(Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα της ύλης του τεύχους 203 του περιοδικού ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ - Δημοσιεύθηκε στις 8/2/2019)
Η πολιτική που ασκήθηκε στον τραπεζικό κλάδο κατά τη διαχείριση της χρηματοοικονομικής κρίσης της χώρας, είναι η κυρίως υπεύθυνη για την κατάρρευση του τραπεζικού κλάδου και τις τρομακτικές απώλειες που υπέστησαν η ελληνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία.
Ποσό 60,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντλήθηκε μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου κατά τα χρόνια 2008-2015, χάθηκε για πάντα στο “άπατο πηγάδι” που ονομάζεται ελληνικός τραπεζικός κλάδος. Αν στο ποσό αυτό προστεθεί και η συνολική κεφαλαιοποίηση του κλάδου στο τέλος του 2017 (81,3 δισεκατομμύρια ευρώ) και ληφθεί υπ’ όψη (αφαιρεθεί) η σημερινή πενιχρή κεφαλαιοποίηση των τραπεζών που απέμειναν (4,0 δισεκατομμύρια), τότε οι συνολικές απώλειες που υπέστησαν οι μέτοχοι των τραπεζών κατά το διάστημα 2008-2018 φθάνει στα 138,1 δισεκατομμύρια ευρώ! (Δείτε τον παρακάτω πίνακα). Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο ποσό, τεράστιο ακόμη και για τα διεθνή δεδομένα -και πόσο μάλλον για μία μικρή και χρεοκοπημένη οικονομία όπως η ελληνική.
(Δείτε τον πλήρη πίνακα της άντλησης κεφαλαίων)
Το ότι αυτά τα χρήματα χάθηκαν από τους μετόχους, ας μη μας κάνει να νομίζουμε ότι δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Μέτοχοι των τραπεζών ήταν, σε μεγάλο ποσοστό έλληνες πολίτες, όλων των οικονομικών και κοινωνικών κατηγοριών. Μέτοχοι ήταν η Εκκλησία, διάφορα ιδρύματα, σύλλογοι και ιδρύματα. Εκατοντάδες χιλιάδες φυσικά και νομικά πρόσωπα. Οι απώλειες, οι οποίες είναι οριστικές, επηρέασε την καταναλωτική και επενδυτική συμπεριφορά όλων, με ανυπολόγιστες πολλαπλασιαστικές επιδράσεις για το σύνολο της οικονομίας. Όμως, μέτοχοι ήταν και ξένοι επενδυτές, οι οποίοι, μετά τις κολοσιαίες απώλειες που κατέγραψαν -μάλιστα σε μία περίοδο που οι άλλες αγορές γνώριζαν άνθιση- θα τους κάνει σκεπτικούς, αν όχι αρνητικούς, για μελλοντικές επενδύσεις στη χώρα μας.
Κατά την καταστροφική δεκαετία 2008-2018, τα κεφάλαια των τραπεζών χάθηκαν από τρεις αιτίες:
α) Από τις απώλειες που προκάλεσε η χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Οι απώλειες αυτές ήταν κεφαλαιακές (απώλειες χαρτοφυλακίου αξιογράφων), αλλά και λειτουργικές (λόγω αύξησης των επισφαλών δανείων). Τελικά, ως μέγεθος υπήρξαν μικρές και δεν επηρέασαν τους δείκτες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Για την κάλυψη των απωλειών αυτών και τη γενικότερη ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών, πραγματοποιήθηκαν οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου του 2008, συνολικού ύψους 3,9 δισεκατομμυρίων ευρώ.
β) Από τις τρομακτικά μεγάλες απώλειες που προκάλεσε το “κούρεμα” των ελληνικών ομολόγων (PSI) κατά το 2012. Εκτιμάται ότι στο PSI της άνοιξης του 2012 “κουρεύτηκαν” ομόλογα ύψους 46,9 δισεκατομμυρίων ευρώ και καταγράφηκαν απώλειες 28,4 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί “φόρτωσαν” οι ελληνικές τράπεζες τα χαρτοφυλάκιά τους με ομόλογα κατά την περίοδο 2010-2012, την περίοδο δηλαδή που όλες οι διεθνείς τράπεζες τα πουλούσαν; Κατά τα φαινόμενα, στο ερώτημα αυτό δε θα λάβουμε ποτέ απάντηση, αν και σ’ αυτό, κρύβεται η μεγάλη αλήθεια για την ελληνική κρίση -μήνυσή μας εναντίον των τραπεζών για το ζήτημα αυτό (δείτε εδώ) (δείτε το κείμενο της μηνυτήριας αναφοράς) δεν έφθασε ποτέ στο ακροατήριο. Για την κάλυψη των απωλειών αυτών, οι τράπεζες, κατά τα έτη 2010 - 2013, πραγματοποίησαν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου 28,0 δισεκατομμυρίων ευρώ. Όμως, μετά από το 2012, πέραν των κεφαλαιακών απωλειών προκλήθηκε αναστάτωση σε όλα τα μεγέθη των ισολογισμών τους, ενώ ανατράπηκαν τα επιχειρηματικά τους πλάνα και αναγκάστηκαν να μειώσουν το μέγεθός τους και τη δράση τους (πώληση θυγατρικών εξωτερικού κλπ).
γ) Από τα αποτελέσματα της κρίσης στην οικονομία, δηλαδή, από την εξαιρετικά μεγάλη αύξηση των επισφαλών (“κόκκινων”) και μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Από το πρόβλημα αυτό, οι τράπεζες, δεν έχουν ακόμη απεμπλακεί. Στα πλαίσια της ενίσχυσης των κεφαλαίων τους (τα οποία φθίνουν διαρκώς λόγω των μεγάλων προβλέψεων και καταγραφής ζημιών που είναι υποχρεωμένες να κάνουν) κατά την περίοδο 2014-2015 πραγματοποίησαν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 18,7 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Έτσι, οι τράπεζες, ο πλέον παραδοσιακός επιχειρηματικός και χρηματιστηριακός κλάδος της χώρας μας, ο οποίος στα τέλη του 2007 είχε κεφαλαιοποιηση ύψους 81,3 δισεκατομμυρίων ευρώ και οποίος κατά την τελευταία δεκαετία ενισχύθηκε με κεφάλαια ύψους 60,8 δισεκατομμυρίων, φθάνει σήμερα να αποτιμάται λιγότερα από 4 δισεκατομμύρια! Ένα ποσό 138 δισεκατομμυρίων, που αντιστοιχεί περίπου 77% του ΑΕΠ της χώρας, ή στο 42% του συνολικού δημοσίου χρέους, πετάχτηκε σε μία απύθμενη “μαύρη τρύπα”, ενώ -κατά τα φαινόμενα- έπεται και συνέχεια στα επόμενα χρόνια. Και βέβαια, αυτό είναι το άμεσο κόστος της κρίσης και -κυρίως- της κακής πολιτικής που ασκήθηκε κατά τη διάρκειά της. Υπάρχει και το έμμεσο, το “αποθετικό” κόστος, δηλαδή τα διαφυγόντα κέρδη για την οικονομία, την κοινωνία, το Κράτος, αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες, από το γεγονός ότι οι τράπεζες δε μπόρεσαν να εκτελέσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο τους στην οικονομία, ενώ υπήρξαν πηγή πολλών κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων.
Θα διορθωθεί αυτή η κατάσταση; Και αν ναι, τί κόστος θα έχει; Θα απαιτηθούν νέα κεφάλαια υπό τη μορφή αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου;Η κατάσταση θα διορθωθεί, αφού η διόρθωσή της και η κανονική -αναπτυξιακή- λειτουργία των τραπεζών, συνιστά κάτι σαν “ιστορική αναγκαιότητα”. Ήδη δρομολογούνται λύσεις, οι οποίες θα “καλύψουν” το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων, αλλά που όμως δε θα εγγυώνται άμεσα την επιστροφή των τραπεζών στην ομαλότητα.
Θα απαιτηθούν νέα κεφάλαια; Αυτό είναι βέβαιο. Όμως, ουδείς μπορεί ακόμη να προσδιορίσει το χρόνο που θα απαιτηθούν, αφού ακόμη δεν είναι γνωστό το πλήρες κόστος που θα υποστούν οι τράπεζες από τη διαχείριση του ζητήματος των κόκκινων δανείων και την απεμπλοκή τους απ’ αυτό. Εκτιμάται όμως ότι, οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου δε θα μπορούν να αναβληθούν για μετά το έτος 2020. Παράλληλα, οι εκτιμήσεις για το ύψος των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν, για τις τέσσερις “συστημικές” τράπεζες, κινούνται ανάμεσα στα 8,0 έως 20,0 δισεκατομμύρια ευρώ.
Και τελικά, υπάρχει περίπτωση ανάκαμψης του κλάδου, ή ακόμη και επιστροφή του στις παλαιότερες αποτιμήσεις;
Ο κλάδος θα ανακάμψει. Αυτό είναι το πλέον σίγουρο. Εάν το πρόβλημα των δανείων επιλυθεί κατά το τρέχον έτος, ήδη από τη χρήση του 2020, εκτιμάται ότι θα εμφανιστεί μία πολύ μεγάλη άνοδος της κερδοφορίας, όπως τουλάχιστον θα καταγραφεί στις -δημοσιευόμενες- οικονομικές καταστάσεις. Όμως, ο κλάδος δε θα μπορέσει να εισέλθει σε μία κανονική λειτουργία και κερδοφορία, παρά μόνον μετά το έτος 2022 - 2023..
Ως τότε, θα έχει μία ικανοποιητική χρηματιστηριακή πορεία, όμως θα απέχει πολύ από το να συγκριθεί με την εικόνα του κλάδου των μέσων της προηγούμενης δεκαετίας. Εν τούτοις, ο κλάδος θα παραμένει ενεργός στο Χρηματιστήριο της Αθήνας και θα πάντα θα προσελκύει το ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων επενδυτών.
Τις ημέρες αυτές, ο τραπεζικός δείκτης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας (ΔΤΡ) κινείται κάτω από το επίπεδο των 400 μονάδων. Η χαμηλότερη τιμή αυτών των ημερών ήταν οι 372,20 μονάδες της 21/1/2019. Το επίπεδο αυτό είναι το χαμηλότερο στην ιστορία του τραπεζικού δείκτη, όχι μόνο για την περίοδο που λειτουργεί ο ΔΤΡ (δηλαδή από το Γενάρη του 1988), αλλά για τη συνολική ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας. Ας έχουμε υπ’ όψη μας άλλωστε, για να βρούμε την “κανονική” (και ιστορική) τιμή του ΔΤΡ, λόγω των αλλεπάλληλων μεταβολών που υπέστει (αυξήσεις κεφαλαίου, reverse splits, διαγραφή ζημιών κλπ), θα πρέπει να διαιρέσουμε την τρέχουσα τιμή δια του αριθμού 200. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της μείωσης και της καταστροφής του δείκτη. Και βεβαίως, η σημερινή τιμή του τραπεζικού δείκτη (ΔΤΡ) είναι ιστορική. Δηλαδή δεν έχει αποπληθωριστεί και συμπεριλαμβάνει και τον πληθωρισμό των ετών 1988-2018. Άλλωστε, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι, οι απώλειες στην τιμή του ΔΤΡ είναι οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί ποτέ, για κλαδικό δείκτη Χρηματιστηρίου κράτους μέλους του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Από το eurocapital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου