιμολογιακή πολιτική τέτοια, ώστε να «κλείνει» η αγορά στον ανταγωνισμό.
Η δεύτερη εκδοχή αποτελεί πολύ σοβαρή παραβίαση της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό και είναι αυτή που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ή να διαψευσθεί, με βάση και τα αποτελέσματα των σημερινών ελέγχων, στο πλαίσιο των οποίων οι ελεγκτές της Επιτροπής αναζητούν πιθανά αποδεικτικά στοιχεία συνεννόησης μεταξύ των τραπεζών (μηνύματα αλληλογραφίας, προγραμματισμένες συναντήσεις, υπομνήματα κ.ο.κ.).
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι από τις εξελίξεις αυτών των ημερών στο επίπεδο της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στην τραπεζική αγορά θα καθορισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η κατεύθυνση που θα πάρει η αγορά μετά την υπέρβαση της μεγάλης κρίσης: αν καταφέρουν οι μεγάλες τράπεζες να αξιοποιήσουν τη συντριπτική υπεροχή που έχουν στο δίκτυο των ATM για ν ορθώσουν εμπόδια σε φιλόδοξους ανταγωνιστές, θα αργήσει πολύ να αποκατασταθεί η λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
Οι έλεγχοι προκλήθηκαν από αναφορές της εταιρείας ηλεκτρονικών πληρωμώνViva Wallet, η οποία ελέγχεται από τον όμιλο Λάτση και έχει ήδη κατακτήσει σημαντικά μερίδια αγοράς, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές με POS, ενώ φιλοδοξεί να καταστήσει το «ηλεκτρονικό πορτοφόλι» της ανταγωνιστικό προς τις «κλασικές» υπηρεσίες καθημερινών συναλλαγών των τραπεζών.
Δεν είναι, όμως, μόνο η Viva Wallet, αλλά και μικρότερες τράπεζες, που στρέφονται εναντίον των μεγάλων, σε ένα «πόλεμο»... από το μέλλον, όπως τον χαρακτηρίζουν στελέχη της αγοράς, περιγράφοντας με αυτό τον τρόπο τον αγώνα που θα κληθούν να δώσουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, που σήμερα έχουν μερίδιο αγοράς 95%, όταν σταδιακά εξομαλυνθούν οι συνθήκες στην αγορά και αρχίσει να γίνεται ελκυστική σε νέους «παίκτες», οι οποίοι θα διεκδικήσουν τα δικά τους μερίδια.
Ένα αντικειμενικό πρόβλημα που έχουν σήμερα όλοι όσοι φιλοδοξούν να εισέλθουν στην τραπεζική αγορά στον τομέα της λιανικής είναι ότι για τους νέους παίκτες είναι απολύτως απαραίτητη η σύνδεση με το δίκτυο ATM των μεγάλων τραπεζών, με κόστος που δεν θα είναι απαγορευτικό γι' αυτούς και τους πελάτες τους.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλείται να εξετάσει μια αρκετά σύνθετη υπόθεση, σε αυτό το πλαίσιο, καθώς οι συστημικές τράπεζες κατηγορούνται ότι από το καλοκαίρι ύψωσαν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στη λειτουργία ανταγωνιστών: αρχικά επέβαλαν πολύ υψηλές προμήθειες, 2 – 3 ευρώ, στις συναλλαγές με κάρτες ξένων τραπεζών στα ελληνικά ATM (direct access fees – D.A.F.). Όταν έγιναν καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από μεγάλους οργανισμούς πληρωμών (Visa – Mastercard) για την πρακτική αυτή, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες ισότιμης μεταχείρισης όλων των πελατών στον ευρωπαϊκό χώρο, οι ελληνικές τράπεζες δεν μείωσαν τις προμήθειες για τους ξένους, αλλά επέβαλαν ακριβώς τις ίδιες και στους Έλληνες πελάτες.
Το γεγονός αυτό, όπως υποστηρίζουν όσοι έχουν βλέψεις εισόδου με αξιώσεις στις συναλλαγές λιανικής, δημιουργεί γι' αυτούς ένα συντριπτικό μειονέκτημα: οι κάρτες που μπορεί να εκδίδουν για πελάτες τους εναλλακτικές εταιρείες πληρωμών ή μικρότερες τράπεζες, που δεν διαθέτουν δίκτυα ή έχουν πολύ περιορισμένη παρουσία φυσικών καταστημάτων, γίνονται υπερβολικά ακριβές για τους πελάτες, αφού σε όλες τις συναλλαγές τους επιβάλλονται υψηλές προμήθειες.
Έτσι, όποιος προσπαθήσει να διεκδικήσει μερίδιο αγοράς από τους μεγάλους, έχει δύο πολύ κακές επιλογές: να «σηκώσει» το τεράστιο κόστος ανάπτυξης ενός δικτύου με επαρκή κάλυψη της χώρας, ή να συμφωνήσει με τις τράπεζες να καλύπτει ο ίδιος τις προμήθειες που θα πλήρωναν οι κάτοχοι καρτών, κάτι που σημαίνει ότι ο επίδοξος ανταγωνιστής των μεγάλων τραπεζών και πάλι θα πρέπει να «ματώσει» σε τέτοιο βαθμό, που είναι αμφίβολο αν έχει νόημα να επιχειρήσει διείσδυση στην αγορά.
Από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως τονίζουν νομικοί, έχει μεγάλη σημασία αν οι τράπεζες απλώς ακολούθησαν τη λεγόμενη «παράλληλη συμπεριφορά» στην επιβολή αυτών των προμηθειών, δηλαδή η μία τράπεζα «παρακολούθησε» την τιμολογιακή πολιτική της άλλης, χωρίς προσυνεννόηση, ή αν υπήρξε συντονισμός της συμπεριφοράς τους, με σκοπό να εφαρμόσουν κοινή τιμολογιακή πολιτική τέτοια, ώστε να «κλείνει» η αγορά στον ανταγωνισμό.
Η δεύτερη εκδοχή αποτελεί πολύ σοβαρή παραβίαση της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό και είναι αυτή που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ή να διαψευσθεί, με βάση και τα αποτελέσματα των σημερινών ελέγχων, στο πλαίσιο των οποίων οι ελεγκτές της Επιτροπής αναζητούν πιθανά αποδεικτικά στοιχεία συνεννόησης μεταξύ των τραπεζών (μηνύματα αλληλογραφίας, προγραμματισμένες συναντήσεις, υπομνήματα κ.ο.κ.).
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι από τις εξελίξεις αυτών των ημερών στο επίπεδο της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στην τραπεζική αγορά θα καθορισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η κατεύθυνση που θα πάρει η αγορά μετά την υπέρβαση της μεγάλης κρίσης: αν καταφέρουν οι μεγάλες τράπεζες να αξιοποιήσουν τη συντριπτική υπεροχή που έχουν στο δίκτυο των ATM για ν ορθώσουν εμπόδια σε φιλόδοξους ανταγωνιστές, θα αργήσει πολύ να αποκατασταθεί η λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου