ΤΟΤΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΑΣΟΚ-ΚΩΣΤΑ ΣΗΜΙΤΗ & ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤτΕ Ο ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ
Στρογγυλοποιήσεις τιμών προς τα πάνω και αισχροκέρδεια χωρίς κανέναν έλεγχο !!!
Η είσοδος του ευρώ στην καθημερινότητα εκατομμυρίων Ευρωπαίων συνοδεύτηκε από τις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ αλλά και τις προσδοκίες των πολιτών ότι η κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος δεν θα προκαλούσε αύξηση των τιμών. Η πραγματικότητα όμως αποδείχθηκε διαφορετική, κάτι που οι Ελληνες καταναλωτές βίωσαν περισσότερο από κάθε άλλο Ευρωπαίο. Στρογγυλοποιήσεις προς τα πάνω, σύγχυση για την πραγματική ισοτιμία ευρώ – δραχμής και αισχροκέρδεια.
Αν και ήταν γνωστό ότι η εισαγωγή του ευρώ θα προκαλούσε πληθωριστική έκρηξη και κάτι τέτοιο είχε προβλεφθεί από τις κεντρικές τράπεζες κρατών όπου το ευρώ ήταν σχεδόν ισότιμο ή πολύ κοντά στο παλαιό νόμισμα, όπως στη Γερμανία και τη Γαλλία, στη χώρα μας εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ πολιτική βούληση για πραγματικό έλεγχο των τιμών.
Ετσι όταν οι Ελληνες ξύπνησαν με ευρώ την Πρωτοχρονιά του 2002 άρχισαν να πληρώνουν για το εμφιαλωμένο νερό 0,5 ευρώ από 50 δραχμές (υπερτριπλασιασμός της τιμής) και για τον καφέ 2 ευρώ ή 681 δραχμές από 450 δραχμές. Το κουλουράκι ανατιμήθηκε αμέσως από 100 δραχμές στο 1 ευρώ, ενώ η επίσκεψη στον γιατρό «τσίμπησε» αρκετά – από 10.000 δραχμές στα 35 ευρώ, δηλαδή 11.926 δραχμές. H είσοδος σε κλαμπ με ποτό κόστιζε 5.000 δρχ. και έγινε 20 ευρώ (6.815 δρχ.). Αντίστοιχο σουξέ όμως γνώρισε ο μαϊντανός: από τις 50 δραχμές σκαρφάλωσε με άνεση στα 50 λεπτά του ευρώ – αύξηση 257%.
ΚΟΣΤΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ
Η ακρίβεια που έφερε το φούσκωμα των τιμών λόγω του ευρώ διαπιστώνεται και από την ετήσια έκθεση της εταιρείας Mercer που χρησιμοποιεί ως κριτήριο την τιμή 200 ειδών και υπηρεσιών (ρουχισμού, διατροφής, μετακίνησης, ψυχαγωγίας κ.ά.) για το 2003. Η Αθήνα τότε βρέθηκε στην 71η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, σκαρφαλώνοντας σαράντα ολόκληρες θέσεις μέσα σε έναν χρόνο (ήταν 111η στον αντίστοιχο κατάλογο του 2002), αφήνοντας πολύ πίσω πόλεις όπως η Γλασκώβη, το Τορόντο, η Βαρκελώνη, η Μαδρίτη και το Αμβούργο. Πάντως η εκτίναξη του κόστους ζωής στα ύψη στη χώρα μας δεν συνοδεύτηκε και από ανάλογη αύξηση των αποδοχών. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση στην έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το 2002 ότι «η διαφορά μεταξύ των αποδοχών στην Ελλάδα και του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι αρκετά μεγάλη ώστε οι όποιες στατιστικές αβεβαιότητες να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση η Ελλάδα διατηρούσε την τελευταία θέση στην κατάταξη των αμοιβών των δημόσιων υπαλλήλων στην EE. Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές του κλάδου ανέρχονται σε 1.200 ευρώ έναντι περίπου 2.100 ευρώ στις άλλες χώρες! Στον κλάδο του εμπορίου, των επικοινωνιών και των μεταφορών επίσης η Ελλάδα βρισκόταν στην προτελευταία θέση στην κατάταξη των αμοιβών στην EE, με τελευταία την Πορτογαλία. Την προτελευταία θέση κατείχε όμως η χώρα μας και στον κατώτατο μηνιαίο μισθό. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα ήταν 473 ευρώ, ενώ κατά μέσο όρο ο κατώτατος μισθός στις χώρες της EE είναι 924 ευρώ.
ΑΥΞΗΘΗΚΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ;
Η περίοδος λίγο πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ (6/1999- 8/2000) χαρακτηρίζεται από βελτίωση της αισιοδοξίας από την πλευρά των καταναλωτών. Η τιμή του δείκτη που αποτυπώνει τις αντιλήψεις για τον πληθωρισμό σε σχέση με τον ίδιο τον πληθωρισμό στην Ελλάδα αγγίζει τα χαμηλότερα επίπεδα ιστορικά και διαμορφώνεται στις 10 μονάδες κατά μέσο όρο. Αυτό βέβαια παρατηρείται σε μια περίοδο που η προσπάθεια ένταξης στην ΟΝΕ έχει αποφέρει καρπούς και ο μέσος πληθωρισμός έχει υποχωρήσει στο 2,7%. Η αισιοδοξία αυτή όμως δεν διήρκεσε για πολύ. Ο δείκτης αυξάνεται και φτάνει κατά μέσο όρο τις 68 μονάδες την περίοδο 8/2003-5/2007.
Ομως η αύξηση του δείκτη δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση του πληθωρισμού. Η συσχέτιση μεταξύ αντιλήψεων και πληθωρισμού φαίνεται να διαταράσσεται αφού ο πληθωρισμός την περίοδο αυτή παραμένει σχεδόν στα ίδια επίπεδα αγγίζοντας κατά μέσο όρο το 3,2%. Η αλήθεια πάντως είναι ότι κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έπεσαν έξω σε ό,τι αφορά την επίδραση του ευρώ στην τιμολόγηση των προϊόντων, υποτιμώντας το μέγεθός της. Αρχικά η ΤτΕ, με διοικητή τότε τον Λουκά Παπαδήμο, εκτιμούσε ότι η τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών σε ευρώ θα είχε μικρή επίδραση στην εξέλιξη των τιμών καταναλωτή, περίπου 0,2% στη χώρα μας και 0,6% στην ΕΕ. Η ανάλυση των στοιχείων όμως οδήγησε στην αναθεώρησή τους.
Οι αυξήσεις στο πρώτο τρίμηνο του 2002, που δεν ήταν αναμενόμενες ή συνηθισμένες, συνέβαλαν στον πληθωρισμό κατά 0,5%. Δηλαδή αν δεν είχαν γίνει οι αυξήσεις αυτές, ο πληθωρισμός τον Μάρτιο του 2002 δεν θα ήταν 4% αλλά 3,5%. Μιλάμε δε για την περίοδο που ίσχυαν οι συμφωνίες κυρίων. Οταν έληξαν αυτές οι συμφωνίες, που σύμφωνα με τις καταναλωτικές οργανώσεις δεν τηρήθηκαν ποτέ στο ακέραιο, η επίπτωση ήταν 0,7-0,8%, όταν ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού στο τέλος Μαΐου 2002 ήταν 3,4%.
Αυτό προκύπτει από σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) καθώς τον Απρίλη του 2002 συγκριτικά με τον Γενάρη του 2002 –δηλαδή μέσα σε ένα τρίμηνο– καταγράφηκαν αυξήσεις τιμών σε πολλά προϊόντα που έφτασαν μέχρι και 18%. Να σημειωθεί ότι την περίοδο πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη (1/1990-12/2000) η αντίληψη των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό επηρεαζόταν σημαντικά από τον πληθωρισμό που αντιστοιχούσε σε αγαθά «πρώτης ανάγκης».
Τα αγαθά αυτά κυριαρχούσαν στις καθημερινές συναλλαγές των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, τα είδη διατροφής και τα μη οινοπνευματώδη ποτά, τα οινοπνευματώδη ποτά και ο καπνός, τα είδη ένδυσης και υπόδησης, οι δαπάνες που σχετίζονται με τη στέγαση καθώς και με αγαθά οικιακής χρήσης (διαρκή αγαθά, οικιακά είδη άμεσης κατανάλωσης και οικιακές υπηρεσίες) και, τέλος, οι υπηρεσίες που σχετίζονται με την εκπαίδευση ήταν αυτά που είχαν θετική και στατιστικά σημαντική σχέση με τον δείκτη των αντιλήψεων των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό. Μάλιστα τα είδη αυτά είχαν συνολικά μεγάλη βαρύτητα στο «καλάθι» των αγαθών και υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, καθώς υπολογίζεται ότι ξεπερνούσαν το 50% των δαπανών του μέσου ελληνικού νοικοκυριού.
Την περίοδο μετά την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή (1/2002) οι αντιλήψεις των νοικοκυριών δεν επηρεάζονται σημαντικά από καμία κατηγορία αγαθών ή υπηρεσιών του πληθωρισμού. Αυτό φανερώνουν οι μη στατιστικά σημαντικοί συντελεστές, σύμφωνα με μελέτη που έχει πραγματοποιήσει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών & Προβλέψεων της Eurobank.
Ετσι τα νοικοκυριά δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε το σύνολο του πληθωρισμού ούτε την εξέλιξη των τιμών κάποιας συγκεκριμένης κατηγορίας αγαθών ή υπηρεσιών. Εχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο υφίσταται αυτή η διαφορά μεταξύ της αντίληψης των καταναλωτών για την ακρίβεια και της πραγματικής επίπτωσης που είχε η εισαγωγή του ευρώ. Σύμφωνα με μελέτη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (ΟΚE) μια από αυτές ερμηνεύει αυτήν τη διαφορά με βάση ψυχολογικούς παράγοντες και το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού εξακολουθούσε τότε να πραγματοποιεί υπολογισμούς με βάση το εθνικό νόμισμα. Ετσι η σύγκριση γινόταν μεταξύ της τιμής που ίσχυε κατά την ημερομηνία μετάβασης με βάση το απελθόν εθνικό νόμισμα, η οποία πάγωσε, και της τιμής σε ευρώ η οποία μεταβάλλεται. Μια άλλη προσέγγιση για το ίδιο θέμα, που όμως δεν τεκμηριώνεται από τα ποσοτικά στοιχεία, αποδίδει την ακρίβεια που δημιουργήθηκε μετά την εισαγωγή του ευρώ σε μια γενική αύξηση του επιπέδου των τιμών.
Η αύξηση αυτή δεν συνοδεύτηκε από ισοδύναμη αύξηση του εισοδήματοςώστε να διατηρηθεί ανέπαφη η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Το αποτέλεσμα ήταν ο πολίτης να υποστεί τις ίδιες συνέπειες που υφίσταται από μια περικοπή του ονομαστικού μισθού του ή από μια εφάπαξ αύξηση της φορολόγησης του εισοδήματός του.
Ετσι ενώ το επίπεδο των τιμών μεταβάλλεται σε ετήσια βάση περίπου κατά 3% μετά το 2002 –χαμηλός πληθωρισμός σχετικά με το ιστορικό παρελθόν– η εφάπαξ απώλεια της αγοραστικής δύναμης που προκλήθηκε από τη γενική ανατίμηση οδήγησε σε μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
Στρογγυλοποιήσεις τιμών προς τα πάνω και αισχροκέρδεια χωρίς κανέναν έλεγχο !!!
Η είσοδος του ευρώ στην καθημερινότητα εκατομμυρίων Ευρωπαίων συνοδεύτηκε από τις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ αλλά και τις προσδοκίες των πολιτών ότι η κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος δεν θα προκαλούσε αύξηση των τιμών. Η πραγματικότητα όμως αποδείχθηκε διαφορετική, κάτι που οι Ελληνες καταναλωτές βίωσαν περισσότερο από κάθε άλλο Ευρωπαίο. Στρογγυλοποιήσεις προς τα πάνω, σύγχυση για την πραγματική ισοτιμία ευρώ – δραχμής και αισχροκέρδεια.
Αν και ήταν γνωστό ότι η εισαγωγή του ευρώ θα προκαλούσε πληθωριστική έκρηξη και κάτι τέτοιο είχε προβλεφθεί από τις κεντρικές τράπεζες κρατών όπου το ευρώ ήταν σχεδόν ισότιμο ή πολύ κοντά στο παλαιό νόμισμα, όπως στη Γερμανία και τη Γαλλία, στη χώρα μας εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ πολιτική βούληση για πραγματικό έλεγχο των τιμών.
Ετσι όταν οι Ελληνες ξύπνησαν με ευρώ την Πρωτοχρονιά του 2002 άρχισαν να πληρώνουν για το εμφιαλωμένο νερό 0,5 ευρώ από 50 δραχμές (υπερτριπλασιασμός της τιμής) και για τον καφέ 2 ευρώ ή 681 δραχμές από 450 δραχμές. Το κουλουράκι ανατιμήθηκε αμέσως από 100 δραχμές στο 1 ευρώ, ενώ η επίσκεψη στον γιατρό «τσίμπησε» αρκετά – από 10.000 δραχμές στα 35 ευρώ, δηλαδή 11.926 δραχμές. H είσοδος σε κλαμπ με ποτό κόστιζε 5.000 δρχ. και έγινε 20 ευρώ (6.815 δρχ.). Αντίστοιχο σουξέ όμως γνώρισε ο μαϊντανός: από τις 50 δραχμές σκαρφάλωσε με άνεση στα 50 λεπτά του ευρώ – αύξηση 257%.
ΚΟΣΤΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ
Η ακρίβεια που έφερε το φούσκωμα των τιμών λόγω του ευρώ διαπιστώνεται και από την ετήσια έκθεση της εταιρείας Mercer που χρησιμοποιεί ως κριτήριο την τιμή 200 ειδών και υπηρεσιών (ρουχισμού, διατροφής, μετακίνησης, ψυχαγωγίας κ.ά.) για το 2003. Η Αθήνα τότε βρέθηκε στην 71η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, σκαρφαλώνοντας σαράντα ολόκληρες θέσεις μέσα σε έναν χρόνο (ήταν 111η στον αντίστοιχο κατάλογο του 2002), αφήνοντας πολύ πίσω πόλεις όπως η Γλασκώβη, το Τορόντο, η Βαρκελώνη, η Μαδρίτη και το Αμβούργο. Πάντως η εκτίναξη του κόστους ζωής στα ύψη στη χώρα μας δεν συνοδεύτηκε και από ανάλογη αύξηση των αποδοχών. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση στην έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το 2002 ότι «η διαφορά μεταξύ των αποδοχών στην Ελλάδα και του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι αρκετά μεγάλη ώστε οι όποιες στατιστικές αβεβαιότητες να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση η Ελλάδα διατηρούσε την τελευταία θέση στην κατάταξη των αμοιβών των δημόσιων υπαλλήλων στην EE. Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές του κλάδου ανέρχονται σε 1.200 ευρώ έναντι περίπου 2.100 ευρώ στις άλλες χώρες! Στον κλάδο του εμπορίου, των επικοινωνιών και των μεταφορών επίσης η Ελλάδα βρισκόταν στην προτελευταία θέση στην κατάταξη των αμοιβών στην EE, με τελευταία την Πορτογαλία. Την προτελευταία θέση κατείχε όμως η χώρα μας και στον κατώτατο μηνιαίο μισθό. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα ήταν 473 ευρώ, ενώ κατά μέσο όρο ο κατώτατος μισθός στις χώρες της EE είναι 924 ευρώ.
ΑΥΞΗΘΗΚΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ;
Η περίοδος λίγο πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ (6/1999- 8/2000) χαρακτηρίζεται από βελτίωση της αισιοδοξίας από την πλευρά των καταναλωτών. Η τιμή του δείκτη που αποτυπώνει τις αντιλήψεις για τον πληθωρισμό σε σχέση με τον ίδιο τον πληθωρισμό στην Ελλάδα αγγίζει τα χαμηλότερα επίπεδα ιστορικά και διαμορφώνεται στις 10 μονάδες κατά μέσο όρο. Αυτό βέβαια παρατηρείται σε μια περίοδο που η προσπάθεια ένταξης στην ΟΝΕ έχει αποφέρει καρπούς και ο μέσος πληθωρισμός έχει υποχωρήσει στο 2,7%. Η αισιοδοξία αυτή όμως δεν διήρκεσε για πολύ. Ο δείκτης αυξάνεται και φτάνει κατά μέσο όρο τις 68 μονάδες την περίοδο 8/2003-5/2007.
Ομως η αύξηση του δείκτη δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση του πληθωρισμού. Η συσχέτιση μεταξύ αντιλήψεων και πληθωρισμού φαίνεται να διαταράσσεται αφού ο πληθωρισμός την περίοδο αυτή παραμένει σχεδόν στα ίδια επίπεδα αγγίζοντας κατά μέσο όρο το 3,2%. Η αλήθεια πάντως είναι ότι κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έπεσαν έξω σε ό,τι αφορά την επίδραση του ευρώ στην τιμολόγηση των προϊόντων, υποτιμώντας το μέγεθός της. Αρχικά η ΤτΕ, με διοικητή τότε τον Λουκά Παπαδήμο, εκτιμούσε ότι η τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών σε ευρώ θα είχε μικρή επίδραση στην εξέλιξη των τιμών καταναλωτή, περίπου 0,2% στη χώρα μας και 0,6% στην ΕΕ. Η ανάλυση των στοιχείων όμως οδήγησε στην αναθεώρησή τους.
Οι αυξήσεις στο πρώτο τρίμηνο του 2002, που δεν ήταν αναμενόμενες ή συνηθισμένες, συνέβαλαν στον πληθωρισμό κατά 0,5%. Δηλαδή αν δεν είχαν γίνει οι αυξήσεις αυτές, ο πληθωρισμός τον Μάρτιο του 2002 δεν θα ήταν 4% αλλά 3,5%. Μιλάμε δε για την περίοδο που ίσχυαν οι συμφωνίες κυρίων. Οταν έληξαν αυτές οι συμφωνίες, που σύμφωνα με τις καταναλωτικές οργανώσεις δεν τηρήθηκαν ποτέ στο ακέραιο, η επίπτωση ήταν 0,7-0,8%, όταν ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού στο τέλος Μαΐου 2002 ήταν 3,4%.
Αυτό προκύπτει από σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) καθώς τον Απρίλη του 2002 συγκριτικά με τον Γενάρη του 2002 –δηλαδή μέσα σε ένα τρίμηνο– καταγράφηκαν αυξήσεις τιμών σε πολλά προϊόντα που έφτασαν μέχρι και 18%. Να σημειωθεί ότι την περίοδο πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη (1/1990-12/2000) η αντίληψη των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό επηρεαζόταν σημαντικά από τον πληθωρισμό που αντιστοιχούσε σε αγαθά «πρώτης ανάγκης».
Τα αγαθά αυτά κυριαρχούσαν στις καθημερινές συναλλαγές των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, τα είδη διατροφής και τα μη οινοπνευματώδη ποτά, τα οινοπνευματώδη ποτά και ο καπνός, τα είδη ένδυσης και υπόδησης, οι δαπάνες που σχετίζονται με τη στέγαση καθώς και με αγαθά οικιακής χρήσης (διαρκή αγαθά, οικιακά είδη άμεσης κατανάλωσης και οικιακές υπηρεσίες) και, τέλος, οι υπηρεσίες που σχετίζονται με την εκπαίδευση ήταν αυτά που είχαν θετική και στατιστικά σημαντική σχέση με τον δείκτη των αντιλήψεων των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό. Μάλιστα τα είδη αυτά είχαν συνολικά μεγάλη βαρύτητα στο «καλάθι» των αγαθών και υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, καθώς υπολογίζεται ότι ξεπερνούσαν το 50% των δαπανών του μέσου ελληνικού νοικοκυριού.
Την περίοδο μετά την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή (1/2002) οι αντιλήψεις των νοικοκυριών δεν επηρεάζονται σημαντικά από καμία κατηγορία αγαθών ή υπηρεσιών του πληθωρισμού. Αυτό φανερώνουν οι μη στατιστικά σημαντικοί συντελεστές, σύμφωνα με μελέτη που έχει πραγματοποιήσει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών & Προβλέψεων της Eurobank.
Ετσι τα νοικοκυριά δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε το σύνολο του πληθωρισμού ούτε την εξέλιξη των τιμών κάποιας συγκεκριμένης κατηγορίας αγαθών ή υπηρεσιών. Εχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο υφίσταται αυτή η διαφορά μεταξύ της αντίληψης των καταναλωτών για την ακρίβεια και της πραγματικής επίπτωσης που είχε η εισαγωγή του ευρώ. Σύμφωνα με μελέτη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (ΟΚE) μια από αυτές ερμηνεύει αυτήν τη διαφορά με βάση ψυχολογικούς παράγοντες και το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού εξακολουθούσε τότε να πραγματοποιεί υπολογισμούς με βάση το εθνικό νόμισμα. Ετσι η σύγκριση γινόταν μεταξύ της τιμής που ίσχυε κατά την ημερομηνία μετάβασης με βάση το απελθόν εθνικό νόμισμα, η οποία πάγωσε, και της τιμής σε ευρώ η οποία μεταβάλλεται. Μια άλλη προσέγγιση για το ίδιο θέμα, που όμως δεν τεκμηριώνεται από τα ποσοτικά στοιχεία, αποδίδει την ακρίβεια που δημιουργήθηκε μετά την εισαγωγή του ευρώ σε μια γενική αύξηση του επιπέδου των τιμών.
Η αύξηση αυτή δεν συνοδεύτηκε από ισοδύναμη αύξηση του εισοδήματοςώστε να διατηρηθεί ανέπαφη η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Το αποτέλεσμα ήταν ο πολίτης να υποστεί τις ίδιες συνέπειες που υφίσταται από μια περικοπή του ονομαστικού μισθού του ή από μια εφάπαξ αύξηση της φορολόγησης του εισοδήματός του.
Ετσι ενώ το επίπεδο των τιμών μεταβάλλεται σε ετήσια βάση περίπου κατά 3% μετά το 2002 –χαμηλός πληθωρισμός σχετικά με το ιστορικό παρελθόν– η εφάπαξ απώλεια της αγοραστικής δύναμης που προκλήθηκε από τη γενική ανατίμηση οδήγησε σε μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου