Γράφει ο Λεωνίδας Χ. Στάμος
Αντισυνταγματική η εξίσωση των δικαστικών λειτουργών ως προς την ηλικία της συνταξιοδότησής τους !!!
Εκούσια ισοπεδοποίηση ή νέα αστοχία ελλείψει ΒΑΣΙΚΩΝ γνώσεων Ευρωπαικού Δικαίου ;;;
Η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου
Οι Δικαστικοί Λειτουργοί που μπήκαν στο Σώμα από 01.11.2011 και μετά, θα συνταξιοδοτηθούν ΟΛΟΙ στα 67, κατ' ευθεία παράβαση του σκληρού πυρήνα του άρθρου 88, παρ.5 του Συντάγματος, που ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ τους Δικαστές σε ΔΥΟ (2) τάξεις.
Και ναι μεν, οι σχετικές διατάξεις του ν. 4336/2015, ΕΙΝΑΙ Συνταγματικές στο μέτρο που ΑΥΞΑΝΟΥΝ τα συντάξιμα χρόνια της 1ης κατηγορίας αυτών από 65 σε 67, είναι όμως Αντισυνταγματικές στο μέτρο που ΕΞΙΣΩΝΟΥΝ τους Δικαστές, καταργώντας την ΔΙΑΚΡΙΣΗ που επιβάλλει ο σκληρός πυρήνας του Συντάγματος στο άρθρο 88, παρ.5.
Προκειμένου δε να διατηρηθεί η ΟΥΣΙΑ της Συνταγματικής διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 88, ήτοι της Διάκρισης των Δικαστικών Λειτουργών σε δύο κατηγορίες, πρέπει να τροποποιηθεί σχετικώς ο Ν.4336/2015, με ισανάλογη αύξηση των ορίων των Ανωτάτων Δικαστικών Λειτουργών στα 69 έτη.
Η συνταγματικότητα της αύξησης των ορίων ηλικίας, της πρώτης κατηγορίας των Δικαστικών Λειτουργών (ήτοι μέχρι του βαθμού του Προέδρου Εφετών), από τα 65 στα 67 (βλ. άρ. 1.β και γ. Ν.4336/2015) λόγω της υπεροχής του Ευρωπαικού Δικαίου, δεν θεραπεύει την ταυτόχρονη κατάργηση των δύο τάξεων των Δικαστικών Λειτουργών.
Η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου
Σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής, το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει των εθνικών δικαίων των κρατών μελών. Η αρχή της υπεροχής ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές πράξεις οι οποίες διαθέτουν δεσμευτική ισχύ. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, συνεπώς, να εφαρμόσουν εθνικό κανόνα που αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η αρχή της υπεροχής εγγυάται την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου επί των εθνικών δικαίων. Αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου. Όπως και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος, η αρχή της υπεροχής δεν είναι γραμμένη στις Συνθήκες, αλλά καθιερώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Ορισμός
Το ΔΕΕ καθιέρωσε την αρχή της υπεροχής με την απόφαση Costa κατά Enel της 15ης Ιουλίου 1964 (ΔΕΚ 6/64). Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρει ότι δίκαιο που απορρέει από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ενσωματώνεται στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, τα οποία υποχρεούνται να το σέβονται. Επομένως, το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερέχει των εθνικών δικαίων. Έτσι, εάν ένας εθνικός κανόνας αντιβαίνει σε μία ευρωπαϊκή διάταξη, οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να εφαρμόσουν την ευρωπαϊκή διάταξη. Το εθνικό δίκαιο δεν ακυρώνεται ούτε καταργείται, αλλά αναστέλλεται ιη υποχρεωτική ισχύς του.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε στην συνέχεια ότι η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου εφαρμόζεται σε όλες τις εθνικές πράξεις, ανεξαρτήτως εάν έχουν εγκριθεί πριν ή μετά την εν λόγω ευρωπαϊκή πράξη.
Καθώς το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερέχει του εθνικού δικαίου, η αρχή της υπεροχής εγγυάται, με αυτόν τον τρόπο, την ομοιόμορφη προστασία των πολιτών από το ευρωπαϊκό δίκαιο, η οποία εξασφαλίζεται σε όλη την επικράτεια της ΕΕ.
Πεδίο εφαρμογής της αρχής
Η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου επί των εθνικών δικαιωμάτων είναι απόλυτη. Έτσι, ισχύει για όλες οι ευρωπαϊκές πράξεις που έχουν υποχρεωτική ισχύ, ανεξαρτήτως εάν απορρέουν από το πρωτογενές ή το παράγωγο δίκαιο.
Επίσης, όλες οι εθνικές πράξεις υπόκεινται στην εν λόγω αρχή, οποία και αν είναι η φύση τους: νόμος, κανονισμός, διάταγμα, διάταξη, εγκύκλιος, κλπ., ανεξάρτητα από το εάν τα κείμενα αυτά έχουν εκδοθεί από την εκτελεστική ή νομοθετική εξουσία του κράτους μέλους. Η δικαστική εξουσία υπόκειται επίσης στην αρχή της υπεροχής. Πράγματι, το δίκαιο που παράγεται από τη δικαστική εξουσία, δηλαδή η νομολογία, πρέπει να είναι σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης.
Το Δικαστήριο έχει εκτιμήσει ότι τα εθνικά συντάγματα υπόκεινται επίσης στην αρχή της υπεροχής. Στην απόφαση Internationale Handelsgesellschaft (ΔΕΚ 11/70) θεμελίωσε ρητά την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου ακόμη και επί των συνταγμάτων των κρατών-μελών, καθώς θεώρησε πως δεν είναι δυνατόν να αντιταχθούν στο κοινοτικό δίκαιο τα θεμελιώδη
Επομένως, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να μην εφαρμόζει τις διατάξεις συντάγματος που είναι αντίθετες προς το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Υπεύθυνοι για την τήρηση της αρχής
Όπως συμβαίνει και με την αρχή του άμεσου αποτελέσματος το Δικαστήριο ασκεί τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Επιβάλλει κυρώσεις στα κράτη μέλη που δεν την τηρούν, μέσω των αποφάσεών του που εκδίδονται βάσει των διαφόρων προσφυγών που προβλέπονται από τις ιδρυτικές Συνθήκες, ιδίως της προσφυγής λόγω παραβάσεως..
Η τήρηση της αρχής της υπεροχής εναπόκειται επίσης στον εθνικό δικαστή. Αυτός μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να χρησιμοποιεί τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής, στην περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω αρχής. Σε απόφαση της 19ης Ιουνίου 1990 (Factortame), το Δικαστήριο ανέφερε ότι ένα εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με την ισχύ ενός εθνικού κανόνα, πρέπει να αναστέλλει άμεσα την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα, εν αναμονή της λύσης που θα προτείνει το Δικαστήριο και της απόφασης που θα εκδώσει το εθνικό δικαστήριο σχετικά με το θέμα αυτό ως προς την ουσία.
Στο σημείο αυτό, καλόν θα ήταν να υπενθυμιστούν τα εξής:
ΔΕΚ 213/07, Μηχανική ΑΕ κατά Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, Υπουργού Επικρατείας
Ο Γενικός Εισαγγελέας Maduro με τις προτάσεις του αφ’ ενός καταθέτει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέχει θεμελιώδη υποχρέωση να σέβεται τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών-μελών, αφ’ ετέρου διευκρινίζει ότι, δεν πρόκειται για απόλυτο σεβασμό όλων των εθνικών συνταγματικών κανόνων, αλλά «όπως το ενωσιακό δίκαιο λαμβάνει υπόψη του τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών, έτσι και το εθνικό συνταγματικό δίκαιο οφείλει να προσαρμόζεται στις επιταγές της ενωσιακής έννομης τάξης».
ΣτΕ 2670/2006,Ολομέλεια
Το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του ν. 3021/2002 με τα οποία καθιερωνόταν απόλυτη και γενική απαγόρευση σύναψης δημοσίων συμβάσεων κατηγορίας προσώπων, που συνδέονταν ιδιοκτησιακά, επιχειρηματικά ή διευθυντικά με Επιχειρήσεις Μέσων Ενημέρωσης, ομόφωνα κρίθηκε αντισυνταγματικό, ως αντίθετο στην αρχή της αναλογικότητας, νοουμένης ως θεμελιώδους αρχής τόσο του εθνικού όσο και του κοινοτικού δικαίου και τούτο διότι, η προαναφερόμενη νομοθετική πρόβλεψη, καθιέρωνε με τη μορφή αμάχητου τεκμηρίου επαγγελματικό ασυμβίβαστο που οδηγούσε στην απαγόρευση σύναψης δημόσιων συμβάσεων από τα προαναφερόμενα πρόσωπα και στην ακύρωση των εν λόγω συμβάσεων.
ΣτΕ 778/2007
Το άρθρο 16 παρ.7 Συντ. παρέχει μεν ευρεία ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη για τη ρύθμιση των θεμάτων που αφορούν την επαγγελματική εκπαίδευση, πλην όμως η ευχέρεια αυτή έχει περιορισθεί από τους κανόνες του πρωτογενούς και δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών και την αναγνώριση επαγγελματικής εκπαίδευσης (το Δικαστήριο, δηλαδή, δέχθηκε μείωση του εύρους της συνταγματικής εξουσιοδότησης προς τον κοινό νομοθέτη στο πεδίο αυτό λόγω του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
ΔΕΕ 399/11, Stefano Melloni κ. Ministerio Fiscal
«Ασφαλώς, το άρθρο 53 του Χάρτη επιβεβαιώνει ότι, όταν πράξη της Ένωσης υπαγορεύει την εφαρμογή εθνικών μέτρων, είναι κατ’ αρχήν θεμιτό οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τα κατοχυρωμένα στα Συντάγματά τους θεμελιώδη δικαιώματα, αρκεί η εν λόγω εφαρμογή να μη θέτει υπό διακύβευση την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη.»
ΟλΣτΕ 3470/2011
-Αναγνώρισε ότι, η καθιέρωση ενός γενικού ασυμβίβαστου θίγει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσης.
-Επικράτησε η λογική ότι, το συνταγματικό κείμενο πρέπει να προσαρμόζεται στα μεταβαλλόμενα δεδομένα του ενωσιακού δικαίου.
-Αποδέχτηκε ότι, «η ερμηνεία αυτή των διατάξεων του άρθρου 14 παρ.9 του Συντάγματος, ενισχύεται άλλωστε και από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 Συντάγματος από την οποία προκύπτει η υποχρέωση εναρμόνιση των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.»
Εξ όλων των ανωτέρω, εντύπωση προκαλεί η στάση του Ελληνικού Δημοσίου να ΕΞΙΣΩΣΕΙ τους Δικαστικούς Λειτουργούς με την Συνταγματικά Αποδεκτή, ελέω Ε.Ε., σχετική διάταξη του Νόμου 4336/2015.
Δέον να διασαφηνιστεί ότι η stricto sensu Συνταγματική διάταξη, την οποία ΠΡΟΦΑΝΩΣ το Ενωσιακό Δίκαιο επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει, αφορά τον διαχωρισμό των Δικαστικών Λειτουργών σε δύο κατηγορίες:
α)την κατηγορία που οριοθετείται ΑΠΟ τον Πρόεδρο Εφετών και τους ανώτερους αυτού Δικαστές και
β)την κατηγορία που οριοθετείται ΜΕΧΡΙ τον Πρόεδρο Εφετών.
α)την κατηγορία που οριοθετείται ΑΠΟ τον Πρόεδρο Εφετών και τους ανώτερους αυτού Δικαστές και
β)την κατηγορία που οριοθετείται ΜΕΧΡΙ τον Πρόεδρο Εφετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου