ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΑΓΩΓΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ ΥΠΕΡ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΡΙΑΣ!!!

Γράφει η Αριάδνη Νούκα

457/2017 ΕΦΕΤΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης.




ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

1. Ο ΓΟΣ αποπληρωμής αφορά στη βασική σχέση παροχής - αντιπαροχής, εφόσον η συναλλαγματική ισοτιμία ρυθμίζει μια καθοριστική παράμετρο για τον τρόπο υπολογισμού της οφειλόμενης δόσης, διαμορφώνοντας έτσι το ύψος της κύριας παροχής (κεφάλαιο και αντιπαροχή - τόκοι), που οφείλει να εκπληρώσει ο δανειολήπτης στην τράπεζα. Πρέπει, επομένως, οι επίδικοι γ.ο.σ. να εξεταστούν ως προς την καταχρηστικότητά τους σύμφωνα με το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας 93/2013, κατά το οποίο «η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών, που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό».



2. Οι όροι αποπληρωμής και ενημερωσης είναι αδιαφανείς και, μάλιστα, υπερβαίνουν σημαντικά τα όρια, που τάσσονται από τις § 6, 7 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1964, διότι διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε βάρος της ενάγουσας, όταν οι επίδικοι γ.ο.σ. οδηγούν στη διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας τους ως προς τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβασης. Στην ουσία, λοιπόν, (οι γ.ο.σ.) καταλήγουν να συνιστούν απροσδόκητες και αιφνιδιαστικές ρήτρες μεταβάλλοντας την εικόνα, που δικαιολογημένα είχε δημιουργηθεί στην ενάγουσα αναφορικά με το ύψος του τιμήματος και την έκταση της κύριας παροχής - κεφαλαίου, στοιχεία, που είναι συνήθως και τα μόνα, που πράγματι εξετάζονται από το μέσο καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης. Η ισορροπία δε αυτή κλονίζεται ιδιαιτέρως, καθώς καταρρίπτεται η βασικότερη συγκεκριμένη σταθερά στο μυαλό αυτής (ενάγουσας) και γενικότερα του μέσου καταναλωτή - δανειολήπτη, ως προς τη λήψη του δανείου, ενώ προσμένει την εφαρμογή του: ότι όσο αποπληρώνει το δάνειο, αυτό θα μειώνεται ως χρέος


3. Οι όροι αποπληρωμής και ενημερωσης είναι άκυροι και επειδή πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 § 7 περιπ. ία', κδ’ και λ' του ν. 2251/1994. Συγκεκριμένα, δεν αποσαφηνίζεται ότι, οι δύο κυμαινόμενοι παράγοντες, δηλαδή αυτός της αναπροσαρμογής του επιτοκίου και αυτός της αναπροσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα επηρεάσουν όχι μόνο τη δόση και τους τόκους, αλλά και το κεφάλαιο, επί του οποίου υπολογίζονται οι καταβολές σε ευρώ, τα οποία, επομένως, παραμένουν αόριστα. Απόρροια τούτων είναι ότι το συνολικό κόστος δανεισμού παραμένει αόριστο, διότι, διακυμαίνεται το θεμέλιο της παροχής, δηλαδή το ίδιο το κεφάλαιο, που καλείται να επιστρέφει ο δανειολήπτης. Είναι δε το κεφάλαιο, που διαμορφώθηκε βάσει της κατά χρονική περίοδο διαφορετικής συναλλαγματικής ισοτιμίας αποσυνδεδεμένο από τον απλό κανόνα παροχής - αντιπαροχής. Κατόπιν τούτων, καθίσταται σαφές ότι πληρούνται και οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 § 7 περιπ. κδ' και λ’ Ν 2251/1994, αφού ουδέποτε η ενάγουσα-δανειολήπτρια κατανόησε εις βάθος την πραγματική λειτουργία των επίδικων όρων της σύμβασης, αλλά στην ουσία αγνοούσε την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, που θα αναλάβει.

4. Με τον ΓΟΣ αποπληρωμής του δανείου επήλθε αλλοίωση του συμβατικού σκοπού και της λειτουργίας της δανειακής σύμβασης, εφόσον αυτή (η σύμβαση) δεν επιτελεί καθαρά δανειακούς σκοπούς, αλλά εμπεριέχει και επενδυτικής φύσης αποτελέσματα και οικονομικές συνέπειες. Η δανειολήπτρια συμμετέχει εμμέσως πλην σαφώς στην επενδυτική αγορά συναλλάγματος. 

5. Οι ΓΟΣ αποπληρωμής και ενημέρωσης ήταν προδιατυπωμένοι από την τράπεζα και περιλαμβάνοταν στους γενικούς όρους συναλλαγών, χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων. Κατά συνέπεια, δεν έλαβε χώρα στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και το αργότερο ως τη σύναψη της σύμβασης, οπότε διαμορφώνεται η δικαιοπρακτική απόφαση του καταναλωτή (άρθρο 197 ΑΚ «Κατά τις διαπραγματεύσεις» για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 198 παρ. 1 ΑΚ «Όποιος «κατά τις διαπραγματεύσεις» για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει») ορθή, αναλυτική και πλήρης ενημέρωση της δανειολήπτριας από τους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας.

6. Η επίδικη σύμβαση, δεν περιείχε στους όρους της, καμία κρούση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου, που αναλάμβανε αποκλειστικά και μόνο η δανειολήπτρια. 

7. Η τράπεζα, μάλιστα, αν και όφειλε, δεν αξιολόγησε τη δανειοληπτική ικανότητα του μέσου καταναλωτή και δη της δανειολήπτριας κρίνοντας αντικειμενικά το βαθμό αντίληψής της σε σχέση με το αναληφθέν μέσω της χορηγούμενης προς αυτή πίστωσης κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας Τονίζεται ότι, το γεγονός ότι η δανειολήπτρια είναι καθηγήτρια και έχει πτυχίο Πανεπιστημίου δεν σημαίνει ότι ήταν σε θέση, ως μέσος καταναλωτής, να αντιληφθεί από μόνη της τους κινδύνους της επίδικης σύμβαση. 

8. Η Τράπεζα, παραβλέποντας την ως άνω υποχρέωσή της, που φέρει ως πιστωτικό ίδρυμα και οφείλει να μπορεί, μέσα από διαδικασίες ενδελεχούς ελέγχου, να διαπιστώνει ποιοι μπορούν να είναι αποδέκτες ανωτάτων ορίων ανάληψης κινδύνου, εν τέλει όχι μόνο δεν απέτρεψε την δανειολήπτρια, ως μέσο καταναλωτή να λάβει το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, αλλά δεν της κατέστησε σαφείς ποιους κινδύνους αναλαμβάνει. Η από θέση ασκούμενη πειθώ της τράπεζας για την ασφάλεια του «προϊόντος», ο καλλιεργηθείς ενθουσιασμός και η προσέλκυση της καταναλώτριας ενάγουσας με μεμονωμένες και ασαφείς φράσεις, όπως ειδικά αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν άφηναν περιθώρια σοβαρής ανησυχίας και ορθολογικού υπολογισμού των κινδύνων από την τελευταία. Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα παρέλειψε να δώσει ουσιώδεις πληροφορίες, κρίσιμες για τη λήψη σωστής απόφασης από τον μέσο καταναλωτή. Παράλληλα υπήρξε και καταχρηστική επιρροή της καλόπιστης δανειολήπτριας- καταναλώτριας, που εμπιστεύτηκε την τράπεζα της. 

9. Η δανειολήπτρια αγνοούσε το συνολικό κόστος της πίστωσης, εφόσον, ούτε τη σημασία της διατάραξης της ισοτιμίας μπορούσε να εκτιμήσει, ούτε τη μελλοντική ισοτιμία μπορούσε να γνωρίζει. Σημειωτέον ότι, στο πλαίσιο των χρηστών συναλλακτικών ηθών, ήτοι των κρατουσών αντιλήψεων του μέσου ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου μέσα στα όρια των οποίων πρέπει να περιορίζεται η δραστηριότητα των δικαιοπρακτούντων, προκειμένου να θεωρείται σύμφωνη με τη χρηστή και έμφρονη συναλλακτική συμπεριφορά και της καλής πίστης, ήτοι της επιβαλλόμενης στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονα ανθρώπου συμπεριφοράς, η τράπεζα υπέχει αυξημένη υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης, κατά τα οριζόμενα στην ΠΔ/ΤΕ 2577/2006 περί της υιοθέτησης βέλτιστων πρακτικών εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων, ώστε αυτά να προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά του πελάτη. Και τούτο διότι, μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μια εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης και εν μέρει εξάρτησης του πελάτη, καθ’ όσον η τράπεζα κατέχει ειδικές γνώσεις και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών και οφείλει να εξισορροπεί την αρχή της προστασίας του ασθενέστερου με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο δικαιοπρακτικός σκοπός της δανειακής σύμβασης με ρήτρα συναλλάγματος και η συντρέχουσα οικονομική συγκυρία και το κοινωνικό γίγνεσθαι υποδηλώνουν ότι, το συγκεκριμένο δάνειο δεν χορηγήθηκε, για να κερδοσκοπήσει η δανειολήπτρια με τα ελβετικά φράγκα ως επενδυτής, αλλά για να χρηματοδοτηθεί με ευρώ, ως ιδιώτης ή έμπορος, επωφελούμενη απλώς του ευνοϊκού επιτοκίου.

10. η τακτική ενημέρωσης, που ακολούθησε η τράπεζα, δεν πληρούσε τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες, εφόσον δεν περιείχε με αποσαφηνισμένους όρους το βάρος του υπέρμετρου κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που συνδεόταν άρρηκτα με το ιδιαιτέρως μεγάλο βάθος χρόνου της επίμαχης δανειακής σύμβάσης. Αν και η έννοια της «συναλλαγματικής ισοτιμίας» είναι πασίδηλη και οικεία στην καθημερινότητα είτε, με την αγορά εισαγόμενων προϊόντων είτε, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο, όταν συνδέεται άρρηκτα με τον τρόπο καθορισμού των δόσεων και του κεφαλαίου του επίδικου δανείου όχι μόνο για μία φορά, αλλά γιαμεγάλο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και η υποχρέωση ενημέρωσης και πληροφόρησης της τράπεζας δεν πρέπει να περιορίζεται εν προκειμένω, σε μια αφημρημένη ή γενική αναφορά για τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Πρέπει, να εξειδικεύεται σε ένα πλήθος καθηκόντων, όπως ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά και τις γνώσεις που πρέπει να έχει ο πελάτης, για να επιλέξει ένα δάνειο σε συνάλλαγμα, προειδοποίηση για τους κινδύνους, που μπορούν να ανακύψουν, με την παράθεση, μάλιστα, παραδειγμάτων δυσμενούς εξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να γίνουν εύληπτοι και κατανοητοί οι κίνδυνοι κυρίως για τον δανειολήπτη και όχι μόνο για την τράπεζα, ενημέρωση για δυσμενείς περιορισμούς και συνέπειες στην άσκηση των δικαιωμάτων από το δάνειο (π.χ. της πρόωρης εξόφλησης) και ενημέρωση για την απαιτούμενη ικανότητα παρακολούθησης των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

11. η δανειολήπτρια δεν είναι αναμενόμενο να διαθέτει ελβετικά φράγκα, ούτε να έχει τη δυνατότητα τακτικών εσόδων στο νόμισμα αυτό, για παράδειγμα ως εξαγωγέας. Κατά συνέπεια, δεν θέλησε η τελευταία, δηλαδή, αυτή καθεαυτή την οφειλή σε ξένο νόμισμα, αλλά χρησιμοποίησε το ελβετικό φράγκο σαν χρήμα - μέτρο, για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής της. Ο τύπος σύμβασης, δηλαδή, που επιθυμούν γενικά να συνάψουν οι καταναλωτές και ειδικότερα η δανειολήπτρια, δεν έχει δικαιοπρακτικό ή οικονομικό κίνητρο την επένδυση σε κινητές αξίες μεταβαλλόμενης αποτίμησης, όπως π.χ. το συνάλλαγμα. Ο συμβατικός τύπος της καταναλωτικής σύμβασης (στεγαστικού δανείου) με γνώμονα τις βάσιμες προσδοκίες και τις συμβατικές τους ανάγκες, αποβλέπει στην σταδιακή αποπληρωμή του δανείου

12. Από τις αρχές του 2008 και εντεύθεν, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, ο δε δείκτης διακύμανσης, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή, για τα προηγούμενα δέκα πέντε (15) χρόνια, τριπλασιάστηκε. Αυτό δε, ακριβώς, το καθεστώς της σταθερής διακύμανσης για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως περιγράφηκε, ήταν και το περιεχόμενο ενός εκ διαφόρων διαφημιστικών προσεγγίσεων των καταναλωτών, ιδίως το 2007, που πράγματι ώθησε πολλούς να επιλέξουν το εν λόγω τραπεζικό προϊόν. Ωστόσο, σημειώθηκε μεγάλη ανατροπή εν συνεχεία στη λειτουργία και την κίνηση των επίδικων δανείων, αλλά και στην αντίληψη του μέσου καταναλωτή ως προς την οικονομική ποσότητα της αντιπαροχής, που τελικά οφείλει να καταβάλει διαψεύδοντας τις προσδοκίες του .


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ LINK
https://drive.google.com/file/d/17grV3aRyurHFTwNklBpdf4WNPEDSMH-1/view?usp=sharing




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου