Τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα είναι αυτά που προκάλεσαν τις δύο ισχυρότερες οικονομικές υφέσεις των τελευταίων 100 ετών. Αυτή του 1929 και αυτή του 2008. Και στις δύο περιπτώσεις τον κυριότερο ρόλο έπαιξε το ανεπαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις τράπεζες.
Από το 2008 και μετά καταβάλλεται σημαντική προσπάθεια από τους οικονομολόγους και τους νομοθέτες ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον αντίστοιχα περιστατικά.
Πίσω στο 1929, οι μακροοικονομολόγοι οδηγήθηκαν στην δημιουργία του Glass-Steagall Act. Ένας νόμος που εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ και διαχώριζε εντελώς τις επενδυτικές τράπεζες και τις καταθετικές τράπεζες, δημιούργησε το κεφάλαιο εγγύησης καταθετών και υποχρέωσε τις καταθετικές τράπεζες να τηρούν το 100% των καταθέσεών τους στο θησαυροφυλάκιο.
Στις μέρες μας έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πάλι οι απόψεις μακροοικονομολόγων ότι οι τράπεζες πρέπει να αποθεματοποιούν το 100% των καταθέσεών τους. Ο κυριότερος λόγος που προωθείται αυτή η ιδέα είναι ότι οι τράπεζες χρηματοδοτούν τα νέα τους δάνεια από χρήματα που δημιουργούν μέσα από την έκδοση νέων δανείων. Με άλλα λόγια, όταν ένα δάνειο εκδίδεται, μετατρέπεται σε κατάθεση και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κλασματικό απόθεμα για την έκδοση νέου δανείου. Αυτό είναι ένα καίριο ελάττωμα του τραπεζικού συστήματος για δύο βασικούς λόγους.
Πρώτον διότι όταν οι τράπεζες ελεύθερα δημιουργούν νέο χρήμα μέσω του κύκλου δανεισμού κατάθεσης, τότε δημιουργούν φούσκες στην οικονομία οι οποίες δημιουργούν πολύ σημαντικό ρίσκο. Δεύτερον διότι ο λόγος του συνολικού χρέους σε σχέση με το πραγματικό χρήμα θα αυξηθεί δραματικά ενεργοποιώντας σύντομα μία νέα τραπεζική κρίση.
Η πρόταση για ένα τραπεζικό σύστημα με αποθεματικό 100% επί των καταθέσεων θα αφαιρέσει την δυνατότητα στις τράπεζες να χρηματοδοτούν τα νέα δάνεια με την δημιουργία χρήματος, ενώ θα αφήσει ελεύθερο τον τραπεζικό τομέα να ανταγωνιστεί στην παροχή ασφαλιστικών και επενδυτικών προγραμμάτων και συστημάτων σύγχρονων συναλλαγών.
Μέσα από αυτό το άρθρο δεν προσπαθώ φυσικά να προωθήσω το μοντέλο ενός τραπεζικού συστήματος με αποθεματικά 100% επί των καταθέσεων, αλλά να δούμε ιστορικά το ρόλο που έπαιξαν οι τράπεζες ώστε να μπορούμε να “διαβάσουμε” καλύτερα τις καταστάσεις που δημιουργούνται. Πίσω στο 1929, το Glass-Steagall Act κατάφερε να σταθεροποιήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Όμως ένα μάθημα που πήραμε ήταν ο ρόλος που έπαιξε το τραπεζικό σύστημα ο οποίος ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στην πραγματικότητα, εκείνη την περίοδο οι τράπεζες ξεκίνησαν να εξαφανίζονται από όλα τα μακροοικονομικά μοντέλα που περιέγραφαν την λειτουργία των οικονομιών.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το 2008 οι μακροοικονομολόγοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι να βοηθήσουν με την τραπεζική κρίση η οποία ξέσπασε. Δεν υπήρχε κάποιο σύγχρονο μοντέλο με το οποίο να περιγράφουν την αλληλεπίδραση του τραπεζικού τομέα με τον μακροοικονομικό κύκλο. Ευτυχώς σήμερα υπάρχει πληθώρα τέτοιων μελετών χωρίς όμως να επιλύουν κάθε δυσκολία.
Οι περισσότερες από τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα σήμερα, έχουν τις ρίζες τους σε κοινούς παράγοντες με την ύφεση του 1929. Επίσης όλες οι σύγχρονες νεοκλασικές έρευνες μακροοικονομικής που δημιουργούνται σήμερα, βασίζονται στο μη άρτιο μοντέλο τραπεζικής διαμεσολάβησης που χρονολογείται στην δεκαετία του 1960. Το μοντέλο αυτό περιγράφει τις τράπεζες ως διαμεσολαβητές οι οποίοι συλλέγουν μέσω καταθέσεων πραγματικά assets τα οποία έχουν αποκτηθεί στο παρελθόν από τους αποταμιευτές και δανείζουν αυτά τα πραγματικά assets στους δανειζόμενους προς αξιοποίηση. Αυτό το νεοκλασικό μοντέλο τραπεζικής διαμεσολάβησης στην ουσία χάνει όταν αναφέρεται στα πραγματικά assets τα οποία μία τράπεζα συλλέγει ως κατάθεση, καθώς οι καταθέσεις και τα χρήματα δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από υποσχετικές πληρωμής.
Για να το κάνουμε ακόμα πιο απλό, τα assets τα οποία γίνονται καταθέσεις στις τράπεζες σήμερα δεν βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος και κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης τους αποφάσισε να τα καταθέσει. Αντίθετα δημιουργούνται από την έκδοση δανείων εντός του τραπεζικού συστήματος και στη συνέχεια αυτό το δάνειο μετατρέπεται σε κατάθεση πάλι μέσα στο τραπεζικό σύστημα και λειτουργεί ως απόθεμα για την έκδοση νέου δανείου.
Αυτή είναι η βασική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος όπως το γνωρίζουμε σήμερα και μπορούμε πολύ εύκολα να καταλάβουμε ότι αυτή η διαδικασία δεν αποτελεί διαμεσολάβηση μεταξύ καταθετών και δανειζόμενων.
Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο τραπεζική κατάθεση, εννοούμε τις υποχρεώσεις μίας τράπεζας, εκτός των ιδίων κεφαλαίων αυτής. Η τραπεζική κατάθεση αποτελείται από καταθέσεις όψεως έως μακροπρόθεσμες ομολογίες, καθώς όλες αυτές οι μορφές τραπεζικών υποχρεώσεων μπορούν να θεωρηθούν διάφορες μορφές χρήματος με μόνη διαφοροποίηση μεταξύ τους την ταχύτητα και την ευκολία ρευστοποίησης. Καθώς κάθε νέα κατάθεση στην τράπεζα δημιουργείται ως ένας τρεχούμενος λογαριασμός, οι τελικοί κάτοχοι των τραπεζικών υποχρεώσεων ζητούν ένα θετικό επιτόκιο το οποίο είναι πάντα ανάλογο με την δυσκολία ρευστοποίησης του προϊόντος που κατέχουν.
Για να διατηρηθεί αυτός ο τρόπος λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να υπάρχουν δύο παραδοχές. Η πρώτη είναι ότι όσο διαρκεί η αποπληρωμή ενός δανείου, ο καταθέτης δεν πρέπει να αποσύρει την κατάθεσή του. Εδώ θα πρέπει να δούμε το τραπεζικό σύστημα ως σύνολο και όχι μεμονωμένα την κάθε τράπεζα καθώς εκατομμύρια συναλλαγές λαμβάνουν χώρα καθημερινά μεταξύ των τραπεζών. Η δεύτερη και λίγο πιο σύνθετη παραδοχή είναι ότι δεν αναμένουμε ο δανειζόμενος να αποπληρώσει το συνολικό ποσό που διατηρεί ως δάνειο (μπορεί να αποπληρώνει την αρχική δανειακή σύμβαση και ταυτόχρονα να δημιουργεί νέες, μας ενδιαφέρει το υπόλοιπο που διατηρεί ως δάνειο) καθώς θα το χρησιμοποιεί για την περαιτέρω ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας η οποία θα δημιουργεί ζήτηση για νέα δάνεια στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος. Αν τα δάνεια αυτά χρησιμοποιηθούν λιγότερο αποδοτικά από το σύνολο όλων των υπόλοιπων υφιστάμενων δανείων, θα δημιουργήσουν περισσότερο πληθωρισμό και λιγότερο πραγματικό οικονομικό αποτέλεσμα. Αν μελετήσουμε το τραπεζικό σύστημα από αυτή την οπτική καταλαβαίνουμε ότι ο πληθωρισμός, η νομισματική πολιτική, η δημιουργία χρήματος και ο προσδιορισμός της αξίας του χρήματος είναι σημαντικά αποκεντρωμένες και τον περισσότερο ρόλο τον παίζουν οι εμπορικές τράπεζες και οι δανειζόμενοι και λιγότερο τα αρμόδια υπουργεία και οι κεντρικές τράπεζες.
Όλη αυτή η αποκέντρωση δημιουργεί πρόβλημα στους οικονομολόγους καθώς είναι πολύ δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί αυτή η διαδικασία και να ενσωματωθεί σε ένα μακροοικονομικό μοντέλο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι και το νεοκλασικό μακροοικονομικό μοντέλο, το οποίο έχει διαδεχτεί το Κεϋνσιανό μοντέλο έχει δύο σημεία τα οποία δεν αγγίζουν την πραγματικότητα έτσι όπως αυτή εξελίσσεται. Πρώτον ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν συμπεριφέρονται με απόλυτη οικονομική λογική και δεύτερον ότι η δημιουργία χρήματος μέσω δανείων εξαρτάται μόνο από την ζήτηση με τις τράπεζες να παίζουν έναν τελείως παθητικό ρόλο.
Ο πρώτος λόγος είναι εύκολα κατανοητός καθώς όλοι γνωρίζουμε επιχειρηματίες και ιδιώτες οι οποίοι αποφασίζουν για τα οικονομικά τους βασιζόμενοι στο συναίσθημα και όχι στην λογική. Ο δεύτερος και λίγο πιο σύνθετος λόγος είναι ότι οι τράπεζες μεταβάλλουν τα κριτήρια δανεισμού τους ανάλογα με τον πιστωτικό κίνδυνο και την ζήτηση για ρευστότητα (η οποία επηρεάζει τα αποθέματά της). Καθώς οι δύο αυτοί παράγοντες μεταβάλλουν τα κεφαλαιακά περιθώρια μίας τράπεζας, αυτή θα κάνει τα κριτήρια δανεισμού πιο σφιχτά όταν ο πιστωτικός κίνδυνος αυξάνεται, και αντίστροφα, ενώ θα αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού όταν τα κεφαλαιακά της περιθώρια στενέψουν και αντίστροφα.
Όσον αφορά τις περιόδους κρίσης, οι τράπεζες δεν έχουν την δυνατότητα να συρρικνώσουν τους ισολογισμούς τους ταχύτατα, ώστε να μειώσουν το πιστωτικό τους ρίσκο (απαιτήσεις / ίδια κεφάλαια), αλλά περιορίζονται στον ρυθμό αποπληρωμής των ήδη υφιστάμενων δανείων τους για να πετύχουν τη συρρίκνωση του ισολογισμού τους. Έτσι, αυτό που πετυχαίνουν είναι μία σταδιακή συρρίκνωση, οπότε για να καλυφθούν από τον υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο κατά την διάρκεια μίας κρίσης, τείνουν να αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού.
Όμως η συρρίκνωση του ισολογισμού μίας τράπεζας συνεπάγεται την καταστροφή χρήματος ακριβώς με την αντίστροφη διαδικασία της δημιουργίας χρήματος που είδαμε πιο πριν. Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι το χρήμα ως κεφάλαιο αποτελεί έναν από τους παραγωγικούς συντελεστές, αλλά παράλληλα και αγοραστική δύναμη, μία διαδικασία συρρίκνωσης ενός τραπεζικού ισολογισμού οδηγεί σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας μίας οικονομίας. Αυτή είναι μία διαδικασία η οποία δίνει επιτάχυνση σε μία κρίση και είναι ο βασικότερος λόγος για τον οποίο οι ρυθμιστές της οικονομίας (Κεντρικές Τράπεζες και Κυβερνήσεις) παρεμβαίνουν ώστε να αντιστρέψουν την διαδικασία συρρίκνωσης των τραπεζικών ισολογισμών.
Όπως γίνεται κατανοητό, οι τραπεζικοί ισολογισμοί και η συμπεριφορά των τραπεζών προς τους δανειζόμενους είναι ένας από τους κυριότερους, αν όχι ο κυριότερος, προσδιοριστικός παράγοντας της κίνησης του ΑΕΠ μίας οικονομίας. Μέσα από τις μελέτες έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τραπεζική μόχλευση (σύνολο ισολογισμού / ίδια κεφάλαια) έχει σημαντική θετική αναλογία με την ανάπτυξη του ΑΕΠ μίας οικονομίας.
Μία ιδέα η οποία προωθείται από πολλούς που ασχολούνται με τις επιχειρήσεις είναι να προωθούν την αποταμίευση η οποία όπως πιστεύουν θα χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις. Το πρόβλημα με αυτή την ιδέα είναι ότι η αποταμίευση δεν χρηματοδοτεί επενδύσεις, η δημιουργία χρήματος μέσω δανείων τις χρηματοδοτεί. Η χρηματοδότηση επενδυτικών κινήσεων από τις τράπεζες δεν απαιτεί την ύπαρξη νέων καταθέσεων, αλλά την έκδοση ενός νέου δανείου, το οποίο θα αυξήσει την αγοραστική δύναμη των δανειζόμενων ώστε να αγοράσουν τις εγκαταστάσεις μίας νέας επένδυσης. Όταν η αγορά γίνει, οι πωλητές θα λάβουν τα χρήματα και θα τα καταθέσουν σε μία τράπεζα και έτσι θα γίνουν καταθέτες - αποταμιευτές βάσει των εθνικών στατιστικών, όμως αυτή η κατάθεση είναι αποτέλεσμα μίας λογιστικής εγγραφής και όχι οικονομικής προόδου.
Εδώ καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μέσω της δημιουργίας χρήματος μέσω δανειοδοτήσεων, η πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην δανειοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων με υψηλή αποδοτικότητα από το να εστιάσει στην αποταμίευση και στα υψηλά πλεονάσματα, κάτι που συρρικνώνει τους ισολογισμούς των τραπεζών. Αν μία οικονομία καταφέρει να χρηματοδοτήσει μέσω του τραπεζικού δανεισμού επενδύσεις υψηλής αποδοτικότητας, τότε η αποταμίευση και η ρευστότητα θα είναι το φυσικό αποτέλεσμα.
ΠΗΓΗ: moneyworld.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου