ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΚΛΕΜΕΝΩΝ ΔΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΥ ΑΚΟΜΗ ΤΑΛΑΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΟΛΜΑ
ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙ
Τα δις του Μιλόσεβιτς που άνοιξε η γη και τα κατάπιε !!!
Πολλοί γνωρίζουν, κανείς όμως δεν τολμά να μιλήσει για την υπόθεση που αμαύρωσε το όνομα της Κύπρου διεθνώς και τη μετέτρεψε σε πλυντήριο μαύρου χρήματος
Ναι, είδα εκατομμύρια σε σακούλες από τον Μιλόσεβιτς, αποκαλύπτει στη «Σ» άνθρωπος που ήταν κοντά στα γεγονότα της δεκαετίας του ’90
Αρκετά από τα χρήματα που έρχονταν στην Κύπρο διαπιστώθηκε, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ότι είχαν διατεθεί για αγορά όπλων για τις ανάγκες του καθεστώτος Μιλόσεβιτς
Το 2001 οι έρευνες, για να βρεθούν όλα τα χρήματα που ο Μιλόσεβιτς έστελνε στο εξωτερικό με παραλήπτες δικούς του ανθρώπους, είχαν φτάσει σε τόσο μεγάλο αδιέξοδο…
Τις μαρτυρίες για τα χρήματα που κατετίθεντο σε υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη λεωφόρο Βασιλέως Παύλου, στη Λάρνακα, είχαν δώσει οι υπάλληλοι της Λαϊκής
Τα ονόματα των Κυπρίων που έχουν εμπλακεί στην υπόθεση είναι βαρύγδουπα. Κανείς όμως δεν δέχεται όχι μόνο να μιλήσει, αλλά ούτε να ακούσει για το όλο θέμα
Μια υπόθεση η οποία παραμένει εδώ και πολλά χρόνια στο σκοτάδι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες να ριχθεί φως στις λεπτομέρειές της και να ολοκληρωθεί η εικόνα ενός παζλ από το οποίο λείπουν πολλά κομμάτια, είναι αυτή των δισεκατομμυρίων, όπως όλοι λένε, που ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς έστελνε μυστικά στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Ήταν τότε που τα Ηνωμένα Έθνη είχαν επιβάλει κυρώσεις στο καθεστώς Μιλόσεβιτς και είχαν απαγορεύσει την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας στη Γιουγκοσλαβία.
Αρκετά από τα χρήματα που έρχονταν στην Κύπρο διαπιστώθηκε, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ότι είχαν διατεθεί για αγορά όπλων για τις ανάγκες του καθεστώτος Μιλόσεβιτς. Κάποια άλλα βρέθηκαν σε λογαριασμούς της οικογένειας του Μιλόσεβιτς, αλλά και στενών συνεργατών του. Τα υπόλοιπα άνοιξε η γη και τα κατάπιε, ή τουλάχιστον δεν ξέρει κανείς επίσημα τι απέγιναν. Το 2001 οι έρευνες, για να βρεθούν όλα τα χρήματα που ο Μιλόσεβιτς έστελνε στο εξωτερικό με παραλήπτες δικούς του ανθρώπους, είχαν φτάσει σε τόσο μεγάλο αδιέξοδο που είχε θωρηθεί, όπως έγραψε τότε η εγκυρότατη εφημερίδα «Guardian», ότι θα ξοδεύονταν περισσότερα χρήματα για να βρεθούν, απ' όσα κεφάλαια θα βρίσκονταν διασκορπισμένα στις τέσσερεις γωνιές του πλανήτη.
Τα δισεκατομμύρια που είχαν προορισμό το νησί μας, σύμφωνα με μαρτυρίες αδιάσειστες, όπως γράφουμε στη συνέχεια, τα έφερναν σχεδόν πάντα βράδυ στην Κύπρο, αεροπορικώς από τη Γιουγκοσλαβία, άνθρωποι του Μιλόσεβιτς μέσα σε βαλίτσες ή σακούλες. Τα έπαιρναν κατευθείαν σε υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη λεωφόρο Βασιλέως Παύλου, στη Λάρνακα. Τις μαρτυρίες για τα χρήματα που κατετίθεντο στο υποκατάστημα αυτό είχαν δώσει οι υπάλληλοι της Λαϊκής που είχαν οδηγίες να ανοίγουν την τράπεζα, να μετρούν τα λεφτά και να τα τοποθετούν είτε σε θυρίδες είτε σε λογαριασμούς.
Ένας μάλιστα από αυτούς, ο επικεφαλής της ομάδας, είχε δώσει κατάθεση σε ειδικό εμπειρογνώμονα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο διευθυντής του καταστήματος της Λαϊκής, κάθε φορά που επρόκειτο να προσγειωθεί αεροπλάνο από το Βελιγράδι στη Λάρνακα φορτωμένο με λεφτά, δεχόταν ένα τηλεφώνημα από την υπεράκτια τράπεζα Beogradska Banka, που έδρευε στη Λευκωσία, κι έδινε οδηγίες σε υπαλλήλους να ανοίγουν τη Λαϊκή στη Βασιλέως Παύλου και να παραλαμβάνουν τα μετρητά.
Από τσιγκουνιά ή κάτι άλλο;
Ίσως να ακούγεται αστείο, αλλά η υπόθεση της μεταφοράς στην Κύπρο δισεκατομμυρίων σε βαλίτσες ή και σε σακούλες από το Βελιγράδι έγινε ευρέως γνωστή από μια … τσιγκουνιά (;) της Λαϊκής Τράπεζας. Οι υπάλληλοι που μετρούσαν τα λεφτά σχεδόν κάθε βράδυ ζήτησαν να πληρώνονται υπερωρίες. Η Λαϊκή αρνήθηκε και οι υπάλληλοι παραπονέθηκαν στη συντεχνία τους, την ΕΤΥΚ. Ο τότε γενικός γραμματέας της συντεχνίας Λοΐζος Χατζηκωστής ζήτησε από την τράπεζα να πληρώνει τους υπαλλήλους, αλλά αυτή αρνήθηκε. Ο Λοΐζος Χατζηκωστής μίλησε με τον τότε Γιουγκοσλάβο πρέσβη στη Λευκωσία. Είκοσι τέσσερεις ώρες μετά το θέμα διευθετήθηκε. Οι υπάλληλοι όχι μόνον θα πληρώνονταν υπερωρίες, αλλά θα αποζημιώνονταν και αναδρομικά για όσες ώρες είχαν δουλέψει προηγουμένως.
Το γεγονός ότι ο Μιλόσεβιτς έστελνε δισεκατομμύρια μετρητά στην Κύπρο ήταν γνωστό μόνο σε ορισμένους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης αλλά και της Κεντρικής Τράπεζας, μέχρι τη στιγμή που οι υπάλληλοι της Λαϊκής ζήτησαν τις υπερωρίες. Απ' εκεί και πέρα, άρχισε να διαδίδεται, χωρίς όμως κανείς να μπορεί να το αποδείξει, ότι τα χρήματα αυτά ήταν παράνομα ή ότι χρησιμοποιούνταν για αγορά οπλισμού ή ότι στέλνονταν εδώ για να ξεπλυθούν. Τα ονόματα των Κυπρίων που έχουν εμπλακεί στην υπόθεση είναι βαρύγδουπα.
Κανείς όμως δεν δέχεται όχι μόνο να μιλήσει, αλλά ούτε να ακούσει για το όλο θέμα. Μάτια, αφτιά και στόματα παραμένουν κλειστά χρόνια τώρα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για τους σκοπούς αυτής της έρευνας επικοινωνήσαμε με όλα σχεδόν τα άτομα των οποίων το όνομα, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, αναφέρεται, όταν γίνεται λόγος για την υπόθεση Μιλόσεβιτς. Κανείς μα κανείς δεν θέλησε να μιλήσει, εκτός από έναν, ο οποίος όμως έθεσε ως όρο την ανωνυμία. Για να μπουν σε μια σειρά τα γεγονότα, θα αρχίσουμε δίνοντας πληροφορίες για τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης.
Ποια ήταν η Beogradska Banka
Η Beogradska Banka ήταν η μεγαλύτερη υπεράκτια τράπεζα στην Κύπρο, τότε. Είχε ιδρυθεί το 1988 και νομικός της σύμβουλος ήταν το γραφείο του εκλιπόντος πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Μάλιστα, όπως είχε πει πολλές φορές σε συνεντεύξεις της η 61χρονη τότε διευθύντρια της τράπεζας και «κολλητή φίλη» του Μιλόσεβιτς Μπόρκα Βουτσιτς, η άδεια για λειτουργία της Beogradska αποκτήθηκε πάρα πολύ εύκολα, λόγω της βοήθειας που προσέφερε ο μ. Παπαδόπουλος. Στα εγκαίνια της τράπεζας το 1988, ήταν προσκεκλημένη όλη η ελίτ της Κύπρου. Την κορδέλα έκοψε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου.
Η Μπόρκα Βούτσιτς έμεινε στην ηγεσία της τράπεζας για εννέα ολόκληρα χρόνια και, όπως έλεγε, διατηρούσε τις καλύτερες αναμνήσεις από την παραμονή της στη χώρα μας. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Guardian», παραδέχθηκε πάντως ότι από την Κύπρο διαχειριζόταν μια τεράστια συγκεκαλυμμένη διαδικασία διασποράς χρημάτων.
«Δεν είμαι εξουσιοδοτημένη να πω πόσα ήταν τα χρήματα αυτά -ανέφερε- όμως όλες οι τράπεζες κάνουν το ίδιο πράγμα για να επιβιώσουν. Πολλοί ήταν εκείνοι που έπαιρναν χρήματα στην Κύπρο. Ήταν επίσης πολλοί άλλοι που κουβαλούσαν μετρητά αεροπορικώς, όχι όμως μαζί μου».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Βούτσιτς ήταν για χρόνια επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γιουγκοσλαβίας, ενώ διετέλεσε και Υπουργός Οικονομικών της χώρας της. Με τη δική της υποστήριξη ήταν που βρέθηκε στην πολιτική ο Μιλόσεβιτς. Την υποχρέωση αυτήν της την ξεπλήρωσε, έχοντάς τη μονίμως δεξί του χέρι στα της οικονομίας (και της παραοικονομίας) της Γιουγκοσλαβίας.
Οι κυρώσεις, η Κεντρική και οι υπεράκτιες
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, το 1992, τα Ηνωμένα Έθνη είχαν επιβάλει κυρώσεις στη Σερβία, κάτι που υποχρέωσε την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να εκδώσει αυστηρές οδηγίες για τον έλεγχο των κεφαλαίων από τη Γιουγκοσλαβία. Οι οδηγίες αυτές, όμως, έδεσαν κυριολεκτικά τα χέρια της Beogradska. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, υπό τον Αυξέντη Αυξεντίου τότε, είχε στείλει και δύο υπαλλήλους της στα γραφεία της Beogradska, για να ελέγχουν όλες τις συναλλαγές.
Η Βούτσιτς έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αντιδράσει, ώστε η τράπεζα να συνεχίσει να δέχεται μετρητά από τον Μιλόσεβιτς. Όπως η ίδια είπε σε συνέντευξή της στον Γιάννη Τέλλογλου του «Σκάι», ζήτησε τη βοήθεια του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος μαζί με τον συνεργάτη του Πάμπο Ιωαννίδη τη συμβουλεύσαν να δημιουργήσει υπεράκτιες εταιρείες, που θα έπαιρναν περίπου τη θέση της τράπεζας. Θα εργάζονταν δηλαδή, «αντ’ αυτής». Οι οκτώ υπεράκτιες ήταν οι: ANTEXOL, BROWNCOURT, VANTERVEST, LAMORAL, VERICON, CABCOM HILLSAY και SOUTHMED.
Με διεύθυνση το γραφείο Τ. Παπαδόπουλου
Από έρευνα που κάναμε στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών, σήμερα μόνον τέσσερεις από τις οκτώ αυτές εταιρείες εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένες. Φυσικά ίσως να είχαν διαγραφεί όλες και να ενεγράφησαν άλλες, άσχετες, με μικρή παραλλαγή στο όνομά τους. Όμως οι πρώτες τέσσερεις διεγράφησαν μεταξύ 2000-2003. Για τη VERICON βρήκαμε ότι από το 2005 μέχρι και το 2006 έκαμε αλλαγή αξιωματούχων και αλλαγή της διεύθυνσης του γραφείου της, το οποίο βρίσκεται τώρα στην οδό Εσπερίδων στη Λευκωσία. Οι διευθυντές της επίσης άλλαξαν. Πάντως και οι οκτώ εταιρείες, όταν ενεγράφησαν στην Κύπρο, είχαν τα γραφεία τους στη διεύθυνση Σοφούλη 2, μέγαρο Σιαντεκλαίρ, στη Λευκωσία. Στην ίδια διεύθυνση βρίσκεται και το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Το γραφείο του μ. Τάσσου Παπαδόπουλου είχε κατηγορηθεί αρκετές φορές ότι έκανε τα στραβά μάτια στο ξέπλυμα χρήματος από τη Γιουγκοσλαβία στην Κύπρο. Για να αποδείξει το αντίθετο, ο πρώην Πρόεδρος είχε καταχωρίσει αγωγή κατά της εφημερίδας «Financial Times», η οποία είχε γράψει για την υπόθεση, ζητώντας αποζημιώσεις 250.000 λιρών για δυσφήμηση και όχι μόνον.
Η κατάθεση Ιωαννίδη για μια πληρωμή 7 εκατομμυρίων
Στη δίκη που έγινε στη Λευκωσία, κατέθεσε ως μάρτυρας ο μέχρι προ μερικών ετών συνεταίρος του Τ. Παπαδόπουλου, ο Πάμπος Ιωαννίδης. Ο δικηγόρος των «Financial Times» Παύλος Αγγελίδης είχε παρουσιάσει τότε στον Π. Ιωαννίδη έγγραφο, το οποίο έφερε την υπογραφή του και με το οποίο έδινε οδηγίες στη Λαϊκή Τράπεζα να πληρώσει σε μετρητά 7 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα προς τον Ζόραν Μάρκοβιτς. Ο άνθρωπος αυτός ήταν υπαρχηγός του Μιλόσεβιτς, και σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ήταν εγκληματίας πολέμου και λαθρέμπορος όπλων.
Τα χρήματα πληρώθηκαν από δύο λογαριασμούς της υπεράκτιας γιουγκοσλαβικής εταιρείας «Vantervest Overseas Ltd», της οποίας ο Π. Ιωαννίδης ήταν ένας από τους εξ αποστάσεως διευθυντές. Απαντώντας στις ερωτήσεις του Π. Αγγελίδη, ο κ. Ιωαννίδης είπε πως ο ίδιος δεν είχε ιδέα πού πήγαιναν τα χρήματα αυτά, ούτε για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνταν. «Μου εδίδοντο οδηγίες -είχε πει- από τους ιδιοκτήτες της εταιρείας, της οποίας ήμουν εκπρόσωπος και δεν είχα κανένα δικαίωμα ή και λόγο να ζητήσω εξηγήσεις».
Ο Πάμπος Ιωαννίδης ισχυρίστηκε στο δικαστήριο πως ενεργούσε με βάση τις οδηγίες από τους πελάτες του και ότι δεν γνώριζε πού πήγαιναν τα χρήματα και για ποιο σκοπό. «Οι οδηγίες δίνονταν από τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους των πελατών μας», είπε.
Τάσσος: Του έλεγαν πλήρωσε και πλήρωνε
Σε μια και μοναδική τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε για το θέμα των χρημάτων του Μιλόσεβιτς και της σχέσης του γραφείου του, την οποία έδωσε στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι», ο μ. Τάσσος Παπαδόπουλος υπεραμύνθηκε των ενεργειών του Πάμπου Ιωαννίδη.
«Ενεργούσε -είπε- κατ’ εντολήν των ιδιοκτητών της εταιρείας. Του έλεγαν πλήρωσε και πλήρωνε».
Στη συνέντευξη εκείνη ο Τ. Παπαδόπουλος δεν είχε δώσει πολλές λεπτομέρειες για την υπόθεση. Είχε πει, μεταξύ άλλων, ότι το γραφείο του απλώς «ενέγραψε» τις υπεράκτιες εταιρείες. Πέραν τούτου δεν είχε καμίαν απολύτως σχέση μαζί τους, με τη διοίκησή τους ή τη διεύθυνσή τους. Χαρακτήρισε επίσης πολύ φυσιολογικό το γεγονός ότι μια μητρική θέλησε να προχωρήσει στη δημιουργία πολλών θυγατρικών κι εξήγησε ότι και οι οκτώ υπεράκτιες που ενέγραψε το γραφείο του ανήκαν πλήρως στην Beogradska Banka.
«Ήταν πλήρης ιδιοκτησία της», είχε πει, ενώ, όταν ρωτήθηκε αν οι οκτώ εταιρείες ανέλαβαν τις εργασίες της τράπεζας, απάντησε ότι δεν ήταν άμεσα ενδιαφερόμενος για να γνωρίζει.
Στην «κρίσιμη» ερώτηση, αν γνώριζε ότι οι οκτώ εταιρείες που ενέγραψε το γραφείο του έφερναν χρήματα στην Κύπρο μέσα σε σακούλες και βαλίτσες, ο Τ. Παπαδόπουλος απάντησε ότι αυτό ήταν φυσιολογικό και νόμιμο.
«Πιθανόν τα χρήματα να έρχονταν κατά παράβασιν του εμπάργκο που είχαν επιβάλει τα Ηνωμένα Έθνη στη Γιουγκοσλαβία. Δεν έρχονταν όμως για λογαριασμό της Beogradska Banka, η οποία ήταν υπό περιορισμόν».
«Είδα σακούλες με 500 εκατομμύρια μετρητά»
Σήμερα κρατικός αξιωματούχος, ο οποίος μίλησε στην εφημερίδα μας υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γράφαμε σε καμία περίπτωση το όνομα του, είπε πως ο ίδιος είχε δει να μεταφέρονται στην Κύπρο τότε μετρητά, από ανθρώπους του Μιλόσεβιτς. Δεν ανέφερε κανένα από τα ονόματα των μεταφορέων, μας αποκάλυψε όμως ότι ο ίδιος είδε σε μια περίπτωση σακούλες οι οποίες περιείχαν 500 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα.
«Επρόκειτο για τελωνειακούς δασμούς, που αντί να παραμένουν στη Γιουγκοσλαβία στέλνονταν στην Κύπρο. Αυτό δεν ήταν παράνομο, αφού τα μετρητά συνοδεύονταν από πιστοποιητικά».
«Ούτε ένα κομμάτι χαρτί»
Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το καθεστώς Μιλόσεβιτς δεν άφηνε ίχνη για καμίαν από τις ενέργειές του, οι οποίες είχαν σχέση με μεταφορά χρημάτων εκτός της χώρας. Αυτό τουλάχιστον είπαν οι άνθρωποι που είχαν πάρει εντολή μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς να διερευνήσουν πώς έφευγαν τα χρήματα από τη χώρα, πού πήγαιναν, για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνταν. Η οδηγία του ίδιου του Μιλόσεβιτς στους στενούς συνεργάτες του ήταν να μην αφήνουν ίχνη στη διαδρομή, να μην αφήνουν «ούτε ένα κομμάτι χαρτί» το οποίο θα τους ενοχοποιούσε.
Κάποιοι θέλησαν να βοηθήσουν, μετά όμως «άλλαξαν» γνώμη
Τι γινόταν όμως με τα έγγραφα που παρουσιάζονταν στην Κύπρο και τα οποία, σύμφωνα με τον κρατικό αξιωματούχο που μας μίλησε, παραδίδονταν εδώ κι έλεγαν ότι τα μετρητά αποτελούσαν προϊόν τελωνειακών δασμών που εισέπραττε η Γιουγκοσλαβία;
Μέλος της ομάδας των ερευνητών της υπόθεσης Μιλόσεβιτς είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Guardian» ότι: «Ορισμένοι στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου φάνηκαν πρόθυμοι αρχικά να συνεργαστούν μαζί μας, αργότερα όμως άλλαξαν γνώμη ή κάποιοι τους είπαν να μην το κάνουν. Η Κύπρος πάντως αρνήθηκε να μας δώσει τα έγγραφα που είχε στην κατοχή της και τα οποία αποδείκνυαν ότι τα μετρητά αποτελούσαν χρήματα από τελωνειακούς δασμούς τους οποίους εισέπραττε η Γιουγκοσλαβία».
«Γνωρίζω πως κουβαλούσαν μετρητά επί ένα χρόνο»
Πηγή από την Κεντρική Τράπεζα ανέφερε -και πάλιν υπό τον όρο της ανωνυμίας- ότι με βάση τη δική της ενημέρωση, χρήματα από τη Γιουγκοσλαβία μεταφέρονταν στην Κύπρο επί ένα χρόνο.
«Πιστεύω πως ίσως να μεταφέρθηκαν εδώ γύρω στα 3 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Σίγουρα όχι δέκα δισεκατομμύρια όπως κάποιοι λένε. Θα πρέπει επίσης να πω ότι η Κεντρική Τράπεζα, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, είχε απαγορεύσει τη μεταφορά μετρητών σε βαλίτσες ή σακούλες».
Παρά την πιο πάνω δήλωση, έγκυρες εφημερίδες του εξωτερικού, όπως οι «Financial Times», η «Guardian», η «Washington Post» και άλλες έγραφαν συνεχώς για πολύ περισσότερα δισεκατομμύρια τα οποία μεταφέρονταν στην Κύπρο επί χρόνια. Τα χρήματα αυτά διοχετεύονταν στη συνέχεια αλλού, κυρίως στον Λίβανο.
Ο Μιλόσεβιτς μας χρησιμοποιούσε μέχρι το 2000
Η πληροφορία για ξέπλυμα χρήματος από το καθεστώς Μιλόσεβιτς είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, φτάσει και στην Ουάσιγκτον. Πενταμελές κλιμάκιο του ΟFAC (Office of Foreign Assets Control) του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών ήρθε στην Κύπρο και, όπως μας αναφέρθηκε από ανθρώπους οι οποίοι είχαν θέσεις-κλειδιά τότε στην Κεντρική Τράπεζα, ερεύνησαν όλες τις συναλλαγές που έγιναν μέσω της Beogradska Banka, χωρίς όμως να βρουν οτιδήποτε επιλήψιμο.
«Μάλιστα μας έστειλαν κι επιστολή με την οποία έλεγαν ότι δεν βρήκαν οτιδήποτε επιλήψιμο στη διάρκεια των ερευνών τους», ανέφεραν στην εφημερίδα μας οι ίδιες πηγές.
Ανατρέχοντας στα αρχεία του ΟFAC, πάντως βρήκαμε μια ομιλία αξιωματούχου του OFAC, του Λόρενς Σάμερς, που έγινε ενώπιον συνεδρίου στις 3 Φεβρουαρίου 2000 και στην οποία ο ομιλητής αναφέρθηκε στους «παραδείσους» ξεπλύματος χρήματος. Είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η Κύπρος, έκανε πρόσφατα βήματα για καταπολέμηση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και προχωρεί σε αναθεωρήσεις της νομοθεσίας της προς την κατεύθυνση αυτή. Παρ' όλ' αυτά το καθεστώς Μιλόσεβιτς συνέχισε να χρησιμοποιεί το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας αυτής. Θέλουμε να ενθαρρύνουμε την κυπριακή κυβέρνηση να συνεχίσει τις προσπάθειές της για διευθέτηση αυτού του ζητήματος».
Από το αεροδρόμιο στη Λάρνακα, αλλά και στη Λευκωσία
Η συνήθης διαδρομή των χρημάτων που έφθαναν στην Κύπρο από το Βελιγράδι ήταν από το αεροδρόμιο της Λάρνακας στο υποκατάστημα της Λαϊκής στη λεωφόρο Βασιλέως Παύλου. Υπάρχουν, όμως, μαρτυρίες που αναφέρουν ότι ορισμένες βαλίτσες δεν είχαν προορισμό την τράπεζα. Κατευθύνονταν από το αεροδρόμιο Λάρνακας, στη Λευκωσία. Οι μεταφορείς είχαν συναντήσεις στην πρωτεύουσα, αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν τα μετρητά που κουβαλούσαν μαζί τους έφταναν σε ταμεία, τράπεζας ή κάπου αλλού.
Στην τηλεόραση της θυγατέρας Μιλόσεβιτς και στην εταιρεία του γιου του
Οι πληροφορίες της τότε εποχής έκαναν λόγο για χρησιμοποίηση των εκατομμυρίων από τους τελωνειακούς δασμούς της Γιουγκοσλαβίας για αγορά όπλων. Φυσικά, μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς, βρέθηκαν λογαριασμοί εκατοντάδων εκατομμυρίων στο όνομα μελών της οικογενείας του σε διάφορες χώρες του κόσμου, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, η τράπεζα Beobanka, που ήταν παρακλάδι της Beogradska, την οποία διηύθυνε η Μπόρκα Βούτσιτς, έδινε οδηγίες για να παραχωρούνται δάνεια εκατομμυρίων σε τηλεοπτικό σταθμό που ανήκε στην κόρη του Μιλόσεβιτς Μαρία και σε μια εμπορική εταιρεία η οποία ανήκε στον διαβόητο γιο του Μάρκο.
Όπως, επίσης, διαπιστώθηκε μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς, οι στενοί του συνεργάτες βρέθηκαν να έχουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Κύπρο, την Ελβετία, την Ελλάδα, τον Λίβανο, το Ισραήλ και τη Ρωσία τεράστια ποσά. Συνολικά, όπως φάνηκε από τα ευρήματα των ερευνών που έγιναν από τις Αρχές στο Βελιγράδι, τα ποσά που βρέθηκαν σε λογαριασμούς των συγγενών και των συνεργατών του Μιλόσεβιτς υπερέβαιναν τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δείχνει τη διαδρομή
Στην έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, για τα εγκλήματα πολέμου για τα οποία ο Σλόμποταν Μιλόσεβιτς κατηγορήθηκε, γίνεται πολλές φορές αναφορά στη μεταφορά χρημάτων από τη Γιουγκοσλαβία στην Κύπρο. Στοιχειοθετημένα αναφέρονται περιπτώσεις μεταφοράς πέραν του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της μεταφοράς μέσα σε ένα χρόνο 224 εκατομμυρίων από ένα και μόνο άτομο, τον στενό συνεργάτη του Μιλόσεβιτς, τον Ντράκομιρ Στοΐκοβιτς.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1998, ο άνθρωπος αυτός ήρθε στην Κύπρο με ιδιωτικό αεροπλάνο από το Βελιγράδι, κουβαλώντας μαζί του σακούλες με 35 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Αμέσως μετά την άφιξή του στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, συναντήθηκε με εκπροσώπους της Λαϊκής Τράπεζας οι οποίοι πήραν τα χρήματα και τα κατέθεσαν στον λογαριασμό της υπεράκτιας εταιρείας Browncourt Enterprises. Αυτή φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Στοΐκοβιτς έφερε λεφτά με τις σακούλες στην Κύπρο.
Από τον Μάρτιο του 1998 μέχρι τον Μάρτιο του 1999 μετέφερε με τον ίδιο τρόπο στο νησί 224 εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου, από τον Ιούλιο του 1992 είχαν αποδεδειγμένα κατατεθεί στις οκτώ υπεράκτιες θυγατρικές της Beogradska Banka στην Κύπρο 658 εκατομμύρια. Ένα άλλο άτομο που κατονομάζεται στην έκθεση ως μεταφορέας χρημάτων είναι ο Ζόραν Μάρκοβιτς, που ήταν τότε ο εκτελεστικός διευθυντής της κρατικής τράπεζας Beogradska στο Βελιγράδι. Ο Ζόραν Μάρκοβιτς, όπως προαναφέραμε, ήταν υπαρχηγός του Μιλόσεβιτς, «εγκληματίας πολέμου, λαθρέμπορος όπλων, ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε».
Το συνολικό ποσό μπορεί να είναι μεγαλύτερο
Οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θέλησαν να σχολιάσουν την έκθεση. Περιορίστηκαν, όταν κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων, ότι συνέλεξαν μόνο στοιχεία τα οποία είχαν σχέση με εγκλήματα πολέμου.
«Το συνολικό ποσό που μεταφέρθηκε στην Κύπρο μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο», είπαν.
Μέσω των θυγατρικών αγόραζε τα πάντα
Μέσω των οκτώ θυγατρικών ο Μιλόσεβιτς αγόραζε τα πάντα. Από αμφίβια σκάφη μέχρι αυτοκίνητα «Χάμερ». Ο αδελφός του Μιλόσεβιτς, που ήταν τότε πρέσβης της Γιουγκοσλαβίας στη Μόσχα, αγόρασε δυο ελικόπτερα μέσω ενός εμπόρου όπλων, ενώ γίνεται αναφορά και σε αγορές όπλων από άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ, το οποίο όμως αρνήθηκε κάτι τέτοιο.
Η κυπριακή εταιρεία που πήρε 795.000 για άγνωστο λόγο
Μια κυπριακή αεροπορική εταιρεία επίσης, σύμφωνα με την έκθεση, είχε πάρει 795.000 δολάρια από μιαν από τις οκτώ θυγατρικές, δεν είχε όμως διαπιστωθεί για ποιο λόγο είχε πληρωθεί το ποσό αυτό.
Ήταν λεφτά από το τελωνείο
Να σημειωθεί ότι στην έκθεση αναφέρεται ότι ο μηχανισμός που είχε στήσει ο Μιλόσεβιτς προνοούσε τη συλλογή χρημάτων από τελωνειακούς δασμούς και όχι μόνον, από τη Γιουγκοσλαβία και μεταφορά τους αμέσως στην Κύπρο ή κατάθεσή τους στην Beogradska Banka (που λειτουργούσε και στο Βελιγράδι), με σκοπό τη μεταφορά τους αργότερα στο εξωτερικό. Το σχέδιο επέβλεπε η Beogradska Banka, που λειτουργούσε στην Κύπρο και ήταν το θησαυροφυλάκιο του Μιλόσεβιτς.
Να σημειωθεί ότι ο εμπειρογνώμονας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης Μάρτιν Τορκίλσεν αναφέρει, στην 70σέλιδη έκθεση, ότι «η Κύπρος και η Ελλάδα αποτελούσαν τα κέντρα του διεθνούς οικονομικού μηχανισμού που είχε στήσει ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς μεταξύ των ετών 1994-2000, για να χρηματοδοτεί τις πολεμικές επιχειρήσεις του στη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο».
Η έκθεση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αποκαλύψεις αξιωματούχων του καθεστώτος, όπως του διευθυντή των τελωνείων Μιχαήλ Κέρτες, της τέως διοικητού της Τράπεζας Beogradska Banka, της Μπόρκα Βούτσιτς, κ.ά.
«Πηγή της χρηματοδότησης της πολεμικής προσπάθειας των Σέρβων από το 1994 έως το 2000 -σημειώνεται- ήταν η Διεύθυνση των Ομοσπονδιακών Τελωνείων. Η υπηρεσία αυτή μετέφερε μεγάλα ποσά αφενός στο υποκατάστημά της στη Λευκωσία και αφετέρου σε λογαριασμούς οκτώ υπεράκτιων εταιρειών στην Κύπρο, που έκαναν τις αγορές των προμηθειών στο εξωτερικό. Οι οκτώ υπεράκτιες διατηρούσαν λογαριασμούς σε ξένες τράπεζες, κυρίως στην Κύπρο και την Ελλάδα».
Όπως ανέφερε ο Μιχαήλ Κέρτες στην κατάθεσή του ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, «η Κύπρος ήταν ο δίαυλος του Μιλόσεβιτς προς τον έξω κόσμο».
Γίνονταν όλα από τη Λαϊκή στην Κύπρο και την Ελλάδα
Στο κέντρο του συστήματος, όπως αναφέρει η έκθεση, υπήρχαν δύο τράπεζες: η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου με έδρα την Κύπρο και η θυγατρική της Ευρωπαϊκή Λαϊκή Τράπεζα, που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα. Σ' αυτές τις δύο τράπεζες διατηρούσαν τους λογαριασμούς τους οι οκτώ υπεράκτιες εταιρείες. Όλες οι εταιρείες βρίσκονταν κάτω από την άμεση επίβλεψη αξιωματούχων της Beogradska Banka του Βελιγραδίου, που, όπως αναφέρει η έκθεση, «οργάνωναν την κατάθεση των χρημάτων στους λογαριασμούς αυτών των εταιρειών και μετά κανόνιζαν τη μεταφορά των χρημάτων σε διάφορους τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των προμηθευτών όπλων, που χρησιμοποιούσαν ο γιουγκοσλαβικός στρατός και οι δυνάμεις του Υπουργείου Εσωτερικών της Σερβίας».
Όπως επαναλαμβάνει αρκετές φορές η έκθεση, ολόκληρη η οικονομική αυτή δομή ήταν σχεδιασμένη και διαρθρωμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί έναν κυρίως στόχο: την ενίσχυση της σερβικής πολεμικής μηχανής. «Η οικονομική δομή», αναφέρει η έκθεση, «είχε σχεδιαστεί για να παρέχει χρηματοδότηση, προμήθειες και εξοπλισμό για τον γιουγκοσλαβικό στρατό και για το Υπουργείο Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Σερβίας».
Τα ακούσαμε και από Γιουγκοσλάβο Υπουργό
Κατηγορίες κατά της Κύπρου εκτοξεύθηκαν και από τον πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης της Γιουγκοσλαβίας Βλάνταν Μπάτιτς και μάλιστα επί κυπριακού εδάφους. Ο Μπάτιτς ήταν μάρτυρας σε δίκη που έγινε στη Λευκωσία, μετά από καταγγελία Γιουγκοσλάβου επιχειρηματία για εξαπάτησή του.
Ο Μπάτιτς είχε πει στο δικαστήριο ότι η κυβέρνηση στο Βελιγράδι διευθετούσε τη μεταφορά χρημάτων δισεκατομμυρίων δολαρίων και γερμανικών μάρκων στην Κύπρο. Όπως υποστήριξε, το καθεστώς Μιλόσεβιτς «είχε δημιουργήσει εταιρείες-φαντάσματα στην Κύπρο και ξέπλενε χρήματα μέσω της Λαϊκής Τράπεζας».
Ο Μπάτιτς ανέφερε πως τα χρήματα μεταφέρονταν στην Κύπρο από έμπιστους ανθρώπους του Μιλόσεβιτς από το Βελιγράδι στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, ενώ κάποια χρήματα έφθασαν στην Κύπρο μέσω Βουλγαρίας.
Γιατί πούλησε το ποσοστό της η HSBC - Πώς ήρθε η Μαρφίν
Στη Λαϊκή Τράπεζα τότε κατείχε μεγάλο ποσοστό ο διεθνής τραπεζικός κολοσσός HSBC, που είχε ζητήσει να αγοράσει μεγαλύτερο μερίδιο, κάτι όμως που της αρνήθηκε η τότε διοίκηση υπό τον κ. Κίκη Λαζαρίδη. Άλλες πληροφορίες, όμως, λένε πως η HSBC τα πήρε κι έφυγε από τη Λαϊκή, για να μη βρεθεί εκτεθειμένη όταν άρχισαν οι διαρροές για το ξέπλυμα χρήματος από το καθεστώς Μιλόσεβιτς.
Μετά την αποχώρηση της HSBC, μια άγνωστη ελληνική επενδυτική, η Μαρφίν και ο επίσης άγνωστος στο ευρύ κυπριακό κοινό μεγαλομέτοχός της, ο Ανδρέας Βγενόπουλος, ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το μερίδιο της HSBC.
Η συμφωνία έκλεισε και ανακοινώθηκε σε συνέντευξη Τύπου ένα βράδυ στις αρχές του 2006 στα γραφεία της Λαϊκής Τράπεζας, στη λεωφόρο Μακαρίου στη Λευκωσία. Κίκης Λαζαρίδης και Ανδρέας Βγενόπουλος έσφιξαν τα χέρια ενώπιον των δημοσιογράφων, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν χιαστί, με τον Α. Βγενόπουλο να διαβεβαιώνει τον Κ. Λαζαρίδη ότι θα τον κρατούσε στην προεδρία της διοίκησης της τράπεζας για πέντε τουλάχιστον χρόνια. Λίγους μήνες αργότερα, ωστόσο, ανακοινώθηκε ότι ο Κίκης Λαζαρίδης αποχώρησε από την προεδρία. Μερικές εβδομάδες μετά ο Κ. Λαζαρίδης κατηγόρησε τον Ανδρέα Βγενόπουλο ότι προσπάθησε να τον δωροδοκήσει, για να αποσπάσει τη συναίνεσή του για τη συγχώνευση της Λαϊκής με τη Μαρφίν.
Ο οικονομικός έλεγχος και τα περί δωροδοκίας
Η αντιπαράθεση των δύο ανδρών ξεκίνησε με αφορμή την πρόθεση του διοικητικού συμβουλίου της Λαϊκής να εξετάσει τα οικονομικά πεπραγμένα της διοίκησης Λαζαρίδη.
Ο κ. Λαζαρίδης θεώρησε ότι αυτή η κίνηση αποτελούσε επίθεση εναντίον του και ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι οδηγήθηκε σε παραίτηση από την προεδρία της τράπεζας, λόγω της διαφωνίας του με τους όρους της συγχώνευσης. Ακολούθως έδωσε συνέντευξη Τύπου, απευθύνοντας κατηγορίες κατά του κ. Βγενόπουλου και υποστηρίζοντας ότι δέχθηκε πρόταση δωροδοκίας, ώστε να συναινέσει στη συγχώνευση.
Συγκεκριμένα, κατηγόρησε τον κ. Βγενόπουλο ότι του έκανε πρόταση να συνεργαστεί μαζί του «για την υφαρπαγή της Λαϊκής πίσω από τις πλάτες των μετόχων έναντι οικονομικών παροχών προς εμέ, που ανέρχονταν σε πολλά εκατομμύρια λίρες».
Ο Α. Βγενόπουλος, σε δηλώσεις του, χαρακτήρισε ψευδείς τις κατηγορίες Λαζαρίδη και του υπέδειξε «να αναμένει τις συνέπειες του νόμου για τα όσα είπε και για τις οικονομικές ευθύνες των πεπραγμένων του».
Τα ερωτήματα Βγενόπουλου
Τα χρόνια πέρασαν και το θέμα Μιλόσεβιτς επανέρχεται κάθε τόσο, χωρίς ωστόσο ποτέ να ολοκληρωθεί, όπως αναφέραμε στην αρχή του ρεπορτάζ, η ακριβής εικόνα. Πέρυσι ο Α. Βγενόπουλος, σε συνέντευξή του στο «Σίγμα», είχε διερωτηθεί γιατί κανείς δεν ανοίγει το θέμα, ενώ σε επιστολή του προς τον δικαστικό Γεώργιο Πική, της Επιτροπής για την Οικονομία, είχε απευθύνει τα εξής ερωτήματα:
-Ποιοι ήταν οι δικαιούχοι των χρημάτων Μιλόσεβιτς που ήλθαν στην Κύπρο, ποια ήταν τα ποσά και ποια ήταν η νόμιμη αιτία κτήσεώς τους.
-Σε ποιους λογαριασμούς κατέληξαν και ποιοι ήταν οι δικαιούχοι αυτών των λογαριασμών.
-Πού εστάλησαν τελικώς αυτά τα ποσά και για ποια νόμιμη αιτία, και τέλος
-Έγιναν παρανομίες και από ποιους (τραπεζίτες, επόπτες, πολιτικούς, κλπ).
Εκείνο που έχει σημασία σε σχέση με τα ερωτήματα Βγενόπουλου είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός είχε πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα της Λαϊκής διαχρονικά. Και επί εποχής Μιλόσεβιτς. Όπως προαναφέραμε, για τους σκοπούς αυτής της έρευνας επικοινωνήσαμε με όλα σχεδόν τα άτομα των οποίων το όνομα με τον άλφα ή βήτα τρόπο αναφέρεται, όταν γίνεται λόγος για την υπόθεση Μιλόσεβιτς. Κανείς, μα κανείς δεν θέλησε να μιλήσει, εκτός από έναν ο οποίος, όμως, έθεσε ως όρο την ανωνυμία.
Επικοινωνήσαμε επίσης και με τον ίδιο τον Α. Βγενόπουλο, από τον οποίο ζητήσαμε να δώσει τα στοιχεία τα οποία δηλώνει ότι κατέχει για την υπόθεση αυτή. Αρνήθηκε, λέγοντας ότι θα δώσει ό,τι έχει μόνον στον Γενικό Εισαγγελέα, αν και εφόσον κληθεί. Μας παρέπεμψε δε σε άλλο άτομο, το οποίο κατείχε μέχρι προ μερικών χρόνων σημαντικό πολιτειακό αξίωμα, λέγοντάς μας ότι αυτό το άτομο κατέχει σημαντικά στοιχεία και πληροφορίες. Δυστυχώς το άτομο αυτό ούτε στα τηλεφωνήματα πια δεν απαντά…
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος βλέπει προσπάθεια αποπροσανατολισμού
Η εφημερίδα μας επικοινώνησε και με τον γιο του εκλιπόντος πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου, πρόεδρο του ΔΗΚΟ Νικόλα Παπαδόπουλο. Του ζητήσαμε κάποια σχόλια για την υπόθεση στην οποία ενεπλάκη και το όνομα τού πατέρα του αλλά και του δικηγορικού γραφείου, του οποίου τώρα προΐσταται ο ίδιος.
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος δεν θέλησε να αναφερθεί στην υπόθεση, χαρακτηρίζοντας όσα λέγονται «ανοησίες».
Είπε μάλιστα πως «η ανακίνηση ενός μη θέματος αυτήν την περίοδο στόχο έχει τον αποπροσανατολισμό από το σοβαρό θέμα του χρηματισμού των κομμάτων ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ από την εταιρεία Focus, του Μιχάλη Ζολώτα, φίλου του Ανδρέα Βγενόπουλου».
«Όλα αυτά είναι ανοησίες», είπε ο Ν. Παπαδόπουλος. Αν θέλετε μπορώ να σας μιλήσω για τη χρηματοδότηση της Φιλικής Εταιρείας το 1821 και για το σκάνδαλο Watergate. Πιστεύω πως το θέμα ανακινείται για να υπάρξει αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης από το σκάνδαλο του χρηματισμού των κομμάτων ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ από τον Α. Βγενόπουλο».
ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙ
Τα δις του Μιλόσεβιτς που άνοιξε η γη και τα κατάπιε !!!
