Αν νομίζατε ότι η δοκιμασία της Ελλάδας τελείωσε, ξανασκεφτείτε το
Μήνες μετά την έξοδο από το διεθνές πρόγραμμα διάσωσης, η χώρα αντιμετωπίζει νέα προβλήματα στο τραπεζικό της σύστημα.
Δεν υπάρχει εύκολη λύση: τα χρήματα είναι λίγα και η υπομονή των επενδυτών είναι μικρή.
Μάλιστα, όπως φαίνεται όλο και περισσότερο, η σταδιακή προσέγγιση που ακολουθεί η Αθήνα και οι αρχές της ευρωζώνης εξαντλείται.
Οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν τα σημάδια μιας δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Οι δανειολήπτες δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στο ήμισυ περίπου των δανείων, πράγμα που συνιστά τον υψηλότερο δείκτη στη ζώνη του ευρώ.
Ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου των τραπεζών αποτελείται από τα DTA, δηλαδή μελλοντικές φορολογικές ελαφρύνσεις που προκύπτουν εξ αιτίας προηγούμενων ζημιών, για τις οποίες οι επενδυτές είναι διστακτικοί.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν διαφορές στην ευρωστία των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών: η Τράπεζα Πειραιώς βρίσκεται στη χειρότερη θέση, ενώ η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank έχουν καλύτερες επιδόσεις.
Ωστόσο, οι επενδυτές έχουν ελάχιστο χρόνο για να εντοπίσουν τέτοιες λεπτές διαφορές.
Οι τραπεζικές μετοχές έχουν υποχωρήσει αρκετά φέτος.
Ακόμη και η Eurobank διαπραγματεύεται με discount 77% στη λογιστική αξία των περιουσιακών της στοιχείων.
Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αναλάβουν κάποια ευθύνη γι' αυτό.
Στις αρχές του 2018, το εποπτικό σκέλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διενήργησε δοκιμασία προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες.
Μόνο η Πειραιώς έπρεπε να αναλάβει κάποια δράση για την κεφαλαιακή της ενίσχυση, αναζητώντας 500 εκατομμύρια ευρώ μέσω τίτλων μειωμένης εξασφάλισης.
Αλλά, μετά από την πρόσφατη επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί αυτή η ενέργεια.
Μέχρι στιγμής, η ΕΚΤ υποστήριξε μια σταδιακή προσέγγιση, θέτοντας στις τράπεζες μια σειρά στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους.
Οι επιχειρήσεις έχουν συμμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό - αλλά το πιο δύσκολο κομμάτι βρίσκεται ακόμη μπροστά.
Η ΕΚΤ επιθυμεί οι ελληνικές τράπεζες να φέρουν, κατά μέσο όρο, το ακαθάριστο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2021.
Οι αναλυτές είναι επιφυλακτικοί σε αυτό, με την Πειραιώς και την Alpha Bank να θεωρούνται ως οι πιο επισφαλείς να πετύχουν τους στόχους.
Άλλωστε, οποιαδήποτε πρόσθετη πρόβλεψη θα εξασθενήσει επίσης την αναιμική κερδοφορία τους.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειάζεται αλλαγή του ρυθμού βελτίωσης των ισολογισμών ή κινδυνεύει να παραμείνει ευάλωτο σε οποιαδήποτε μελλοντική κρίση.
Το πιο επείγον ζήτημα είναι να υποχωρήσει η "αιμορραγία" στην Τράπεζα Πειραιώς, η οποία έχει χάσει περισσότερο από το 60% της αξίας της αυτή τη χρονιά.
Εάν η τράπεζα αποτύχει να εκδώσει νέο χρέος μειωμένης εξασφάλισης, θα μπορούσε να μην πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, προκαλώντας σοβαρές αναταράξεις στο σύστημα.
Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης πιο δραστικών μέτρων, με τη μορφή μιας λεγόμενης προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης.
Αυτό θα επιβάλλει τις ζημίες στους κατόχους ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης ενώ θα κοστίσει χρήματα του κράτους, αλλά θα αντιμετώπιζε τουλάχιστον τον πιο αδύναμο κρίκο στο σύστημα.
Η Αθήνα πρέπει επίσης να είναι ανοιχτή σε άλλες λύσεις.
Μία άλλη λύση θα συνεπαγόταν τη δημιουργία μιας "κακής τράπεζας" (bad bank) στην οποία οι τράπεζες θα μπορούσαν να μεταφέρουν μερικά από τα απομειωμένα δάνεια τους.
Οι πωλήσεις θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε τιμές αγοράς, κάτι που θα προκαλούσε ζημίες σε μεμονωμένες τράπεζες.
Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να δεσμεύσει σημαντικό χρηματικό ποσό τόσο για την αρχική μετοχική αξία της «κακής τράπεζας» όσο και για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που δεν θα μπορούν να αναπληρώσουν το κεφάλαιο από τις αγορές.
Βέβαια, υπάρχουν ελλείψεις σε αυτές τις λύσεις.
Η κυβέρνηση διαθέτει ένα προσωρινό ταμειακό απόθεμα, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση τραπεζικού συστήματος.
Αλλά αυτά τα χρήματα διατέθηκαν για να δώσουν στους επενδυτές την εμπιστοσύνη ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κάθε σύντομη αναταραχή στην αγορά.
Η χρησιμοποίησή του θα μπορούσε να προκαλέσει την ανησυχία των επενδυτών.
Επιπλέον, κάθε είδους δημόσια παρέμβαση θα αυξήσει τον ρόλο του κράτους στο τραπεζικό σύστημα.
Επίσης, οι ιδιώτες επενδυτές θα υποστούν σημαντικές απώλειες.
Δεδομένου ότι αυτό δεν θα ήταν η πρώτη φορά, πολλοί από αυτούς θα μπορούσαν να επιλέξουν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για πάντα.
Παρόλα αυτά, η σταδιακή προσέγγιση φαίνεται ότι θα καθυστερήσει μόνο το αναπόφευκτο.
Σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου η τραπεζική κρίση περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ορισμένες τράπεζες, όλες οι ελληνικές τράπεζες πλήττονται από τις τεράστιες συνέπειες της ύφεσης.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια ριζική λύση, και, εάν απαιτείται, εισφορά δημόσιου κεφαλαίου αλλά και πιο ευέλικτη χρήση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις.
Μόνο σε αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαν οι επενδυτές να επανέλθουν στην οικονομική ζωή της χώρας.
Μήνες μετά την έξοδο από το διεθνές πρόγραμμα διάσωσης, η χώρα αντιμετωπίζει νέα προβλήματα στο τραπεζικό της σύστημα.
Δεν υπάρχει εύκολη λύση: τα χρήματα είναι λίγα και η υπομονή των επενδυτών είναι μικρή.
Μάλιστα, όπως φαίνεται όλο και περισσότερο, η σταδιακή προσέγγιση που ακολουθεί η Αθήνα και οι αρχές της ευρωζώνης εξαντλείται.
Οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν τα σημάδια μιας δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Οι δανειολήπτες δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στο ήμισυ περίπου των δανείων, πράγμα που συνιστά τον υψηλότερο δείκτη στη ζώνη του ευρώ.
Ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου των τραπεζών αποτελείται από τα DTA, δηλαδή μελλοντικές φορολογικές ελαφρύνσεις που προκύπτουν εξ αιτίας προηγούμενων ζημιών, για τις οποίες οι επενδυτές είναι διστακτικοί.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν διαφορές στην ευρωστία των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών: η Τράπεζα Πειραιώς βρίσκεται στη χειρότερη θέση, ενώ η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank έχουν καλύτερες επιδόσεις.
Ωστόσο, οι επενδυτές έχουν ελάχιστο χρόνο για να εντοπίσουν τέτοιες λεπτές διαφορές.
Οι τραπεζικές μετοχές έχουν υποχωρήσει αρκετά φέτος.
Ακόμη και η Eurobank διαπραγματεύεται με discount 77% στη λογιστική αξία των περιουσιακών της στοιχείων.
Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αναλάβουν κάποια ευθύνη γι' αυτό.
Στις αρχές του 2018, το εποπτικό σκέλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διενήργησε δοκιμασία προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες.
Μόνο η Πειραιώς έπρεπε να αναλάβει κάποια δράση για την κεφαλαιακή της ενίσχυση, αναζητώντας 500 εκατομμύρια ευρώ μέσω τίτλων μειωμένης εξασφάλισης.
Αλλά, μετά από την πρόσφατη επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί αυτή η ενέργεια.
Μέχρι στιγμής, η ΕΚΤ υποστήριξε μια σταδιακή προσέγγιση, θέτοντας στις τράπεζες μια σειρά στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους.
Οι επιχειρήσεις έχουν συμμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό - αλλά το πιο δύσκολο κομμάτι βρίσκεται ακόμη μπροστά.
Η ΕΚΤ επιθυμεί οι ελληνικές τράπεζες να φέρουν, κατά μέσο όρο, το ακαθάριστο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2021.
Οι αναλυτές είναι επιφυλακτικοί σε αυτό, με την Πειραιώς και την Alpha Bank να θεωρούνται ως οι πιο επισφαλείς να πετύχουν τους στόχους.
Άλλωστε, οποιαδήποτε πρόσθετη πρόβλεψη θα εξασθενήσει επίσης την αναιμική κερδοφορία τους.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειάζεται αλλαγή του ρυθμού βελτίωσης των ισολογισμών ή κινδυνεύει να παραμείνει ευάλωτο σε οποιαδήποτε μελλοντική κρίση.
Το πιο επείγον ζήτημα είναι να υποχωρήσει η "αιμορραγία" στην Τράπεζα Πειραιώς, η οποία έχει χάσει περισσότερο από το 60% της αξίας της αυτή τη χρονιά.
Εάν η τράπεζα αποτύχει να εκδώσει νέο χρέος μειωμένης εξασφάλισης, θα μπορούσε να μην πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, προκαλώντας σοβαρές αναταράξεις στο σύστημα.
Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης πιο δραστικών μέτρων, με τη μορφή μιας λεγόμενης προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης.
Αυτό θα επιβάλλει τις ζημίες στους κατόχους ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης ενώ θα κοστίσει χρήματα του κράτους, αλλά θα αντιμετώπιζε τουλάχιστον τον πιο αδύναμο κρίκο στο σύστημα.
Η Αθήνα πρέπει επίσης να είναι ανοιχτή σε άλλες λύσεις.
Μία άλλη λύση θα συνεπαγόταν τη δημιουργία μιας "κακής τράπεζας" (bad bank) στην οποία οι τράπεζες θα μπορούσαν να μεταφέρουν μερικά από τα απομειωμένα δάνεια τους.
Οι πωλήσεις θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε τιμές αγοράς, κάτι που θα προκαλούσε ζημίες σε μεμονωμένες τράπεζες.
Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να δεσμεύσει σημαντικό χρηματικό ποσό τόσο για την αρχική μετοχική αξία της «κακής τράπεζας» όσο και για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που δεν θα μπορούν να αναπληρώσουν το κεφάλαιο από τις αγορές.
Βέβαια, υπάρχουν ελλείψεις σε αυτές τις λύσεις.
Η κυβέρνηση διαθέτει ένα προσωρινό ταμειακό απόθεμα, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση τραπεζικού συστήματος.
Αλλά αυτά τα χρήματα διατέθηκαν για να δώσουν στους επενδυτές την εμπιστοσύνη ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κάθε σύντομη αναταραχή στην αγορά.
Η χρησιμοποίησή του θα μπορούσε να προκαλέσει την ανησυχία των επενδυτών.
Επιπλέον, κάθε είδους δημόσια παρέμβαση θα αυξήσει τον ρόλο του κράτους στο τραπεζικό σύστημα.
Επίσης, οι ιδιώτες επενδυτές θα υποστούν σημαντικές απώλειες.
Δεδομένου ότι αυτό δεν θα ήταν η πρώτη φορά, πολλοί από αυτούς θα μπορούσαν να επιλέξουν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για πάντα.
Παρόλα αυτά, η σταδιακή προσέγγιση φαίνεται ότι θα καθυστερήσει μόνο το αναπόφευκτο.
Σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου η τραπεζική κρίση περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ορισμένες τράπεζες, όλες οι ελληνικές τράπεζες πλήττονται από τις τεράστιες συνέπειες της ύφεσης.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια ριζική λύση, και, εάν απαιτείται, εισφορά δημόσιου κεφαλαίου αλλά και πιο ευέλικτη χρήση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις.
Μόνο σε αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαν οι επενδυτές να επανέλθουν στην οικονομική ζωή της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου