ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

ΑΚΥΡΩΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ ΕΙΣΦΟΡΑΣ Ν 128/75 !!!

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 5188/2014
ΑΚΥΡΩΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ 
ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ 
ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ Ν. 128/75 !!!

Με την υπ’ αρ. 5188/2014 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών ακυρώνεται εν όλω διαταγή πληρωμής από Σύμβαση Πιστωτικής Κάρτας λόγω παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/75 με το σκεπτικό ότι η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της Τράπεζας. Συνεπώς, η απαίτηση από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι μη εκκαθαρισμένη και ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής κρίνεται ως ουσία βάσιμος.

Την υπόθεση χειρίστηκε ο Δικηγόρος κ. Ιωάννης Ε. Βαονάκης και παρακάτω παρατίθεται ολόκληρο το κείμενο της υπ’ αρ. 5188/2014 Απόφασης μετά από ανωνυμοποίηση.

ΑΡΙΘΜΟΣ 5188/2014

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών Ειρηνοδίκη Δημήτριο Παπαναγιώτου, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Αθηνά Ασημακοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 15Π Ιανουαρίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ανακόπτοντος: Κ…………….. Δ……………… του Μ……………………., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Βαονάκη.

Της καθ’ ης η ανακοπή: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ……………………………… ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «……………………………….», που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου ………………………….

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-02-2013 ανακοπή του, που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό 614/1229/06- 02-2013, η οποία ενεγράφη στο πινάκιο (ΒΑ-11), και της οποίας προσδιορίστηκε δικάσιμος η 19-04-2013 και μετά από αναβολή αυτή που αναφέρεται στην αρχή.

Ακολούθησε η συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινομένη ανακοπή ο ανακόπτων ζητά, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, την ακύρωση της 71396/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Η ανακοπή κατά της 71396/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ.1 ΚΠολΔ) (επίδοση διαταγής πληρωμής, άσκηση ανακοπής με επίδοση στην καθ’ ης), αρμοδίως δε εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την προσήκουσα τακτική διαδικασία, της διαφοράς της απαιτήσεως (σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας), άρθρο 632 επ. ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Από το συνδυασμό των άρθρων 632 παρ. 1, 633 παρ. 1, 623, 624 παρ. 1, 626 παρ. 1 και 2, 628 και 629 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κύριο αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, είναι το κύρος αυτής και όχι η διάγνωση της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή. Όταν λόγοι ανακοπής είναι διακωλυτικές ή αποσβεστικές της απαιτήσεως αυτής ενστάσεις του ανακόπτοντα, η άμυνα του δανειστή – κατά του οποίου η ανακοπή – περιορίζεται στην άρνηση των ισχυρισμών του ανακόπτοντα και την προβολή αντενστάσεων, που τυχόν υπάρχουν (ΑΠ 433/2000 ΕλλΔνη 41.1596, ΑΠ 1870/1986 ΕλλΔνη 29.281).

Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει ότι αντικείμενο της δίκης που ιδρύεται με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής είναι το έγκυρο ή μη της εκδόσεως της τελευταίας. Συνεπώς ισχυρισμοί που ανάγονται σε επιγενόμενη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής απόσβεση της απαίτησης δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγους της ανακοπής αυτής ούτε να προταθούν με οποιοδήποτε τρόπο στη σχετική δίκη, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και άρα δεν είναι λογικώς δυνατόν να επιδρούν στο έγκυρο της εκδόσεώς της (ΑΠ 538/1994 ΔΕΕ 1995.76).

Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, που αφορά τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων, αναφερομένων στη λειτουργία του χρηματοδοτικού συστήματος, από το έτος 1976 επιβάλλεται εισφορά, που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφόρων τόκων. Ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε στην Τράπεζα Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της από 19-03- 1962 μεταξύ των Τραπεζών σύμβασης, η οποία εγκρίθηκε με την 1265/12/1962 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, τροποποιήθηκε δε και συμπληρώθηκε με την από 30-01-1969 διατραπεζική σύμβαση, που εγκρίθηκε με την 1520117/18-02-1969 απόφαση της ίδιας επιτροπής. Η εισφορά αυτή βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος και ανέρχεται σε ποσοστό ένα επί της χιλίοις ετησίως, επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζα, ως και προς το Δημόσιο, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962, μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, συμφωνηθεισών εισφορών (ΟλΑΠ 35/1997 ΕλλΔνη 38.1997.1530). Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 (ΦΕΚ Α’ 154), το οποίο ρυθμίζει το ζήτημα της ίδιας εισφοράς στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού ορίζεται ότι: «Η εισφορά αυτή (εννοεί του Ν. 128/1975) επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Από τη σαφή γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι η ανωτέρω εισφορά του Ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες πελάτες αυτών. Τούτο αβίαστα συνάγεται κατ’ αρχήν από την ίδια τη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, στην οποία ρητά ορίζεται ότι: «επιβάλλεται εισφορά που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του κοινού λογαριασμού …», δηλ. τούτο κατ’ αρχήν με σαφήνεια προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη διατύπωση του νόμου, που ορίζει ότι υπόχρεοι για την εν λόγω εισφορά είναι το: πιστωτικά ιδρύματα. Πρόκειται δε περί ηθελημένης νομοθετικής ρύθμισης και όχι περί γνησίου κενού, που θα δικαιολογούσε με ανάλογη ερμηνεία της άνω διάταξης τη μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, αφού στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θέλησε τούτο, το ορίζει ρητά, όπως στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997, με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς αυτής και στα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, όπου ορίζεται ρητά ότι: «στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Η υποχρέωση δηλ. αποκλειστικά και μόνο των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα για την καταβολή της εν λόγω εισφοράς του Ν. 128/1975 και η απαγόρευση της μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, προκύπτει σαφέστατα και κατ’ αντιδιαστολή από την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 (ΕφΑΘ 5253/2003, ΠΠρΑΘ 1119/2002, ΕιρΑΘ 2874/2004 αδημ.).

Και βέβαια, είναι δυνατή η δια συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (361, 471 επ. ΑΚ), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του. δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους (Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, σ. 444, Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 478, αρ. 2) σε κάθε περίπτωση δε υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ, ιδίως του 174 και 281 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου. 361 ΑΚ). Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του Ν. 128/1975 η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία (causa) επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή (βλ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές, 1983, σ. 280) (βλ. με άλλη αιτιολογία ως προς τη θεμελίωση του παρανόμου ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003.643, ΜονΠΤρικ 137/2003 ΕλλΔνη 2003.1433) .

Ως προς τον ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975 σημειώνονται το: εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 8 § 6 του Ν. 1083/1980 «περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων», προκύπτει ότι η Νομισματική Επιτροπή με αποφάσεις της δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλομένων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση αυτή τη νομοθετική εξουσιοδότηση, εκδόθηκε η 289/30-10-1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έχει ισχύ νόμου (βλ. άρθρο 8 § 6 Ν. 1083/1980), με την οποία ορίσθηκε ότι «ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων, δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οιουδήποτε χρονικού ή άλλου περιορισμού», ενώ στο εδάφιο β’ της ίδιας αποφάσεως αναφέρεται ότι ο λόγος εκδόσεως της είναι η αναγκαιότητα του εκτοκισμού των καθυστερούμενων τόκων αμέσως μόλις καταστούν απαιτητοί για την κάλυψη του αντίστοιχου εκτοκισμού των τόκων που οφείλουν οι τράπεζες στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους. Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε εξαίρεση, για τις τραπεζικές συναλλαγές, ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 110 και 111 §2 ΕισΝΑΚ. Κατά την έννοια δε της αποφάσεως αυτής της Νομισματικής Επιτροπής, ο κατ’ εξαίρεση από τους περιορισμούς του ανατοκισμού «εκτοκισμός των εν καθυστερήσει τόκων» επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση ότι τούτο έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, εφόσον δηλαδή ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με την πιστωτική σύμβαση, τον δυσμενή γι’ αυτόν όρο για τον κατά τον παραπάνω τρόπο ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων (ΟλΑΠ 8, 9/1998 ΔΕΕ 1998.177 επ.). Το νομοθετικό αυτό καθεστώς έπαψε πλέον να ισχύει για τις νέες (μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου) τραπεζικές συμβάσεις (άρθρο 12 Ν. 2601/1998). Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή που θεσπίστηκε με την κυρωθείσα με νόμο απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, παρεχόταν στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτού κανόνα δικαίου που έθετε η διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή, κατά τον χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως τους (βλ. για έννοια εκτοκισμού ΑΠ 1355/1988 ΕλλΔνη 1999.287 (290), ΠολΠΑΘ 1443/2002 ΝοΒ 2003.683 (686)).

Περαιτέρω, ο κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 8 περ. 6 του Ν. 1083/1980 και της αποφάσεως 289/1980 της Νομισματικής Επιτροπής ιδιαίτερος τρόπος ανατοκισμού των απαιτήσεων των Τραπεζών εξακολουθεί να διέπει αυτές και μετά τον εξοπλισμό τους με δικαστική απόφαση ή άλλο εκτελεστό τίτλο, καθόσον και μετά τούτο οι οφειλόμενοι για την κύρια απαίτηση τόκοι εξακολουθούν να έχουν το χαρακτήρα .«οφειλομένων σε πιστωτικά ιδρύματα τόκων», όπως ορίζει το άρθρο 8 § 6 του Ν. 1083/1980 και η προαναφερθείσα απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής (ΑΠ 1782/2002 ΕλλΔνη 2002.1430). Από τις παραπάνω ρητές διατάξεις του προϊσχύοντος και του υφισταμένου νομοθετικού καθεστώτος, επιτρεπτός είναι ο ανατοκισμός καθυστερούμενων τόκων και μόνον. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ανατοκισμός προμηθειών και εξόδων. Κάθε αντίθετη σύμβαση είναι ευθέως αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις, σε κάθε δε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων 174, 178, 179 ΑΚ. Ακόμη και με τελεολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων το συμπέρασμα είναι ίδιο, αφού ενόψει του ότι η απόφαση της Νομισματικής επιτροπής θεσπίζει εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των νομίμως και με επίκληση, εκατέρωθεν, προσκομιζομένων εγγράφων, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814, ΑΠ 88/1985 ΕλλΔνη 26.450, ΕφΑΘ 7044/1990 ΕλλΔνη 33.385, ΕφΑΘ 140/1987 ΝοΒ 35.778), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), από όσα συνομολογούν οι διάδικοι, σε συνδυασμό και με τηνεπ’ ακροατηρίου προφορική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Σε εκτέλεση της 71396/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στη καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των …………… ευρώ.Ο ανακόπτων με το δεύτερο (2) λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται ότι στο λογαριασμό (από σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, που υπέγραψε με την καθ’ ης), με βάση τον οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η καθ’ ης του επέβαλε επιβάρυνση με την εισφορά του Ν. 128/1975, με παράνομους ,ανατοκισμούς της εισφοράς αυτής. Κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, ο συμβατικός τούτος όρος μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον ανακόπτοντα δανειολήπτη είναι απολύτως άκυρος, κατά το άρθρο 174 ΑΚ, και αντίθετος με τον κανόνα αναγκαστικού δικαίου του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του Ν. 128/1975, ανεξάρτητα αν η σύμβαση, που περιέχει τον όρο αυτό, καταρτίστηκε ύστερα από ατομική διαπραγμάτευση ή αν αποτελεί περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών (ΜονΠΤρ 137/2003 ΕπισκΕΔ 2003.270), δεδομένου ότι η εισφορά του Ν. 128/1975 ανατοκιζόταν παράνομα κάθε μήνα σε βάρος του ανακόπτοντος, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση τού λογαριασμού με παράνομες χρεώσεις υπέρμετρων τόκων, ενσωματωθέντων στο διατασσόμενο να πληρωθεί κεφάλαιο (βλ. και άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994). Ειδικότερα, κατά τα προαναφερόμενα, το ποσό της μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/1975 προστιθέμενο στους τόκους ανατοκιζόταν περιοδικά μαζί με αυτούς, γινόταν δηλαδή ανατοκισμός φόρου χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, γεγονός που επιβάρυνε τον ανακόπτοντα με τόκους υπεράνω των νομίμων. Επομένως, ως προς το ποσό της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, για το οποίο εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, δεν προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της το σύνολο της οφειλής, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στο λογαριασμό ποσών της εισφοράς του Ν. 128/1975 και του ανατοκισμού αυτών. Η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ ης (ΕφΛαμ 124/2007). Συνεπώς, η απαίτηση από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι μη εκκαθαρισμένη και ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής κρίνεται ως ουσία βάσιμος.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και αφού παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων, η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των ενστάσεων της καθ’ ης η ανακοπή ως ουσία αβασίμων. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η καθ’ ης, ως ηττηθείσα, στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος (άρθρο 176 ΚΠολΔ), δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ανακοπή.

Ακυρώνει την 71396/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Καταδικάζει την καθ’ ης η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, την οποία καθορίζει στο ποσό των ………………… (…….0,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους αυτών δικηγόρους, στην Αθήνα, την 08η Σεπτεμβρίου 2014.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΗΓΗ
http://www.vaonakis.gr/%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%BF-%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CF%89%CE%BD-51882014-%CE%B1%CE%BA%CF%85%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B3/