Τα γιουγκοσλαβικά αεροπλάνα πηγαινοέρχονταν σχεδόν κάθε βράδυ στην Κύπρο, κουβαλώντας εκατοντάδες εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και δολάρια σε βαλίτσες και μαυροσάκουλα !!!
Πολλοί γνωρίζουν, κανείς όμως δεν τολμά να μιλήσει για την υπόθεση που αμαύρωσε το όνομα της Κύπρου διεθνώς και τη μετέτρεψε σε πλυντήριο μαύρου χρήματος
Ναι, είδα εκατομμύρια σε σακούλες από τον Μιλόσεβιτς, αποκαλύπτει στη «Σ» άνθρωπος που ήταν κοντά στα γεγονότα της δεκαετίας του ’90
Αρκετά από τα χρήματα που έρχονταν στην Κύπρο διαπιστώθηκε, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ότι είχαν διατεθεί για αγορά όπλων για τις ανάγκες του καθεστώτος Μιλόσεβιτς
Το 2001 οι έρευνες, για να βρεθούν όλα τα χρήματα που ο Μιλόσεβιτς έστελνε στο εξωτερικό με παραλήπτες δικούς του ανθρώπους, είχαν φτάσει σε τόσο μεγάλο αδιέξοδο…
Τις μαρτυρίες για τα χρήματα που κατετίθεντο σε υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη λεωφόρο Βασιλέως Παύλου, στη Λάρνακα, είχαν δώσει οι υπάλληλοι της Λαϊκής
Τα ονόματα των Κυπρίων που έχουν εμπλακεί στην υπόθεση είναι βαρύγδουπα. Κανείς όμως δεν δέχεται όχι μόνο να μιλήσει, αλλά ούτε να ακούσει για το όλο θέμα
Μια υπόθεση η οποία παραμένει εδώ και πολλά χρόνια στο σκοτάδι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες να ριχθεί φως στις λεπτομέρειές της και να ολοκληρωθεί η εικόνα ενός παζλ από το οποίο λείπουν πολλά κομμάτια, είναι αυτή των δισεκατομμυρίων, όπως όλοι λένε, που ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς έστελνε μυστικά στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Ήταν τότε που τα Ηνωμένα Έθνη είχαν επιβάλει κυρώσεις στο καθεστώς Μιλόσεβιτς και είχαν απαγορεύσει την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας στη Γιουγκοσλαβία.
Αρκετά από τα χρήματα που έρχονταν στην Κύπρο διαπιστώθηκε, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ότι είχαν διατεθεί για αγορά όπλων για τις ανάγκες του καθεστώτος Μιλόσεβιτς. Κάποια άλλα βρέθηκαν σε λογαριασμούς της οικογένειας του Μιλόσεβιτς, αλλά και στενών συνεργατών του. Τα υπόλοιπα άνοιξε η γη και τα κατάπιε, ή τουλάχιστον δεν ξέρει κανείς επίσημα τι απέγιναν. Το 2001 οι έρευνες, για να βρεθούν όλα τα χρήματα που ο Μιλόσεβιτς έστελνε στο εξωτερικό με παραλήπτες δικούς του ανθρώπους, είχαν φτάσει σε τόσο μεγάλο αδιέξοδο που είχε θωρηθεί, όπως έγραψε τότε η εγκυρότατη εφημερίδα «Guardian», ότι θα ξοδεύονταν περισσότερα χρήματα για να βρεθούν, απ' όσα κεφάλαια θα βρίσκονταν διασκορπισμένα στις τέσσερεις γωνιές του πλανήτη.
Τα δισεκατομμύρια που είχαν προορισμό το νησί μας, σύμφωνα με μαρτυρίες αδιάσειστες, όπως γράφουμε στη συνέχεια, τα έφερναν σχεδόν πάντα βράδυ στην Κύπρο, αεροπορικώς από τη Γιουγκοσλαβία, άνθρωποι του Μιλόσεβιτς μέσα σε βαλίτσες ή σακούλες. Τα έπαιρναν κατευθείαν σε υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη λεωφόρο Βασιλέως Παύλου, στη Λάρνακα. Τις μαρτυρίες για τα χρήματα που κατετίθεντο στο υποκατάστημα αυτό είχαν δώσει οι υπάλληλοι της Λαϊκής που είχαν οδηγίες να ανοίγουν την τράπεζα, να μετρούν τα λεφτά και να τα τοποθετούν είτε σε θυρίδες είτε σε λογαριασμούς.
Ένας μάλιστα από αυτούς, ο επικεφαλής της ομάδας, είχε δώσει κατάθεση σε ειδικό εμπειρογνώμονα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο διευθυντής του καταστήματος της Λαϊκής, κάθε φορά που επρόκειτο να προσγειωθεί αεροπλάνο από το Βελιγράδι στη Λάρνακα φορτωμένο με λεφτά, δεχόταν ένα τηλεφώνημα από την υπεράκτια τράπεζα Beogradska Banka, που έδρευε στη Λευκωσία, κι έδινε οδηγίες σε υπαλλήλους να ανοίγουν τη Λαϊκή στη Βασιλέως Παύλου και να παραλαμβάνουν τα μετρητά.
Από τσιγκουνιά ή κάτι άλλο;
Ίσως να ακούγεται αστείο, αλλά η υπόθεση της μεταφοράς στην Κύπρο δισεκατομμυρίων σε βαλίτσες ή και σε σακούλες από το Βελιγράδι έγινε ευρέως γνωστή από μια … τσιγκουνιά (;) της Λαϊκής Τράπεζας. Οι υπάλληλοι που μετρούσαν τα λεφτά σχεδόν κάθε βράδυ ζήτησαν να πληρώνονται υπερωρίες. Η Λαϊκή αρνήθηκε και οι υπάλληλοι παραπονέθηκαν στη συντεχνία τους, την ΕΤΥΚ. Ο τότε γενικός γραμματέας της συντεχνίας Λοΐζος Χατζηκωστής ζήτησε από την τράπεζα να πληρώνει τους υπαλλήλους, αλλά αυτή αρνήθηκε. Ο Λοΐζος Χατζηκωστής μίλησε με τον τότε Γιουγκοσλάβο πρέσβη στη Λευκωσία. Είκοσι τέσσερεις ώρες μετά το θέμα διευθετήθηκε. Οι υπάλληλοι όχι μόνον θα πληρώνονταν υπερωρίες, αλλά θα αποζημιώνονταν και αναδρομικά για όσες ώρες είχαν δουλέψει προηγουμένως.
Το γεγονός ότι ο Μιλόσεβιτς έστελνε δισεκατομμύρια μετρητά στην Κύπρο ήταν γνωστό μόνο σε ορισμένους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης αλλά και της Κεντρικής Τράπεζας, μέχρι τη στιγμή που οι υπάλληλοι της Λαϊκής ζήτησαν τις υπερωρίες. Απ' εκεί και πέρα, άρχισε να διαδίδεται, χωρίς όμως κανείς να μπορεί να το αποδείξει, ότι τα χρήματα αυτά ήταν παράνομα ή ότι χρησιμοποιούνταν για αγορά οπλισμού ή ότι στέλνονταν εδώ για να ξεπλυθούν. Τα ονόματα των Κυπρίων που έχουν εμπλακεί στην υπόθεση είναι βαρύγδουπα.
Κανείς όμως δεν δέχεται όχι μόνο να μιλήσει, αλλά ούτε να ακούσει για το όλο θέμα. Μάτια, αφτιά και στόματα παραμένουν κλειστά χρόνια τώρα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για τους σκοπούς αυτής της έρευνας επικοινωνήσαμε με όλα σχεδόν τα άτομα των οποίων το όνομα, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, αναφέρεται, όταν γίνεται λόγος για την υπόθεση Μιλόσεβιτς. Κανείς μα κανείς δεν θέλησε να μιλήσει, εκτός από έναν, ο οποίος όμως έθεσε ως όρο την ανωνυμία. Για να μπουν σε μια σειρά τα γεγονότα, θα αρχίσουμε δίνοντας πληροφορίες για τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης.
Ποια ήταν η Beogradska Banka
Η Beogradska Banka ήταν η μεγαλύτερη υπεράκτια τράπεζα στην Κύπρο, τότε. Είχε ιδρυθεί το 1988 και νομικός της σύμβουλος ήταν το γραφείο του εκλιπόντος πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Μάλιστα, όπως είχε πει πολλές φορές σε συνεντεύξεις της η 61χρονη τότε διευθύντρια της τράπεζας και «κολλητή φίλη» του Μιλόσεβιτς Μπόρκα Βουτσιτς, η άδεια για λειτουργία της Beogradska αποκτήθηκε πάρα πολύ εύκολα, λόγω της βοήθειας που προσέφερε ο μ. Παπαδόπουλος. Στα εγκαίνια της τράπεζας το 1988, ήταν προσκεκλημένη όλη η ελίτ της Κύπρου. Την κορδέλα έκοψε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου.
Η Μπόρκα Βούτσιτς έμεινε στην ηγεσία της τράπεζας για εννέα ολόκληρα χρόνια και, όπως έλεγε, διατηρούσε τις καλύτερες αναμνήσεις από την παραμονή της στη χώρα μας. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Guardian», παραδέχθηκε πάντως ότι από την Κύπρο διαχειριζόταν μια τεράστια συγκεκαλυμμένη διαδικασία διασποράς χρημάτων.
«Δεν είμαι εξουσιοδοτημένη να πω πόσα ήταν τα χρήματα αυτά -ανέφερε- όμως όλες οι τράπεζες κάνουν το ίδιο πράγμα για να επιβιώσουν. Πολλοί ήταν εκείνοι που έπαιρναν χρήματα στην Κύπρο. Ήταν επίσης πολλοί άλλοι που κουβαλούσαν μετρητά αεροπορικώς, όχι όμως μαζί μου».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Βούτσιτς ήταν για χρόνια επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γιουγκοσλαβίας, ενώ διετέλεσε και Υπουργός Οικονομικών της χώρας της. Με τη δική της υποστήριξη ήταν που βρέθηκε στην πολιτική ο Μιλόσεβιτς. Την υποχρέωση αυτήν της την ξεπλήρωσε, έχοντάς τη μονίμως δεξί του χέρι στα της οικονομίας (και της παραοικονομίας) της Γιουγκοσλαβίας.
Οι κυρώσεις, η Κεντρική και οι υπεράκτιες
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, το 1992, τα Ηνωμένα Έθνη είχαν επιβάλει κυρώσεις στη Σερβία, κάτι που υποχρέωσε την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να εκδώσει αυστηρές οδηγίες για τον έλεγχο των κεφαλαίων από τη Γιουγκοσλαβία. Οι οδηγίες αυτές, όμως, έδεσαν κυριολεκτικά τα χέρια της Beogradska. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, υπό τον Αυξέντη Αυξεντίου τότε, είχε στείλει και δύο υπαλλήλους της στα γραφεία της Beogradska, για να ελέγχουν όλες τις συναλλαγές.
Η Βούτσιτς έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αντιδράσει, ώστε η τράπεζα να συνεχίσει να δέχεται μετρητά από τον Μιλόσεβιτς. Όπως η ίδια είπε σε συνέντευξή της στον Γιάννη Τέλλογλου του «Σκάι», ζήτησε τη βοήθεια του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος μαζί με τον συνεργάτη του Πάμπο Ιωαννίδη τη συμβουλεύσαν να δημιουργήσει υπεράκτιες εταιρείες, που θα έπαιρναν περίπου τη θέση της τράπεζας. Θα εργάζονταν δηλαδή, «αντ’ αυτής». Οι οκτώ υπεράκτιες ήταν οι: ANTEXOL, BROWNCOURT, VANTERVEST, LAMORAL, VERICON, CABCOM HILLSAY και SOUTHMED.
Με διεύθυνση το γραφείο Τ. Παπαδόπουλου
Από έρευνα που κάναμε στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών, σήμερα μόνον τέσσερεις από τις οκτώ αυτές εταιρείες εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένες. Φυσικά ίσως να είχαν διαγραφεί όλες και να ενεγράφησαν άλλες, άσχετες, με μικρή παραλλαγή στο όνομά τους. Όμως οι πρώτες τέσσερεις διεγράφησαν μεταξύ 2000-2003. Για τη VERICON βρήκαμε ότι από το 2005 μέχρι και το 2006 έκαμε αλλαγή αξιωματούχων και αλλαγή της διεύθυνσης του γραφείου της, το οποίο βρίσκεται τώρα στην οδό Εσπερίδων στη Λευκωσία. Οι διευθυντές της επίσης άλλαξαν. Πάντως και οι οκτώ εταιρείες, όταν ενεγράφησαν στην Κύπρο, είχαν τα γραφεία τους στη διεύθυνση Σοφούλη 2, μέγαρο Σιαντεκλαίρ, στη Λευκωσία. Στην ίδια διεύθυνση βρίσκεται και το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Το γραφείο του μ. Τάσσου Παπαδόπουλου είχε κατηγορηθεί αρκετές φορές ότι έκανε τα στραβά μάτια στο ξέπλυμα χρήματος από τη Γιουγκοσλαβία στην Κύπρο. Για να αποδείξει το αντίθετο, ο πρώην Πρόεδρος είχε καταχωρίσει αγωγή κατά της εφημερίδας «Financial Times», η οποία είχε γράψει για την υπόθεση, ζητώντας αποζημιώσεις 250.000 λιρών για δυσφήμηση και όχι μόνον.
Η κατάθεση Ιωαννίδη για μια πληρωμή 7 εκατομμυρίων
Στη δίκη που έγινε στη Λευκωσία, κατέθεσε ως μάρτυρας ο μέχρι προ μερικών ετών συνεταίρος του Τ. Παπαδόπουλου, ο Πάμπος Ιωαννίδης. Ο δικηγόρος των «Financial Times» Παύλος Αγγελίδης είχε παρουσιάσει τότε στον Π. Ιωαννίδη έγγραφο, το οποίο έφερε την υπογραφή του και με το οποίο έδινε οδηγίες στη Λαϊκή Τράπεζα να πληρώσει σε μετρητά 7 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα προς τον Ζόραν Μάρκοβιτς. Ο άνθρωπος αυτός ήταν υπαρχηγός του Μιλόσεβιτς, και σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ήταν εγκληματίας πολέμου και λαθρέμπορος όπλων.
Τα χρήματα πληρώθηκαν από δύο λογαριασμούς της υπεράκτιας γιουγκοσλαβικής εταιρείας «Vantervest Overseas Ltd», της οποίας ο Π. Ιωαννίδης ήταν ένας από τους εξ αποστάσεως διευθυντές. Απαντώντας στις ερωτήσεις του Π. Αγγελίδη, ο κ. Ιωαννίδης είπε πως ο ίδιος δεν είχε ιδέα πού πήγαιναν τα χρήματα αυτά, ούτε για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνταν. «Μου εδίδοντο οδηγίες -είχε πει- από τους ιδιοκτήτες της εταιρείας, της οποίας ήμουν εκπρόσωπος και δεν είχα κανένα δικαίωμα ή και λόγο να ζητήσω εξηγήσεις».
Ο Πάμπος Ιωαννίδης ισχυρίστηκε στο δικαστήριο πως ενεργούσε με βάση τις οδηγίες από τους πελάτες του και ότι δεν γνώριζε πού πήγαιναν τα χρήματα και για ποιο σκοπό. «Οι οδηγίες δίνονταν από τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους των πελατών μας», είπε.
Τάσσος: Του έλεγαν πλήρωσε και πλήρωνε
Σε μια και μοναδική τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε για το θέμα των χρημάτων του Μιλόσεβιτς και της σχέσης του γραφείου του, την οποία έδωσε στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι», ο μ. Τάσσος Παπαδόπουλος υπεραμύνθηκε των ενεργειών του Πάμπου Ιωαννίδη.
«Ενεργούσε -είπε- κατ’ εντολήν των ιδιοκτητών της εταιρείας. Του έλεγαν πλήρωσε και πλήρωνε».
Στη συνέντευξη εκείνη ο Τ. Παπαδόπουλος δεν είχε δώσει πολλές λεπτομέρειες για την υπόθεση. Είχε πει, μεταξύ άλλων, ότι το γραφείο του απλώς «ενέγραψε» τις υπεράκτιες εταιρείες. Πέραν τούτου δεν είχε καμίαν απολύτως σχέση μαζί τους, με τη διοίκησή τους ή τη διεύθυνσή τους. Χαρακτήρισε επίσης πολύ φυσιολογικό το γεγονός ότι μια μητρική θέλησε να προχωρήσει στη δημιουργία πολλών θυγατρικών κι εξήγησε ότι και οι οκτώ υπεράκτιες που ενέγραψε το γραφείο του ανήκαν πλήρως στην Beogradska Banka.
«Ήταν πλήρης ιδιοκτησία της», είχε πει, ενώ, όταν ρωτήθηκε αν οι οκτώ εταιρείες ανέλαβαν τις εργασίες της τράπεζας, απάντησε ότι δεν ήταν άμεσα ενδιαφερόμενος για να γνωρίζει.
Στην «κρίσιμη» ερώτηση, αν γνώριζε ότι οι οκτώ εταιρείες που ενέγραψε το γραφείο του έφερναν χρήματα στην Κύπρο μέσα σε σακούλες και βαλίτσες, ο Τ. Παπαδόπουλος απάντησε ότι αυτό ήταν φυσιολογικό και νόμιμο.
«Πιθανόν τα χρήματα να έρχονταν κατά παράβασιν του εμπάργκο που είχαν επιβάλει τα Ηνωμένα Έθνη στη Γιουγκοσλαβία. Δεν έρχονταν όμως για λογαριασμό της Beogradska Banka, η οποία ήταν υπό περιορισμόν».
«Είδα σακούλες με 500 εκατομμύρια μετρητά»
Σήμερα κρατικός αξιωματούχος, ο οποίος μίλησε στην εφημερίδα μας υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γράφαμε σε καμία περίπτωση το όνομα του, είπε πως ο ίδιος είχε δει να μεταφέρονται στην Κύπρο τότε μετρητά, από ανθρώπους του Μιλόσεβιτς. Δεν ανέφερε κανένα από τα ονόματα των μεταφορέων, μας αποκάλυψε όμως ότι ο ίδιος είδε σε μια περίπτωση σακούλες οι οποίες περιείχαν 500 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα.
«Επρόκειτο για τελωνειακούς δασμούς, που αντί να παραμένουν στη Γιουγκοσλαβία στέλνονταν στην Κύπρο. Αυτό δεν ήταν παράνομο, αφού τα μετρητά συνοδεύονταν από πιστοποιητικά».
«Ούτε ένα κομμάτι χαρτί»
Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το καθεστώς Μιλόσεβιτς δεν άφηνε ίχνη για καμίαν από τις ενέργειές του, οι οποίες είχαν σχέση με μεταφορά χρημάτων εκτός της χώρας. Αυτό τουλάχιστον είπαν οι άνθρωποι που είχαν πάρει εντολή μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς να διερευνήσουν πώς έφευγαν τα χρήματα από τη χώρα, πού πήγαιναν, για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνταν. Η οδηγία του ίδιου του Μιλόσεβιτς στους στενούς συνεργάτες του ήταν να μην αφήνουν ίχνη στη διαδρομή, να μην αφήνουν «ούτε ένα κομμάτι χαρτί» το οποίο θα τους ενοχοποιούσε.
Κάποιοι θέλησαν να βοηθήσουν, μετά όμως «άλλαξαν» γνώμη
Τι γινόταν όμως με τα έγγραφα που παρουσιάζονταν στην Κύπρο και τα οποία, σύμφωνα με τον κρατικό αξιωματούχο που μας μίλησε, παραδίδονταν εδώ κι έλεγαν ότι τα μετρητά αποτελούσαν προϊόν τελωνειακών δασμών που εισέπραττε η Γιουγκοσλαβία;
Μέλος της ομάδας των ερευνητών της υπόθεσης Μιλόσεβιτς είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Guardian» ότι: «Ορισμένοι στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου φάνηκαν πρόθυμοι αρχικά να συνεργαστούν μαζί μας, αργότερα όμως άλλαξαν γνώμη ή κάποιοι τους είπαν να μην το κάνουν. Η Κύπρος πάντως αρνήθηκε να μας δώσει τα έγγραφα που είχε στην κατοχή της και τα οποία αποδείκνυαν ότι τα μετρητά αποτελούσαν χρήματα από τελωνειακούς δασμούς τους οποίους εισέπραττε η Γιουγκοσλαβία».
«Γνωρίζω πως κουβαλούσαν μετρητά επί ένα χρόνο»
Πηγή από την Κεντρική Τράπεζα ανέφερε -και πάλιν υπό τον όρο της ανωνυμίας- ότι με βάση τη δική της ενημέρωση, χρήματα από τη Γιουγκοσλαβία μεταφέρονταν στην Κύπρο επί ένα χρόνο.
«Πιστεύω πως ίσως να μεταφέρθηκαν εδώ γύρω στα 3 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Σίγουρα όχι δέκα δισεκατομμύρια όπως κάποιοι λένε. Θα πρέπει επίσης να πω ότι η Κεντρική Τράπεζα, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, είχε απαγορεύσει τη μεταφορά μετρητών σε βαλίτσες ή σακούλες».
Παρά την πιο πάνω δήλωση, έγκυρες εφημερίδες του εξωτερικού, όπως οι «Financial Times», η «Guardian», η «Washington Post» και άλλες έγραφαν συνεχώς για πολύ περισσότερα δισεκατομμύρια τα οποία μεταφέρονταν στην Κύπρο επί χρόνια. Τα χρήματα αυτά διοχετεύονταν στη συνέχεια αλλού, κυρίως στον Λίβανο.
Ο Μιλόσεβιτς μας χρησιμοποιούσε μέχρι το 2000
Η πληροφορία για ξέπλυμα χρήματος από το καθεστώς Μιλόσεβιτς είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, φτάσει και στην Ουάσιγκτον. Πενταμελές κλιμάκιο του ΟFAC (Office of Foreign Assets Control) του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών ήρθε στην Κύπρο και, όπως μας αναφέρθηκε από ανθρώπους οι οποίοι είχαν θέσεις-κλειδιά τότε στην Κεντρική Τράπεζα, ερεύνησαν όλες τις συναλλαγές που έγιναν μέσω της Beogradska Banka, χωρίς όμως να βρουν οτιδήποτε επιλήψιμο.
«Μάλιστα μας έστειλαν κι επιστολή με την οποία έλεγαν ότι δεν βρήκαν οτιδήποτε επιλήψιμο στη διάρκεια των ερευνών τους», ανέφεραν στην εφημερίδα μας οι ίδιες πηγές.
Ανατρέχοντας στα αρχεία του ΟFAC, πάντως βρήκαμε μια ομιλία αξιωματούχου του OFAC, του Λόρενς Σάμερς, που έγινε ενώπιον συνεδρίου στις 3 Φεβρουαρίου 2000 και στην οποία ο ομιλητής αναφέρθηκε στους «παραδείσους» ξεπλύματος χρήματος. Είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η Κύπρος, έκανε πρόσφατα βήματα για καταπολέμηση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και προχωρεί σε αναθεωρήσεις της νομοθεσίας της προς την κατεύθυνση αυτή. Παρ' όλ' αυτά το καθεστώς Μιλόσεβιτς συνέχισε να χρησιμοποιεί το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας αυτής. Θέλουμε να ενθαρρύνουμε την κυπριακή κυβέρνηση να συνεχίσει τις προσπάθειές της για διευθέτηση αυτού του ζητήματος».
Από το αεροδρόμιο στη Λάρνακα, αλλά και στη Λευκωσία
Η συνήθης διαδρομή των χρημάτων που έφθαναν στην Κύπρο από το Βελιγράδι ήταν από το αεροδρόμιο της Λάρνακας στο υποκατάστημα της Λαϊκής στη λεωφόρο Βασιλέως Παύλου. Υπάρχουν, όμως, μαρτυρίες που αναφέρουν ότι ορισμένες βαλίτσες δεν είχαν προορισμό την τράπεζα. Κατευθύνονταν από το αεροδρόμιο Λάρνακας, στη Λευκωσία. Οι μεταφορείς είχαν συναντήσεις στην πρωτεύουσα, αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν τα μετρητά που κουβαλούσαν μαζί τους έφταναν σε ταμεία, τράπεζας ή κάπου αλλού.
Στην τηλεόραση της θυγατέρας Μιλόσεβιτς και στην εταιρεία του γιου του
Οι πληροφορίες της τότε εποχής έκαναν λόγο για χρησιμοποίηση των εκατομμυρίων από τους τελωνειακούς δασμούς της Γιουγκοσλαβίας για αγορά όπλων. Φυσικά, μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς, βρέθηκαν λογαριασμοί εκατοντάδων εκατομμυρίων στο όνομα μελών της οικογενείας του σε διάφορες χώρες του κόσμου, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, η τράπεζα Beobanka, που ήταν παρακλάδι της Beogradska, την οποία διηύθυνε η Μπόρκα Βούτσιτς, έδινε οδηγίες για να παραχωρούνται δάνεια εκατομμυρίων σε τηλεοπτικό σταθμό που ανήκε στην κόρη του Μιλόσεβιτς Μαρία και σε μια εμπορική εταιρεία η οποία ανήκε στον διαβόητο γιο του Μάρκο.
Όπως, επίσης, διαπιστώθηκε μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς, οι στενοί του συνεργάτες βρέθηκαν να έχουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Κύπρο, την Ελβετία, την Ελλάδα, τον Λίβανο, το Ισραήλ και τη Ρωσία τεράστια ποσά. Συνολικά, όπως φάνηκε από τα ευρήματα των ερευνών που έγιναν από τις Αρχές στο Βελιγράδι, τα ποσά που βρέθηκαν σε λογαριασμούς των συγγενών και των συνεργατών του Μιλόσεβιτς υπερέβαιναν τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δείχνει τη διαδρομή
Στην έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, για τα εγκλήματα πολέμου για τα οποία ο Σλόμποταν Μιλόσεβιτς κατηγορήθηκε, γίνεται πολλές φορές αναφορά στη μεταφορά χρημάτων από τη Γιουγκοσλαβία στην Κύπρο. Στοιχειοθετημένα αναφέρονται περιπτώσεις μεταφοράς πέραν του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της μεταφοράς μέσα σε ένα χρόνο 224 εκατομμυρίων από ένα και μόνο άτομο, τον στενό συνεργάτη του Μιλόσεβιτς, τον Ντράκομιρ Στοΐκοβιτς.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1998, ο άνθρωπος αυτός ήρθε στην Κύπρο με ιδιωτικό αεροπλάνο από το Βελιγράδι, κουβαλώντας μαζί του σακούλες με 35 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Αμέσως μετά την άφιξή του στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, συναντήθηκε με εκπροσώπους της Λαϊκής Τράπεζας οι οποίοι πήραν τα χρήματα και τα κατέθεσαν στον λογαριασμό της υπεράκτιας εταιρείας Browncourt Enterprises. Αυτή φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Στοΐκοβιτς έφερε λεφτά με τις σακούλες στην Κύπρο.
Από τον Μάρτιο του 1998 μέχρι τον Μάρτιο του 1999 μετέφερε με τον ίδιο τρόπο στο νησί 224 εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου, από τον Ιούλιο του 1992 είχαν αποδεδειγμένα κατατεθεί στις οκτώ υπεράκτιες θυγατρικές της Beogradska Banka στην Κύπρο 658 εκατομμύρια. Ένα άλλο άτομο που κατονομάζεται στην έκθεση ως μεταφορέας χρημάτων είναι ο Ζόραν Μάρκοβιτς, που ήταν τότε ο εκτελεστικός διευθυντής της κρατικής τράπεζας Beogradska στο Βελιγράδι. Ο Ζόραν Μάρκοβιτς, όπως προαναφέραμε, ήταν υπαρχηγός του Μιλόσεβιτς, «εγκληματίας πολέμου, λαθρέμπορος όπλων, ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε».
Το συνολικό ποσό μπορεί να είναι μεγαλύτερο
Οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θέλησαν να σχολιάσουν την έκθεση. Περιορίστηκαν, όταν κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων, ότι συνέλεξαν μόνο στοιχεία τα οποία είχαν σχέση με εγκλήματα πολέμου.
«Το συνολικό ποσό που μεταφέρθηκε στην Κύπρο μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο», είπαν.
Μέσω των θυγατρικών αγόραζε τα πάντα
Μέσω των οκτώ θυγατρικών ο Μιλόσεβιτς αγόραζε τα πάντα. Από αμφίβια σκάφη μέχρι αυτοκίνητα «Χάμερ». Ο αδελφός του Μιλόσεβιτς, που ήταν τότε πρέσβης της Γιουγκοσλαβίας στη Μόσχα, αγόρασε δυο ελικόπτερα μέσω ενός εμπόρου όπλων, ενώ γίνεται αναφορά και σε αγορές όπλων από άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ, το οποίο όμως αρνήθηκε κάτι τέτοιο.
Η κυπριακή εταιρεία που πήρε 795.000 για άγνωστο λόγο
Μια κυπριακή αεροπορική εταιρεία επίσης, σύμφωνα με την έκθεση, είχε πάρει 795.000 δολάρια από μιαν από τις οκτώ θυγατρικές, δεν είχε όμως διαπιστωθεί για ποιο λόγο είχε πληρωθεί το ποσό αυτό.
Ήταν λεφτά από το τελωνείο
Να σημειωθεί ότι στην έκθεση αναφέρεται ότι ο μηχανισμός που είχε στήσει ο Μιλόσεβιτς προνοούσε τη συλλογή χρημάτων από τελωνειακούς δασμούς και όχι μόνον, από τη Γιουγκοσλαβία και μεταφορά τους αμέσως στην Κύπρο ή κατάθεσή τους στην Beogradska Banka (που λειτουργούσε και στο Βελιγράδι), με σκοπό τη μεταφορά τους αργότερα στο εξωτερικό. Το σχέδιο επέβλεπε η Beogradska Banka, που λειτουργούσε στην Κύπρο και ήταν το θησαυροφυλάκιο του Μιλόσεβιτς.
Να σημειωθεί ότι ο εμπειρογνώμονας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης Μάρτιν Τορκίλσεν αναφέρει, στην 70σέλιδη έκθεση, ότι «η Κύπρος και η Ελλάδα αποτελούσαν τα κέντρα του διεθνούς οικονομικού μηχανισμού που είχε στήσει ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς μεταξύ των ετών 1994-2000, για να χρηματοδοτεί τις πολεμικές επιχειρήσεις του στη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο».
Η έκθεση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αποκαλύψεις αξιωματούχων του καθεστώτος, όπως του διευθυντή των τελωνείων Μιχαήλ Κέρτες, της τέως διοικητού της Τράπεζας Beogradska Banka, της Μπόρκα Βούτσιτς, κ.ά.
«Πηγή της χρηματοδότησης της πολεμικής προσπάθειας των Σέρβων από το 1994 έως το 2000 -σημειώνεται- ήταν η Διεύθυνση των Ομοσπονδιακών Τελωνείων. Η υπηρεσία αυτή μετέφερε μεγάλα ποσά αφενός στο υποκατάστημά της στη Λευκωσία και αφετέρου σε λογαριασμούς οκτώ υπεράκτιων εταιρειών στην Κύπρο, που έκαναν τις αγορές των προμηθειών στο εξωτερικό. Οι οκτώ υπεράκτιες διατηρούσαν λογαριασμούς σε ξένες τράπεζες, κυρίως στην Κύπρο και την Ελλάδα».
Όπως ανέφερε ο Μιχαήλ Κέρτες στην κατάθεσή του ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, «η Κύπρος ήταν ο δίαυλος του Μιλόσεβιτς προς τον έξω κόσμο».
Γίνονταν όλα από τη Λαϊκή στην Κύπρο και την Ελλάδα
Στο κέντρο του συστήματος, όπως αναφέρει η έκθεση, υπήρχαν δύο τράπεζες: η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου με έδρα την Κύπρο και η θυγατρική της Ευρωπαϊκή Λαϊκή Τράπεζα, που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα. Σ' αυτές τις δύο τράπεζες διατηρούσαν τους λογαριασμούς τους οι οκτώ υπεράκτιες εταιρείες. Όλες οι εταιρείες βρίσκονταν κάτω από την άμεση επίβλεψη αξιωματούχων της Beogradska Banka του Βελιγραδίου, που, όπως αναφέρει η έκθεση, «οργάνωναν την κατάθεση των χρημάτων στους λογαριασμούς αυτών των εταιρειών και μετά κανόνιζαν τη μεταφορά των χρημάτων σε διάφορους τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των προμηθευτών όπλων, που χρησιμοποιούσαν ο γιουγκοσλαβικός στρατός και οι δυνάμεις του Υπουργείου Εσωτερικών της Σερβίας».
Όπως επαναλαμβάνει αρκετές φορές η έκθεση, ολόκληρη η οικονομική αυτή δομή ήταν σχεδιασμένη και διαρθρωμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί έναν κυρίως στόχο: την ενίσχυση της σερβικής πολεμικής μηχανής. «Η οικονομική δομή», αναφέρει η έκθεση, «είχε σχεδιαστεί για να παρέχει χρηματοδότηση, προμήθειες και εξοπλισμό για τον γιουγκοσλαβικό στρατό και για το Υπουργείο Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Σερβίας».
Τα ακούσαμε και από Γιουγκοσλάβο Υπουργό
Κατηγορίες κατά της Κύπρου εκτοξεύθηκαν και από τον πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης της Γιουγκοσλαβίας Βλάνταν Μπάτιτς και μάλιστα επί κυπριακού εδάφους. Ο Μπάτιτς ήταν μάρτυρας σε δίκη που έγινε στη Λευκωσία, μετά από καταγγελία Γιουγκοσλάβου επιχειρηματία για εξαπάτησή του.
Ο Μπάτιτς είχε πει στο δικαστήριο ότι η κυβέρνηση στο Βελιγράδι διευθετούσε τη μεταφορά χρημάτων δισεκατομμυρίων δολαρίων και γερμανικών μάρκων στην Κύπρο. Όπως υποστήριξε, το καθεστώς Μιλόσεβιτς «είχε δημιουργήσει εταιρείες-φαντάσματα στην Κύπρο και ξέπλενε χρήματα μέσω της Λαϊκής Τράπεζας».
Ο Μπάτιτς ανέφερε πως τα χρήματα μεταφέρονταν στην Κύπρο από έμπιστους ανθρώπους του Μιλόσεβιτς από το Βελιγράδι στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, ενώ κάποια χρήματα έφθασαν στην Κύπρο μέσω Βουλγαρίας.
Γιατί πούλησε το ποσοστό της η HSBC - Πώς ήρθε η Μαρφίν
Στη Λαϊκή Τράπεζα τότε κατείχε μεγάλο ποσοστό ο διεθνής τραπεζικός κολοσσός HSBC, που είχε ζητήσει να αγοράσει μεγαλύτερο μερίδιο, κάτι όμως που της αρνήθηκε η τότε διοίκηση υπό τον κ. Κίκη Λαζαρίδη. Άλλες πληροφορίες, όμως, λένε πως η HSBC τα πήρε κι έφυγε από τη Λαϊκή, για να μη βρεθεί εκτεθειμένη όταν άρχισαν οι διαρροές για το ξέπλυμα χρήματος από το καθεστώς Μιλόσεβιτς.
Μετά την αποχώρηση της HSBC, μια άγνωστη ελληνική επενδυτική, η Μαρφίν και ο επίσης άγνωστος στο ευρύ κυπριακό κοινό μεγαλομέτοχός της, ο Ανδρέας Βγενόπουλος, ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το μερίδιο της HSBC.
Η συμφωνία έκλεισε και ανακοινώθηκε σε συνέντευξη Τύπου ένα βράδυ στις αρχές του 2006 στα γραφεία της Λαϊκής Τράπεζας, στη λεωφόρο Μακαρίου στη Λευκωσία. Κίκης Λαζαρίδης και Ανδρέας Βγενόπουλος έσφιξαν τα χέρια ενώπιον των δημοσιογράφων, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν χιαστί, με τον Α. Βγενόπουλο να διαβεβαιώνει τον Κ. Λαζαρίδη ότι θα τον κρατούσε στην προεδρία της διοίκησης της τράπεζας για πέντε τουλάχιστον χρόνια. Λίγους μήνες αργότερα, ωστόσο, ανακοινώθηκε ότι ο Κίκης Λαζαρίδης αποχώρησε από την προεδρία. Μερικές εβδομάδες μετά ο Κ. Λαζαρίδης κατηγόρησε τον Ανδρέα Βγενόπουλο ότι προσπάθησε να τον δωροδοκήσει, για να αποσπάσει τη συναίνεσή του για τη συγχώνευση της Λαϊκής με τη Μαρφίν.
Ο οικονομικός έλεγχος και τα περί δωροδοκίας
Η αντιπαράθεση των δύο ανδρών ξεκίνησε με αφορμή την πρόθεση του διοικητικού συμβουλίου της Λαϊκής να εξετάσει τα οικονομικά πεπραγμένα της διοίκησης Λαζαρίδη.
Ο κ. Λαζαρίδης θεώρησε ότι αυτή η κίνηση αποτελούσε επίθεση εναντίον του και ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι οδηγήθηκε σε παραίτηση από την προεδρία της τράπεζας, λόγω της διαφωνίας του με τους όρους της συγχώνευσης. Ακολούθως έδωσε συνέντευξη Τύπου, απευθύνοντας κατηγορίες κατά του κ. Βγενόπουλου και υποστηρίζοντας ότι δέχθηκε πρόταση δωροδοκίας, ώστε να συναινέσει στη συγχώνευση.
Συγκεκριμένα, κατηγόρησε τον κ. Βγενόπουλο ότι του έκανε πρόταση να συνεργαστεί μαζί του «για την υφαρπαγή της Λαϊκής πίσω από τις πλάτες των μετόχων έναντι οικονομικών παροχών προς εμέ, που ανέρχονταν σε πολλά εκατομμύρια λίρες».
Ο Α. Βγενόπουλος, σε δηλώσεις του, χαρακτήρισε ψευδείς τις κατηγορίες Λαζαρίδη και του υπέδειξε «να αναμένει τις συνέπειες του νόμου για τα όσα είπε και για τις οικονομικές ευθύνες των πεπραγμένων του».
Τα ερωτήματα Βγενόπουλου
Τα χρόνια πέρασαν και το θέμα Μιλόσεβιτς επανέρχεται κάθε τόσο, χωρίς ωστόσο ποτέ να ολοκληρωθεί, όπως αναφέραμε στην αρχή του ρεπορτάζ, η ακριβής εικόνα. Πέρυσι ο Α. Βγενόπουλος, σε συνέντευξή του στο «Σίγμα», είχε διερωτηθεί γιατί κανείς δεν ανοίγει το θέμα, ενώ σε επιστολή του προς τον δικαστικό Γεώργιο Πική, της Επιτροπής για την Οικονομία, είχε απευθύνει τα εξής ερωτήματα:
-Ποιοι ήταν οι δικαιούχοι των χρημάτων Μιλόσεβιτς που ήλθαν στην Κύπρο, ποια ήταν τα ποσά και ποια ήταν η νόμιμη αιτία κτήσεώς τους.
-Σε ποιους λογαριασμούς κατέληξαν και ποιοι ήταν οι δικαιούχοι αυτών των λογαριασμών.
-Πού εστάλησαν τελικώς αυτά τα ποσά και για ποια νόμιμη αιτία, και τέλος
-Έγιναν παρανομίες και από ποιους (τραπεζίτες, επόπτες, πολιτικούς, κλπ).
Εκείνο που έχει σημασία σε σχέση με τα ερωτήματα Βγενόπουλου είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός είχε πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα της Λαϊκής διαχρονικά. Και επί εποχής Μιλόσεβιτς. Όπως προαναφέραμε, για τους σκοπούς αυτής της έρευνας επικοινωνήσαμε με όλα σχεδόν τα άτομα των οποίων το όνομα με τον άλφα ή βήτα τρόπο αναφέρεται, όταν γίνεται λόγος για την υπόθεση Μιλόσεβιτς. Κανείς, μα κανείς δεν θέλησε να μιλήσει, εκτός από έναν ο οποίος, όμως, έθεσε ως όρο την ανωνυμία.
Επικοινωνήσαμε επίσης και με τον ίδιο τον Α. Βγενόπουλο, από τον οποίο ζητήσαμε να δώσει τα στοιχεία τα οποία δηλώνει ότι κατέχει για την υπόθεση αυτή. Αρνήθηκε, λέγοντας ότι θα δώσει ό,τι έχει μόνον στον Γενικό Εισαγγελέα, αν και εφόσον κληθεί. Μας παρέπεμψε δε σε άλλο άτομο, το οποίο κατείχε μέχρι προ μερικών χρόνων σημαντικό πολιτειακό αξίωμα, λέγοντάς μας ότι αυτό το άτομο κατέχει σημαντικά στοιχεία και πληροφορίες. Δυστυχώς το άτομο αυτό ούτε στα τηλεφωνήματα πια δεν απαντά…
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος βλέπει προσπάθεια αποπροσανατολισμού
Η εφημερίδα μας επικοινώνησε και με τον γιο του εκλιπόντος πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου, πρόεδρο του ΔΗΚΟ Νικόλα Παπαδόπουλο. Του ζητήσαμε κάποια σχόλια για την υπόθεση στην οποία ενεπλάκη και το όνομα τού πατέρα του αλλά και του δικηγορικού γραφείου, του οποίου τώρα προΐσταται ο ίδιος.
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος δεν θέλησε να αναφερθεί στην υπόθεση, χαρακτηρίζοντας όσα λέγονται «ανοησίες».
Είπε μάλιστα πως «η ανακίνηση ενός μη θέματος αυτήν την περίοδο στόχο έχει τον αποπροσανατολισμό από το σοβαρό θέμα του χρηματισμού των κομμάτων ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ από την εταιρεία Focus, του Μιχάλη Ζολώτα, φίλου του Ανδρέα Βγενόπουλου».
«Όλα αυτά είναι ανοησίες», είπε ο Ν. Παπαδόπουλος. Αν θέλετε μπορώ να σας μιλήσω για τη χρηματοδότηση της Φιλικής Εταιρείας το 1821 και για το σκάνδαλο Watergate. Πιστεύω πως το θέμα ανακινείται για να υπάρξει αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης από το σκάνδαλο του χρηματισμού των κομμάτων ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ από τον Α. Βγενόπουλο».
ΠΗΓΗ
http://www.sigmalive.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου