ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΝΟ ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ !!!

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΔΕΛΑΠΟΡΤΑΣ ΑΠΟΛΥΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΕΠΕΙΔΗ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΝΙΑΔΕΣ, ΠΡΟΤΕΙΝΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ !!! 
Υπόθεση Γρηγόρη Λαμπράκη : Έχω τή βεβαιότητα πώς τόν σκότωσαν ακριβώς και μόνο γιατί ήταν ειρηνόφιλος καί μάλιστα επικίνδυνος ειρηνόφιλος, ιδίως όταν μετά τήν πορεία του στό Μαραθώνα, άρχισε νά κάνει έργο του αποστολικές πορείες, όπως στή Θεσσαλονίκη, μέ φλογερά αντιπολεμικά καί φιλειρηνικά κηρύγματα....... 
Ό Άντεισαγγελεύς Εφετών, Παύλος Γ. Δελαπόρτας !!!




Παύλος Δελαπόρτας, το σημειωματάριο ενός Πιλάτου [έκδοση ΘΕΜΕΛΙΟ, 1977, τέταρτη έκδοση, σελίδες 259-265].

Ύστερα από συνολική εισαγγελική υπηρεσία 24 χρόνων στους βαθμούς Άντεισαγγελέως Πρωτοδικών και Εισαγγελέως Πρωτοδικών, τήν άνοιξη του 1961, τό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μέ προβίβασε στο βαθμό του Άντεισαγγελέως Εφετών και μέ τοποθέτησε στή θεσσαλονίκη. Έκεί πήγα αρχές ‘Οκτώβρη 1961 και υπηρέτησα έφτά χρόνια μέχρι τέλη Μαίου 1968, όταν η Χούντα, στό μεγάλο δικαστικό διωγμό, μέ περίλαβε μέσα στον κατάλογο τών 30 δικαστικών καί μέ απόλυσε.

Στα έφτά χρόνια πού υπηρέτησα στή Θεσσαλονίκη διεκπεραίωσα στό Συμβούλιο Εφετών καί κατηγόρησα στα ακροατήρια του Εφετείου καί του Κακουργισδικείσυ πολλές σοβαρές υποθέσεις, μέ άποκόρυφο τήν υπόθεση του φόνου του βουλευτή Λαμπράκη καί τόν τραυματισμό του άλλου βουλευτή Τσαρουχά. Έχουν δημοσιευτεί καί στις εφημερίδες καί στον περιοδικό τύπο, μπορώ να πώ εξαντλητικά, τα όσα προκύψανε στό ακροατήριο κατά τήν τρίμηνη εκδίκαση τής μεγάλης εκείνης υπόθεσης καί γιαυτό δέν θα κουράσω τόν αναγνώστη μέ επαναλήψεις γνωστών. Καί άπό τήν πρόταση μου προς τό Συμβούλιο Εφετών έχουν επίσης δημοίσιευτεί μεγάλα τμήματα. Η πρόταση —380 σελίδες γραφομηχανής— ήταν συμπύκνωση τών στοιχείων τής δικογραφίας, πού τήν αποτελούσαν έφτα τόμοι καί είχε βάρος 14 κιλά.
Κρίνω όμως σκόπιμο να διατυπώσω μία γνώμη, για ένα πληρέστερο κατατοπισμό του αναγνώστη, ώς προς τα αίτια του φόνου του Λαμπράκη, πού αποκόμισα άπό τα στοιχεία τής ανακρίσεως καί άπό τή διαδικασία. Επίσης να επεξηγήσω, γιατί έγραψα ένα-δυό σημεία τής πρότασης μου προς τό Συμβούλιο Εφετών.


Παύλος Δελαπόρτας

Η γενική συμπάθεια γιά τό φόνο του Λαμπράκη είναι επαυξημένη με τή σκέψη, πώς τόν πέρασαν καί τόν σκότωσαν ώς κομμουνιστή, ένώ δέν ήταν παρά μόνο ένας ειρηνόφιλος. Πιστεύω πώς δέν εκίνησε τα φονικά χέρια πού σκότωσαν τον Λαμπράκη μία τέτοια λανθασμένη εκτίμηση, πώς ήταν κομμουνιστής. Άλλά έχω τή βεβαιότητα πώς τόν σκότωσαν ακριβώς και μόνο γιατί ήταν ειρηνόφιλος καί μάλιστα επικίνδυνος ειρηνόφιλος, ιδίως όταν μετά τήν πορεία του στό Μαραθώνα, άρχισε νά κάνει έργο του αποστολικές πορείες, όπως στή Θεσσαλονίκη, μέ φλογερά αντιπολεμικά καί φιλειρηνικά κηρύγματα.
Κατά τήν ομιλία του ο Λαμπράκης στους «Φίλους τής Ειρήνης», πού προηγήθηκε τής προσχεδιασμένης δολοφονικής επίθεσης, ανέπτυξε αποκλειστικά φιλειρηνικό θέμα, επέδειξε μέ φωτογραφίες πού ήταν στους τοίχους τής αίθουσας πού μίλησε, τις φρικαλεότητες του πολέμου και μέ στατιστικούς πίνακες τί εστοίχισε σέ ανθρώπινες θυσίες και σέ υλικές ζημιές στην ανθρωπότητα ό δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Συγκριτικά δέ, απαριθμούσε πόσα εκπαιδευτήρια θά γινόντανε, πόσα νοσοκομεία καθώς καϊ πόσα άλλα κοινωφελή έργα πού θά έπουλώνανε όλες τις κοινωνικές πληγές, άν έξοδευόντανε γι’ αυτά όλα, όσα ξοδευτήκανε άσκοπα γιά τόν πόλεμο. Σ’ όλη τήν ομιλία του μεταχειρίστηκε μόνο αντιπολεμικά καί φιλειρηνικά συνθήματα, όπως: «Όχι άλλη Χιροσίμα» κλπ. και τελείωσε μέ τό μακαρισμό του Χριστού «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί…».
Σ’ αυτές τις φράσεις πού άκουόντανε άπό τό μεγάφωνο εξω άπό τήν αίθουσα, τό εξαγριωμένο στίφος των παρακρατικών, πού είχαν κάμει τήν άντισυγκέντρωση κατόπιν εντολής τής Αστυνομίας και είχαν γεμίσει τους δρόμους καί τά πεζοδρόμια λιθοβολώντας τήν αίθουσα πού μίλησε ο Λαμπράκης, τό στίφος λέγω, απαντούσε μέ απειλές καί μέ βρισιές: «Βούργαρε Λαμπράκη, θά πεθάνεις απόψε». Στό σύνθημα: «Οχι άλλη Χιροσίμα», ένας παρακρατικός φώναξε: «Έμείς θέλουμε πόλεμο». Σίγουρα αυτός πρέπει νά ήταν ένας άπό τους δυό-τρεις παρακρατικούς κατηγορούμενους, πού τά ποινικά τους δελτία άναγράφανε καταδίκες καί γιά… λιποταξία!
Μετά τό φόνο, στην ανάκριση, όλοι οι κατηγορούμενοι ίσχυριζόντανε ότι τό πλήθος τών «εθνικοφρόνων» πολιτών ερεθιζόταν κι αγανακτούσε μέ τά κομμουνιστικά συνθήματα του Λαμπράκη πού μεταδίδονταν άπό τά μεγάφωνα. Μά αυτός χωρίς νά πει κανένα κομμουνιστικό σύνθημα μόνον αντιπολεμικά καί φιλειρηνικά συνθήματα καί φράσεις του Χριστού είπε!
Αυτούς πού έβαλαν τους υποτακτικούς τους νά βάλουν άλλους καί κείνοι άλλους καί οί τελευταίοι άλλοι νά βάλουν τους φονείς του Λαμπράκη νά «ερεθιστούν», νά «αγανακτήσουν» καί νά τόν σκοτώσουν, δέν τους πειράζει ο κομμουνισμός καί οί κομμουνιστές.Ισια-ίσια πού τους θέλουν γιά νά δικαιολογούν τίς αέναες πολεμικές προπαρασκευές. Προφασίζονται πώς αγανακτούν εναντίον των κομμουνιστών καί εξισώνουν μέ τους κομμουνιστές τους φίλους τής ειρήνης γιά νά κρύψουν τήν πραγματικότητα. Γιατί ο κυνισμός τους δέν έφτασε ακόμα στό σημείο νά σκοτώνουν ένα φιλειρηνιστή. Αφήνουν νά πιστευτεί, μέσα σέ σύγχυση, πώς τόν σκοτώνουν ώς κομμουνιστή, πού άπό πολλούς θεωρείται ώς πράξη αγία. Στην πραγματικότητα καί μόνο η λέξη «ειρήνη» τους εξεγείρει καί τους ερεθίζει καί άπό τή γενίκευση αντιπολεμικών συνθημάτων φοβούνται, πώς έχουν νά πάθουν ζημιές μεγάλες, τήν ώρα πού καί η παγκόσμια οίκονομική δύναμη καί η ίδια η υπόσταση τών μεγαλυτέρων κρατών στηρίζονται καί πολλαπλασιάζουν τόν πλούτο τους μέ προετοιμασίες καί προκλήσεις πολέμων καί άπό τή βιομηχανία καί τό εμπόριο κάθε πσλεμικού σύνεργου καί φονικού μέσου. Αυτούς τά φιλειρηνικά καί αντιπολεμικά συνθήματα τους πειράζουν, όπως πειράζει τό διάολο τό λιβάνι.
Απ’ αυτά τά δεδομένα τής ανάκρισης καί από τίς παραπάνω σκέψεις ορμήθηκα κι έγραψα κοντά σέ άλλα στην πρόταση μου προς τό Συμβούλιο Εφετών, στην καθιερωμένη τότε άψογη καθαρεύουσα, τήν παρακάτω περίοδο.
«Έάν θά φθάσωμεν είς τό σημείον νά έρεθιζώμεθα καί νά άγανακτώμεν ακόμη καί μέ τήν ίεράν λέξιν τής «Ειρήνης», τήν οποίαν προέπεμψαν οί αιθέρες υπέρ τήν φάτνην τής Βηθλεέμ καί έπιστοποίουν τόν έρχομόν του Θεού είς τήν Γήν («έπί Γής ειρήνη») , τότε δέν θά είναι μακράν η ώρα κατά τήν οποίαν πάς διάκονος εις τάς ορθοδόξους εκκλησίας, άναπέμπων τάς δεήσεις, τάς περιληπτικώς όνομαζομένας «Ειρηνικά» καί πάς ορθόδοξος ιερεύς, άπαγγέλλων περί τό τέλος τής Λειτουργίας τήν οπισθάμβωνον εύχήν, όταν φθάνη είς τήν φράσιν: «Είρήνην τω κόσμω Σου δώρησαι», θά προσβλέπη λοξώς έμφοβος προς τό εκκλησίασμα, μήπως λιθοβοληθή ή μήπως καί σφαγιασθή επί τών βαθμίδων του θυσιαστηρίου, ώς ο προφήτης Ζαχαρίας».

Ερχομαι τώρα στην επεξήγηση πού χρειάζεται ένα άλλο τμήμα τής γραπτής πρότασης μου προς τό Συμβούλιο Εφετών, στην ίδια υπόθεση Λαμπράκη.
Διάφοροι Καζαμίες, άριστα πληροφορημένοι, όπως απόδειξε έκ τών υστέρων τό βούλευμα, κυκλοφορούσανε προγνωστικά πώς τό Συμβούλιο Εφετών θά απαλλάξει ορισμένους ανώτερους αξιωματικούς άπό τίς κατηγορίες συνέργειας στο φόνο και κατάχρησης εξουσίας, πού έγώ πρότεινα την παραπομπή τους. Καί πώς θά παραπέμψουν στό ακροατήριο μόνο τους άσημους κατηγορουμένους Κοτζαμάνη, Γιοσμά, Έμμανουηλίδη κλπ. Μ’ αυτά τά προγνωστικά και τίς προβλέψεις, γράφω στή σελίδα 169 τής πρότασης μου:
«Έάν ώς προς τους κατηγορουμένους αξιωματικούς καί ιδία τους έπί συνεργεία είς τήν άνθρωποκτονίαν κατηγορουμένους, έπρότεινα διάφορόν τι τών όσων κατ’ άκολουθίαν τών προεκτεθέντων, θέλω προτείνει Υμιν κατωτέρω, φοβούμαι ότι θά ώμοίαζα με τους πλοιάρχους εκείνους οί όποίοι έν ώρα ναυαγίου (ώς διά τελευταίαν φοράν συνέβη με τον «Τιτανικόν») προτιμούν νά διασώσουν τους επισήμους καί διακεκριμένους έπιβάτας των της πρώτης θέσεως, ους έπιβιβάζουσι προσεκτικά είς τάς σωσίβιους λέμβους καί αφήνουν τους έπιβάτας τής τρίτης θέσεως νά πνιγούν. Ή ότι θά έκινδύνευα νά θεωρηθώ ώς απόγονος τών κατοίκων τής Βιβλικής εκείνης χώρας του Γώγ καί του Μαγώγ, είς τήν οποίαν «οί άνθρωποι είχον οφθαλμούς διά νά μή βλέπωσι καί ώτα διά νά μή άκούωσι»».
Επεξηγώ πώς αυτό τό τμήμα τής πρότασης, ήταν μία έσχατη προσπάθεια μου νά τονώσω τό Συμβούλιο καί νά τό συνεφέρω γιά ν’ ακολουθήσει στην κρίση του τή σωστή γραμμή του δίκιου, όπως του τήν έδειχναν τά στοιχεία τής ανάκρισης καί τήν ίση μεταχείριση, ανάμεσα σε εξ ίσου συνενόχους κατηγορουμένους. Καί ένώ ουσιαστικά καί υποθετικά (εάν δέν παρέπεμπε τους αξιωματικούς) θά έταίριαζα ν γιά τό Συμούλιο οί καυστικές παρομοιώσεις του πλοιάρχου πού σώζει τους επιβάτες τής α’ θέσεως καί τών ανθρώπων πού είχαν μάτια γιά νά μή βλέπουν, άν καί απευθυνόμουν προς τό Συμβούλιο, δέν τά έγραψα αυτά σέ δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, όπως θά έπρεπε, γιατί έστω καί μέ τήν υποθετική διατύπωση θά έθιγα τους δικαστές πού τό αποτελούσαν, πράγμα πού δέν έπετρέπετο καί δέν ήθελα, γιατί έδινα πάντα πρώτος τό παράδειγμα του σεβασμού προς τό Δικαστήριο. Άλλά τό έγύρισα στό πρώτο ενικό πρόσωπο, πώς αυτοί οί χαρακτηρισμοί θά άξιζαν γιά τόν εαυτό μου, εάν δέν έπρότεινα τήν παραπομπή των αξιωματικών κλπ. Και ο εαυτός μου, σαν πού είναι δικός μου, δέν μπορεί νά παραπονεθεί ότι τόν έθιξα.
Τελικά όμως άφού έγώ έπρότεινα τήν παραπομπή τών αξιωματικών γλιτώνω καί δέν είμαι άξιος νά μου προσάψει κανείς τους άσχημους εκείνους χαρακτηρισμούς, ένώ τό Συμβούλιο πού τους απάλλαξε άπό τήν κατηγορία συνεργείας φόνου, άφηκε τόν εαυτό του έκθετο καί σ’ αυτό ανήκουν γιά πάντα οί δυσμενείς χαρακτηρισμοί.
Έτσι τά υπολόγισα καί τά έλογάριασα, όταν τά έγραφα, μέ τήν προμαντευόμενη από τους Καζαμίες απαλλαγή τών αξιωματικών έκ μέρους του Συμβουλίου Εφετών.

Απολυτίκιο

Σέ απίθανη πρωινή ώρα τής 30 Μαΐου 1968 ήλθαν απρόοπτα σπίτι μου ό καθηγητής της Χειρουργικής του Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης κ. Βασιλ. Πετρόπουλος καί ο υφηγητής κ. Άντών. Μαρκαντωνάτος. Τό ραδιόφωνο στην τελευταία εκπομπή του τήν προηγουμένη νύχτα είχε αναγγείλει τήν απόλυση μου άπό τήν υπηρεσία μέσα στον πίνακα τών 30 απολυομένων δικαστικών. Τήν πράξη τής απόλυσης τών 30 τήν δημοσίευαν καί οί πρωινές εφημερίδες. Γι’ αυτό ήρθαν οί καλοί φίλοι νά μέ συμπαρασταθούν καί νά μέ «παραμυθήσουν». Οταν κατάλαβαν πώς δέν ήξερα τίποτα, γιατί ούτε ραδιόφωνο είχα ακούσει, ούτε εφημερίδα είχα ακόμα διαβάσει, τότε μου άνακοινώσανε «μέ τρόπο» τήν απόλυση, όπως λένε τά δυστυχήματα «μέ τρόπο» στους συγγενείς.
Η εφημερίδα πού είδα σέ λίγο έγραφε πώς μέ απολύουν κι έμέ, όπως καί όλους τους άλλους 29 μέ βάση μία ΚΔ’ Συντακτική Πράξη (πού έκανε η ίδια χιούμορ μέ τόν τίτλο της: «Περί εξυγιάνσεως τής Δικαιοσύνης»), «ώς μή διαθέτοντα τό άπαιτούμενον διά τήν θέσιν μου ηθικόν κύρος…» καθόσον «…επηρεαζόμενος ύπό τών πολιτικών μου πεποιθήσεων κατά τήν ένάσκησιν τών καθηκόντων μου, προέβαλα καί άπό τής έδρας έτι, συνθήματα ανατρεπτικού χαρακτήρος καί έν γένει έξεδηλούμην υπέρ ώρισμένης πολιτικής παρατάξιως». Ώς προς τό άν επηρεαζόμουνα υπό τών πολιτικών μου πεποιθήσεων καί τί εκδηλώσεις είχα υπέρ ορισμένης πολιτικής παρατάξεως, τά λέει όλα η πλεοναστική ποινική δίωξη πού προκάλεσα εναντίον του δικηγόρου Καστοριάς Κρίκη και τιμωρία του, άφού προηγουμένως τόν είχα απαλλάξει από τά καθήκοντα του δικαστικού αντιπροσώπου στίς εκλογές της 16 Φεβρουαρίου 1964, γιατίέπροπαγάνδιζε υπέρ του υποψηφίου του Κέντρου, είς τό οποίο Κέντρο… άνήκα καί έγώ!! (Βλ. διεξοδικότερα κεφάλαιο «Εξομολογήσεις και βιογραφικά λίγα») .
Δέν ξέρω νά έπρόβαλα ποτέ καί σέ καμία δίκη «ανατρεπτικό σύνθημα τής έδρας». Τό μόνο πού ξέρω είναι πώς μιά μέρα στή διάρκεια τής τρίμηνης δίκης Λαμπράκη (1η Όκτώβρη 1966 – 31 Δεκέμβρη 1966)διαμαρτυρήθηκα σ’ ένα μάρτυρα, πώς δέν επιτρέπεται γενική καί άνεξαίρετη εξίσωση του κάθε φίλου της ειρήνης μέ τόν κομμουνιστή, τήν ώρα πού ήμίθεος σάν τόν Σβάιτσερ καί προσωπικότητα σάν τόν Μπέρναρντ Ράσελ είναι μόνο ανθρωπιστές καί φιλειρηνιστές καί κάθε άλλο παρά κομμουνιστές. Αυτό τό άρπαξε ο συνήγορος τών κατηγορουμένων κ. Μιχ. Τσιτσικλής καί μέ τόξευσε λέγοντας μου πολυσήμαντα, μέ τό τέλειο Μεφιστοφελικό γέλιο πού συνήθιζε: «Μπράβο, κύριε είσαγγελεύ! Ωστε είστε καί σείς «Φίλος τής Ειρήνης» καί δέν τό ξέραμε!» Αυτή τή διαμαρτυρία μου, πού τήν ακολούθησε τό τόξευμα του κ. Τσιτσικλή, τήν παράλαβε μέ ανάλογα σχόλια καί μία δημοσιογραφική Ήρωδιάδα πού γύρευε άπό καιρό «τήν κεφαλή μου επί πίνακι» γιά «πολιτικολογία από τής έδρας».
Κατά τό απόφθεγμα: «η ύβρις σου, έπαινος μου», σκέφτηκα πώς μία απόλυση μέ τέτοιες μειωτικές αιτιολογίες από άνθρώπους σάν εκείνους πού μας απόλυσαν καί από ανωτάτους δικαστικούς, σάν εκείνους πού υποδείξανε στην Χούντα ποιους νά απολύσει, αποτελεί γιά μάς τίτλο υψίστης, τιμής καί είναι μεγάλο παράσημο αρετής καί αξίας. Μέ τις σκέψεις αυτές τό φιλοσοφούσα καί τό διασκέδαζα από τήν πρώτη μέρα τό πράγμα.
Ό προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών κ. Λ. Παπανδρέου από τήν αρχή του μηνός, όπως πάντα, είχε βγάλει καί γιά τό Μάη του 1968 «πίνακα υπηρεσίας» γιά τόν καθένα από τρεις Άντεισαγγελείς Εφετών, πού υπηρετούσαμε μαζί του καί μέ είχε ορίσει νά λάβω μέρος στή σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου κατά τή συνεδρίαση τής επομένης 31 Μαΐου 1968, χωρίς νά ξέρει ο άνθρωπος πώς εκείνη τήν ημέρα εγώ θά είχα απολυθεί από τήν υπηρεσία. Γι’ αυτό πήγα στό γραφείο του. Ήταν ενήμερος γιά τήν απόλυση μου καί πάρα πολύ στενοχωρημένος. Του είπα πώς μιά καί είμαι απολυμένος, άσχετα αν δέν μας έκοινοποίησαν την απόλυση, θάταν πιό σωστό νά μήν ανεβώ αύριο στην έδρα, γιατί, που ξέρεις καμμιά φορά, θά μπορούσε κανένας δικηγόρος, πειραγμένος άπό καμιά μου αγόρευση (όσο κι αν όλοι οι δικηγόροι τής Θεσσαλονίκης, ίσως μέ μία μοναδική εξαίρεση, υπερέχουν καί διεκδικούν τά πρωτεία σέ ευγένεια, σεμνότητα καί σεβασμό προς τό Δικαστήριο), νά μου άμολύσει καμιά σφεντονιά καί νά μου πει: «Τί γυρεύεις έσύ έδώ, άφού έχεις άπολυθεί γιά έλλειψη ήθους;».
Πονεμένος περισσότερο άπό έμέ, ο κ. Παπανδρέου, εκδηλώνοντας τήν εκτίμηση πού μου είχε, λέει έντονα: «Όχι! Θά πάς νά δικάσεις». Πήγα.
Τελευταία υπόθεση πού δικάσαμε ήταν μέ κατηγορούμενο ένα δικηγόρο γιά τραύματα έξ αμελείας μέ τό αυτοκίνητο του σ’ ένα παιδί. Είχε δείξει τόση στοργή γιά τό παιδί εκείνο, είχε πληρώσει τόσο πολλά σέ νοσηλεία καί αποζημιώσεις του παιδιού, ώστε τόν βρήκαμε άξιο νά αθωωθεί. Καί μέ πρόταση μου τόν αθώωσε τό δικαστήριο.
Μέ αθωωτική απόφαση άρχισα τή σταδιοδρομία μου σάν Ειρηνοδίκης τό 1933 (βλ. κεφάλαιο «Δικαστικά έργα καί ήμερες») καί μέ αθωωτική πρόταση τήν έτελείωσα τό 1968 στή Θεσσαλονίκη.
Κάτω άπ’ αυτή τήν τελευταία υπόθεση, στό πινάκιο τής συνεδριάσεως έχω γράψει (διατηρώ φωτοαντίγραφο): Λήξις συνεδριάσεως καί τής 38ετούς δικαστικής μου υπηρεσίας, ώρα 10.20′ μ.μ. Έν Θεσσαλονίκη τή 31 Μαΐου 1968.
Ό Άντεισαγγελεύς Εφετών Παύλος Γ. Δελαπόρτας.

ΠΗΓΗ
https://gemfragoulis.wordpress.com/2015/12/24/%CF%8C-%CF%8C-%CE%AC-2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου