Του Χρήστου Κλειώση
Δικηγόρος & Πρόεδρος της "Ένωσης Φορολογουμένων Ελλάδας"
Μια ανοιχτή επιστολή στους Έλληνες Βουλευτές για την ποινική μεταχείριση των οφειλετών φόρων οι οποίοι βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία εξόφλησης.
Αξιότιμοι κύριοι Βουλευτες,
Όπως γνωρίζετε, ο νόμος σχετικά με την ποινική ευθύνη όσων οφείλουν στο Δημόσιο προβλέπει ότι ασκείται ποινική δίωξη για χρέη στο Δημόσιο άνω των 100.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι κατ’ αρχήν εύλογο και προέκυψε μετά την τροποποίηση, που επέφερε η παράγραφος 2 του άρθρου 71 του Ν. 4337/2015.
Όμως το νομοθετικό πλαίσιο, που αποσκοπεί στην ποινικοποίηση της παράλειψης καταβολής του οφειλόμενου ποσού στο Δημόσιο, έχει ανάγκη από κάποιες βελτιώσεις που επιβάλλονται τόσο από την κοινή λογική όσο και την κοινωνική αναγκαιότητα για εμπέδωση του κράτους δικαίου.
Η αδυναμία καταβολής ΕΝΦΙΑ και ΦΑΠ
Η πρώτη βελτίωση που θέτουμε υπ’ όψιν σας αφορά στην ποινική δίωξη οφειλετών ΕΝΦΙΑ και ΦΑΠ για ποσά που, αθροιζόμενα από το 2010, υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση ο φόρος δεν έχει υπολογιστεί επί κάποιου χρηματικού ποσού, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος ή του ΦΠΑ, αλλά επί της υποτιθέμενης (και συχνά φουσκωμένης) αντικειμενικής αξίας ακινήτων, με αποτέλεσμα να μην είναι σίγουρο ότι ο οφειλέτης του Δημοσίου διαθέτει τη ρευστότητα για να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο. Ο οφειλέτης ΦΑΠ και ΕΝΦΙΑ δεν εισέπραξε κάποιο ποσό ώστε από αυτό να μπορεί να εξοφλήσει τον φόρο. Εκτιμούμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου η έλλειψη ρευστότητας του φορολογούμενου είναι αποκλειστικά και μόνο η αιτία που εμποδίζει την καταβολή του φόρου, επιβάλλεται να υπάρχει μια επιείκεια. Θεωρούμε ότι δεν είναι εγκληματίας ο φορολογούμενος που αθροιστικά οφείλει σε ΦΑΠ και ΕΝΦΙΑ από το 2010 έως και σήμερα πάνω από 100.000 ευρώ (δηλαδή 17.000 περίπου το χρόνο), αλλά δεν κατέβαλε επειδή δεν είχε τα αντίστοιχα εισοδήματα ή καταθέσεις.
Μάλιστα έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας αρκετές περιπτώσεις μισθωτών ή συνταξιούχων, που είχαν την ατυχία να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία με σχετικά μεγάλη αντικειμενική αξία, και οι οποίοι σύρονται στα ποινικά δικαστήρια, επειδή δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν την απαραίτητη ρευστότητα να εξοφλήσουν τους φόρους τους. Στην ουσία αυτοί οι συμπολίτες μας κατηγορούνται επειδή ο μισθός ή η σύνταξή τους ή οι αποταμιεύσεις τους δεν αρκεί για να καλύψουν τον ΦΑΠ ή τον ΕΝΦΙΑ της κατοικίας τους ή άλλου περιουσιακού στοιχείου. Θεωρούμε ότι ειδικά για αυτή τη μικρή αριθμητικά κατηγορία φορολογουμένων (στην οποία όμως μπορεί να βρεθεί ο καθένας κάποια στιγμή) υπάρχει περιθώριο να προβλεφθεί νομοθετικά η δυνατότητα να ανακαλείται η αίτηση ποινικής δίωξης του αρμόδιου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. και η σχετική δίωξη να τίθεται στο αρχείο, αν ύστερα από οίκοθεν έλεγχο στα εισοδήματα και την περιουσιακή κατάσταση του φορολογούμενου προκύπτει αντικειμενική και αναντίρρητη αδυναμία του φορολογούμενου να έχει την απαραίτητη ρευστότητα, προκειμένου να καταβάλλει τον φόρο που επεβλήθη.
Ένας συνταξιούχος ή ένας μισθωτός με 1.000 ευρώ μηνιαίο εισόδημα είναι απόλυτα λογικό να μην δύναται να καταβάλλει ΕΝΦΙΑ ή ΦΑΠ στις περιπτώσεις που το ποσό αυτό υπερβαίνει το ετήσιο εισόδημά του. Αυτό όμως δεν τον καθιστά εγκληματία. Για αυτό ζητούμε να υπάρξει σχετική νομοθετική παρέμβαση.
Υποχρεωτικός έλεγχος από τα δικαστήρια για το αν μπορεί κάποιος να πληρώσει
Μια δεύτερη βελτίωση που πρέπει να επέλθει αφορά στο περιεχόμενο, την ουσία του δικαστικού ελέγχου σε αυτές τις περιπτώσεις αξιόποινης φοροδιαφυγής.
Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ο οφειλέτης του Δημοσίου αντιμετωπίζεται στη δίκη μόνο επιδερμικά, εξετάζεται, δηλαδή, μόνο αν κατέβαλε ή όχι την οφειλή, χωρίς ποτέ να ελέγχει ο δικαστής της ουσίας το "άλλως δύνασθαι πράττειν", δηλαδή αν ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να καταβάλλει και παρ’ όλα αυτά δεν το έκανε, πράγμα που όντως κοινωνικοηθική απαξία και συνιστά μια αντικοινωνική και καταδικαστέα συμπεριφορά. Θεωρούμε ότι πρέπει να θεσμοθετηθεί και να επιβληθεί ρητώς η υποχρέωση του δικαστή ουσίας να ελέγχει αυτόν τον όρο, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος μπορούσε, αλλά δεν πλήρωσε. Αυτή η αντιμετώπιση είναι δίκαιη και εύλογη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος ουδέποτε είχε τη δυνατότητα να επιλέξει και να πράξει το ορθό, δηλαδή να καταβάλει το χρέος του. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα στις οφειλές από ΦΠΑ, όπου το κράτος ζητά να του καταβληθεί το ΦΠΑ της συναλλαγής, ακόμη και αν ο αντισυμβαλλόμενος του κατηγορούμενου αποδεδειγμένα δεν τού το απέδωσε. Πραγματικά αδυνατούμε να αντιληφθούμε για ποιον λόγο θα πρέπει να θεωρηθεί εγκληματίας κάποιος επιχειρηματίας, ο οποίος έμεινε απλήρωτος και δεν εισέπραξε τον ΦΠΑ που απεικονίζεται στα τιμολόγια της συναλλαγής! Στο πνεύμα αυτής της λογικής άλλωστε κινείται η λογική των ευρωπαϊκών δικαστηρίων όταν κρίνουν υποθέσεις ΦΠΑ, όπου ορίζουν ότι αυτός ο φόρος είναι απαράδεκτο να επιβαρύνει την περιουσία του επιτηδευματία (ενδεικτικά επικαλούμαστε την σκέψη 50 του εισαγγελέα του ΔΕΚ στην απόφαση C 246/216).
Αντίστοιχα φαινόμενα υπάρχουν και στις περιπτώσεις των επιχειρηματιών που η Δ.Ο.Υ. τους έχει "ρίξει" τα βιβλία (εξωλογιστικός προσδιορισμός για χρήσεις έως το 2013). Έχει παρατηρηθεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι οφειλές που προκαλούνται πλησιάζουν ή και υπερβαίνουν τον ετήσιο τζίρο, δηλαδή το σύνολο των εισπράξεων του φορολογούμενου, με αποτέλεσμα να μην μπορούν εκ των πραγμάτων να καταβληθούν τα ποσά των φόρων που καταλογίστηκαν. Θεωρούμε ότι δεν δικαιολογείται να έχει αξιόποινο χαρακτήρα η μη καταβολή των σχετικών ποσών φόρων, όταν αυτή οφείλεται σε αποδεδειγμένη αντικειμενική αδυναμία. Το "ρίξιμο" των βιβλίων (ο εξωλογιστικός) άλλωστε, ως συστημικό σφάλμα της φορολογικής διαδικασίας έχει πάψει να εφαρμόζεται από 1.1.2014. Για αυτό ζητούμε να επιβληθεί στη δικαστική εξουσία να ελέγχεται ουσιαστικά από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο αν ο φορολογούμενος είχε πραγματικά τη δυνατότητα να καταβάλλει τον φόρο που τού επιβλήθηκε και σε περίπτωση που δεν είχε τέτοια δυνατότητα να αθωώνεται.
Είναι πραγματικά δείγμα νομικού πολιτισμού να ληφθεί πρόνοια για αυτές τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράλειψη καταβολής του φόρου δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια, αλλά σε αντικειμενική αδυναμία.
Προς άρση τέλος κάθε τυχόν υποψίας, θα μπορούσε να τεθεί ως όρος στον φορολογούμενο να εκχωρεί κάθε τυχόν περιουσιακό στοιχείο έχει και δεν έχει γνωστοποιήσει στο Ελληνικό Δημόσιο (στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό), ώστε να μην μπορούν να ωφεληθούν από μια τέτοια διάταξη οι τυχόν στρατηγικοί κακοπληρωτές, που θα έθεταν έτσι σε κίνδυνο τα περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό. Έτσι θα ξεχωρίζουν οι καλόπιστοι φορολογούμενοι σε αντικειμενική αδυναμία από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Η Ένωση Φορολογουμένων Ελλάδας και τα μέλη της σάς προσκαλούν όχι μόνο να λάβετε σοβαρά τις ανωτέρω προτάσεις μας, αλλά και να μάς πείτε ποια είναι η δική σας άποψη σε αυτά τα δύο ζητήματα, τα οποία, όπως είναι προφανές, δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, εφ’ όσον δεν αποσκοπούν στη μείωση τον φορολογικών εσόδων, αλλά μόνο στην πιο ανθρώπινη αντιμετώπιση ορισμένων θυμάτων της οικονομικής κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως διευκρινίζουμε ότι δεν διεκδικούμε το αλάθητο και είμαστε απόλυτα ανοικτοί στην καλόπιστη κριτική των προτάσεών μας.
Είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε απορία σας επί των ανωτέρω προτάσεών μας, ώστε να ξεκινήσει ένας θεσμικός διάλογος γύρω από αυτά τα θέματα που μπορεί μεν να μην αφορούν σε μεγάλο αριθμό φορολογούμενων, αλλά είναι δείγμα νομικού πολιτισμού να εξασφαλίζουμε για αυτές τις περιπτώσεις ένα νομικό πλαίσιο δίκαιο, λογικό και πάνω απ’ όλα ανθρώπινο.
Μια ανοιχτή επιστολή στους Έλληνες Βουλευτές για την ποινική μεταχείριση των οφειλετών φόρων οι οποίοι βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία εξόφλησης.
Αξιότιμοι κύριοι Βουλευτες,
Όπως γνωρίζετε, ο νόμος σχετικά με την ποινική ευθύνη όσων οφείλουν στο Δημόσιο προβλέπει ότι ασκείται ποινική δίωξη για χρέη στο Δημόσιο άνω των 100.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι κατ’ αρχήν εύλογο και προέκυψε μετά την τροποποίηση, που επέφερε η παράγραφος 2 του άρθρου 71 του Ν. 4337/2015.
Όμως το νομοθετικό πλαίσιο, που αποσκοπεί στην ποινικοποίηση της παράλειψης καταβολής του οφειλόμενου ποσού στο Δημόσιο, έχει ανάγκη από κάποιες βελτιώσεις που επιβάλλονται τόσο από την κοινή λογική όσο και την κοινωνική αναγκαιότητα για εμπέδωση του κράτους δικαίου.
Η αδυναμία καταβολής ΕΝΦΙΑ και ΦΑΠ
Η πρώτη βελτίωση που θέτουμε υπ’ όψιν σας αφορά στην ποινική δίωξη οφειλετών ΕΝΦΙΑ και ΦΑΠ για ποσά που, αθροιζόμενα από το 2010, υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση ο φόρος δεν έχει υπολογιστεί επί κάποιου χρηματικού ποσού, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος ή του ΦΠΑ, αλλά επί της υποτιθέμενης (και συχνά φουσκωμένης) αντικειμενικής αξίας ακινήτων, με αποτέλεσμα να μην είναι σίγουρο ότι ο οφειλέτης του Δημοσίου διαθέτει τη ρευστότητα για να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο. Ο οφειλέτης ΦΑΠ και ΕΝΦΙΑ δεν εισέπραξε κάποιο ποσό ώστε από αυτό να μπορεί να εξοφλήσει τον φόρο. Εκτιμούμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου η έλλειψη ρευστότητας του φορολογούμενου είναι αποκλειστικά και μόνο η αιτία που εμποδίζει την καταβολή του φόρου, επιβάλλεται να υπάρχει μια επιείκεια. Θεωρούμε ότι δεν είναι εγκληματίας ο φορολογούμενος που αθροιστικά οφείλει σε ΦΑΠ και ΕΝΦΙΑ από το 2010 έως και σήμερα πάνω από 100.000 ευρώ (δηλαδή 17.000 περίπου το χρόνο), αλλά δεν κατέβαλε επειδή δεν είχε τα αντίστοιχα εισοδήματα ή καταθέσεις.
Μάλιστα έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας αρκετές περιπτώσεις μισθωτών ή συνταξιούχων, που είχαν την ατυχία να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία με σχετικά μεγάλη αντικειμενική αξία, και οι οποίοι σύρονται στα ποινικά δικαστήρια, επειδή δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν την απαραίτητη ρευστότητα να εξοφλήσουν τους φόρους τους. Στην ουσία αυτοί οι συμπολίτες μας κατηγορούνται επειδή ο μισθός ή η σύνταξή τους ή οι αποταμιεύσεις τους δεν αρκεί για να καλύψουν τον ΦΑΠ ή τον ΕΝΦΙΑ της κατοικίας τους ή άλλου περιουσιακού στοιχείου. Θεωρούμε ότι ειδικά για αυτή τη μικρή αριθμητικά κατηγορία φορολογουμένων (στην οποία όμως μπορεί να βρεθεί ο καθένας κάποια στιγμή) υπάρχει περιθώριο να προβλεφθεί νομοθετικά η δυνατότητα να ανακαλείται η αίτηση ποινικής δίωξης του αρμόδιου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. και η σχετική δίωξη να τίθεται στο αρχείο, αν ύστερα από οίκοθεν έλεγχο στα εισοδήματα και την περιουσιακή κατάσταση του φορολογούμενου προκύπτει αντικειμενική και αναντίρρητη αδυναμία του φορολογούμενου να έχει την απαραίτητη ρευστότητα, προκειμένου να καταβάλλει τον φόρο που επεβλήθη.
Ένας συνταξιούχος ή ένας μισθωτός με 1.000 ευρώ μηνιαίο εισόδημα είναι απόλυτα λογικό να μην δύναται να καταβάλλει ΕΝΦΙΑ ή ΦΑΠ στις περιπτώσεις που το ποσό αυτό υπερβαίνει το ετήσιο εισόδημά του. Αυτό όμως δεν τον καθιστά εγκληματία. Για αυτό ζητούμε να υπάρξει σχετική νομοθετική παρέμβαση.
Υποχρεωτικός έλεγχος από τα δικαστήρια για το αν μπορεί κάποιος να πληρώσει
Μια δεύτερη βελτίωση που πρέπει να επέλθει αφορά στο περιεχόμενο, την ουσία του δικαστικού ελέγχου σε αυτές τις περιπτώσεις αξιόποινης φοροδιαφυγής.
Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ο οφειλέτης του Δημοσίου αντιμετωπίζεται στη δίκη μόνο επιδερμικά, εξετάζεται, δηλαδή, μόνο αν κατέβαλε ή όχι την οφειλή, χωρίς ποτέ να ελέγχει ο δικαστής της ουσίας το "άλλως δύνασθαι πράττειν", δηλαδή αν ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να καταβάλλει και παρ’ όλα αυτά δεν το έκανε, πράγμα που όντως κοινωνικοηθική απαξία και συνιστά μια αντικοινωνική και καταδικαστέα συμπεριφορά. Θεωρούμε ότι πρέπει να θεσμοθετηθεί και να επιβληθεί ρητώς η υποχρέωση του δικαστή ουσίας να ελέγχει αυτόν τον όρο, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος μπορούσε, αλλά δεν πλήρωσε. Αυτή η αντιμετώπιση είναι δίκαιη και εύλογη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος ουδέποτε είχε τη δυνατότητα να επιλέξει και να πράξει το ορθό, δηλαδή να καταβάλει το χρέος του. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα στις οφειλές από ΦΠΑ, όπου το κράτος ζητά να του καταβληθεί το ΦΠΑ της συναλλαγής, ακόμη και αν ο αντισυμβαλλόμενος του κατηγορούμενου αποδεδειγμένα δεν τού το απέδωσε. Πραγματικά αδυνατούμε να αντιληφθούμε για ποιον λόγο θα πρέπει να θεωρηθεί εγκληματίας κάποιος επιχειρηματίας, ο οποίος έμεινε απλήρωτος και δεν εισέπραξε τον ΦΠΑ που απεικονίζεται στα τιμολόγια της συναλλαγής! Στο πνεύμα αυτής της λογικής άλλωστε κινείται η λογική των ευρωπαϊκών δικαστηρίων όταν κρίνουν υποθέσεις ΦΠΑ, όπου ορίζουν ότι αυτός ο φόρος είναι απαράδεκτο να επιβαρύνει την περιουσία του επιτηδευματία (ενδεικτικά επικαλούμαστε την σκέψη 50 του εισαγγελέα του ΔΕΚ στην απόφαση C 246/216).
Αντίστοιχα φαινόμενα υπάρχουν και στις περιπτώσεις των επιχειρηματιών που η Δ.Ο.Υ. τους έχει "ρίξει" τα βιβλία (εξωλογιστικός προσδιορισμός για χρήσεις έως το 2013). Έχει παρατηρηθεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι οφειλές που προκαλούνται πλησιάζουν ή και υπερβαίνουν τον ετήσιο τζίρο, δηλαδή το σύνολο των εισπράξεων του φορολογούμενου, με αποτέλεσμα να μην μπορούν εκ των πραγμάτων να καταβληθούν τα ποσά των φόρων που καταλογίστηκαν. Θεωρούμε ότι δεν δικαιολογείται να έχει αξιόποινο χαρακτήρα η μη καταβολή των σχετικών ποσών φόρων, όταν αυτή οφείλεται σε αποδεδειγμένη αντικειμενική αδυναμία. Το "ρίξιμο" των βιβλίων (ο εξωλογιστικός) άλλωστε, ως συστημικό σφάλμα της φορολογικής διαδικασίας έχει πάψει να εφαρμόζεται από 1.1.2014. Για αυτό ζητούμε να επιβληθεί στη δικαστική εξουσία να ελέγχεται ουσιαστικά από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο αν ο φορολογούμενος είχε πραγματικά τη δυνατότητα να καταβάλλει τον φόρο που τού επιβλήθηκε και σε περίπτωση που δεν είχε τέτοια δυνατότητα να αθωώνεται.
Είναι πραγματικά δείγμα νομικού πολιτισμού να ληφθεί πρόνοια για αυτές τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράλειψη καταβολής του φόρου δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια, αλλά σε αντικειμενική αδυναμία.
Προς άρση τέλος κάθε τυχόν υποψίας, θα μπορούσε να τεθεί ως όρος στον φορολογούμενο να εκχωρεί κάθε τυχόν περιουσιακό στοιχείο έχει και δεν έχει γνωστοποιήσει στο Ελληνικό Δημόσιο (στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό), ώστε να μην μπορούν να ωφεληθούν από μια τέτοια διάταξη οι τυχόν στρατηγικοί κακοπληρωτές, που θα έθεταν έτσι σε κίνδυνο τα περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό. Έτσι θα ξεχωρίζουν οι καλόπιστοι φορολογούμενοι σε αντικειμενική αδυναμία από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Η Ένωση Φορολογουμένων Ελλάδας και τα μέλη της σάς προσκαλούν όχι μόνο να λάβετε σοβαρά τις ανωτέρω προτάσεις μας, αλλά και να μάς πείτε ποια είναι η δική σας άποψη σε αυτά τα δύο ζητήματα, τα οποία, όπως είναι προφανές, δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, εφ’ όσον δεν αποσκοπούν στη μείωση τον φορολογικών εσόδων, αλλά μόνο στην πιο ανθρώπινη αντιμετώπιση ορισμένων θυμάτων της οικονομικής κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως διευκρινίζουμε ότι δεν διεκδικούμε το αλάθητο και είμαστε απόλυτα ανοικτοί στην καλόπιστη κριτική των προτάσεών μας.
Είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε απορία σας επί των ανωτέρω προτάσεών μας, ώστε να ξεκινήσει ένας θεσμικός διάλογος γύρω από αυτά τα θέματα που μπορεί μεν να μην αφορούν σε μεγάλο αριθμό φορολογούμενων, αλλά είναι δείγμα νομικού πολιτισμού να εξασφαλίζουμε για αυτές τις περιπτώσεις ένα νομικό πλαίσιο δίκαιο, λογικό και πάνω απ’ όλα ανθρώπινο.
πηγη: capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου